Υπάρχει μια φωτογραφία ενός πίνακα σε ένα εστιατόριο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο εδώ και χρόνια. Ο πίνακας γράφει: «Αν καθένας από μας καλλιεργούσε μια μεγάλη σοδειά μιας διαφορετικής τροφής, θα μπορούσαμε ΟΛΟΙ να συναλλασσόμαστε μεταξύ μας και να τρώμε ουσιαστικά ΔΩΡΕΑΝ». Είδα για πρώτη φορά μια εκδοχή της τον Απρίλιο του 2016, καθώς τη δημοσιεύτηκε στο Twitter ο Scott Lincicome. Ο Robert Tracinski τη σχολίασε τότε, αλλά το συναίσθημα έχει γίνει πλέον μιμίδιο.
Όσοι από εμάς είμαστε μιας «ορισμένης ηλικίας» θυμόμαστε το κίνημα επιστροφής στη φύση και αυτάρκειας της δεκαετίας του 1960. Κυκλοφόρησαν τότε μια σειρά από βιβλία που εξυμνούσαν και εξηγούσαν τα «πώς» της οικονομικής ανεξαρτησίας και της απόσυρσης «εκτός του δικτύου». Η πιο αγαπημένη πηγή ήταν πιθανώς το «The Whole Earth Catalog», το οποίο ο Steve Jobs συνέκρινε κάποτε με μια έντυπη έκδοση της «Google» στην εναρκτήρια ομιλία του στο Στάνφορντ το 2005.
Το να μπορεί κανείς βεβαίως να βρίσκει πληροφορίες για το πώς να κάνει πράγματα μόνος του ήταν και παραμένει μια ευλογία. Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το The Whole Earth Catalog σταμάτησε να δημοσιεύεται όταν αναπτύχθηκε του Διαδικτύου. Εξάλλου, ο συνδυασμός Google και YouTube σημαίνει ότι μπορώ να βρω ένα βίντεο που μου δείχνει πώς να κάνω σχεδόν οτιδήποτε θα ήθελα να κάνω. (Συμπεριλαμβανομένου και του να καλλιεργήσω τα δικά μου τρόφιμα).
Αυτό ακριβώς είναι που κάνει το μικρό μιμίδιο του πίνακα μας τόσο ενδιαφέρον. Όποιος το έγραψε για πρώτη φορά αναγνωρίζει ότι δεν βγάζει να νόημα να καλλιεργεί κανείς τη δική του τροφή. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να καλλιεργήσουμε μια μεγάλη ποσότητα διαφορετικής σοδειάς και να την ανταλλάξουμε για ό,τι δεν έχουμε. Με άλλα λόγια, υπάρχουν δύο καταστάσεις του κόσμου:
Στην Κατάσταση Α καλλιεργώ τα πάντα για τον εαυτό μου, σε μικρές ποσότητες. Ας υποθέσουμε ότι έχω τέσσερα στρέμματα και καλλιεργώ ένα στρέμμα φασόλια, ένα καλαμπόκι, ένα σιτάρι και ένα ντομάτες. Οι άλλοι τρεις άνθρωποι που ζουν στον κόσμο κάνουν το ίδιο πράγμα. Συνολικά, το Άτομο 1, το Άτομο 2, το Άτομο 3 και το Άτομο 4 αφιερώνουν ένα στρέμμα το καθένα στην κάθε καλλιέργεια, κι έτσι η μικρή μας κοινότητα έχει τέσσερα στρέμματα φασόλια, τέσσερα καλαμπόκι και το ίδιο για το σιτάρι και τις ντομάτες. Είμαστε όλοι αυτάρκεις! (Αν θυμάστε τη δεκαετία του '60, τώρα είναι η ώρα να σιγοτραγουδήσετε "I am a Rock, I am an Island.")
Στην Κατάσταση Β καλλιεργώ μόνο ένα πράγμα και στα τέσσερα στρέμματά μου. Τα άτομα 2, 3 και 4 κάνουν το ίδιο. Και μετά συναλλασσόμαστε. Όπως μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε, αυτό σημαίνει ότι η ίδια συνολική έκταση αφιερώνεται στις ίδιες καλλιέργειες τόσο στην Κατάσταση Α όσο και στην Κατάσταση Β: τέσσερα στρέμματα φασόλια, καλαμπόκι, σιτάρι και ντομάτες. Όμως, ενώ στην κατάσταση Α ο καθένας μας είναι αυτάρκης, στην κατάσταση Β είμαστε αμοιβαία εξαρτημένοι.
Άρα, δεν υπάρχει διαφορά, και θα μας συνέφερε καλύτερα η Κατάσταση Α, όπου δεν εξαρτόμαστε από κανέναν άλλον, σωστά; Αυτό είναι το ωραίο στο μιμίδιο για το «δωρεάν φαγητό»: ο συγγραφέας του αναγνωρίζει το λάθος σε αυτή τη λογική! Στην πραγματικότητα μας συμφέρει περισσότερο η Κατάσταση Β, και πιθανότατα μας συμφέρει κατά πολύ, λόγω των όσων μας δίδαξε ο Άνταμ Σμιθ για τον καταμερισμό εργασίας.
Αλλά ο συγγραφέας του μιμιδίου δεν αντιλαμβάνεται την αρχή με την οποία δουλεύει. Το φαγητό δεν είναι δωρεάν - δεν μπορεί να είναι δωρεάν. Αν καλλιεργήσω ένα πράγμα, το κόστος είναι ό,τι δεν καλλιέργησα. Επιπλέον, αν φάω κάτι, αυτό παύει να είναι διαθέσιμο για να το φάτε εσείς. Άρα το φαγητό έχει πάντα κόστος. Το πρόβλημα είναι πώς να αποκτούμε περισσότερα, καλύτερα και περισσότερα διάφορα είδη τροφίμων σε χαμηλότερες τιμές, συμπεριλαμβανομένου και του περιβαλλοντικού κόστους.
Το τίμημα του να περιμένω από τους άλλους να μου δώσουν τροφή που μου λείπει είναι να τους δώσω εγώ τροφή που λείπει σε εκείνους, έτσι ώστε η ανταλλαγή να ωφελεί και τους δυο μας, ή όλους μας. Ο διάσημος οικονομολόγος του Πανεπιστημίου George Mason, Walter Williams συνόψισε με ακρίβεια την ιδέα αυτή του Smith: «Όσο καλύτερα υπηρετώ τον συνάνθρωπό μου… τόσο μεγαλύτερη είναι η αξίωσή μου για τα αγαθά που παράγει ο συνάνθρωπός μου. Αυτή είναι η ηθική της αγοράς».
Με τα λόγια του Άνταμ Σμιθ:
«Ο χρόνος που δαπανάται σε δύο διαφορετικά είδη εργασίας δεν καθορίζει πάντα καθαυτός την ισοτιμία ανταλλαγής του ενός αγαθού για ένα άλλο. Πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι διαφορετικοί βαθμοί κακουχίας που υπέστησαν οι άνθρωποι και η εφευρετικότητα που αξιοποίησαν… Αλλά δεν είναι εύκολο να βρει κανείς κάποιο ακριβές μέτρο είτε κακουχίας είτε ευρηματικότητας. Πράγματι, ανταλλάσσοντας τις διαφορετικές παραγωγές των διαφορετικών ειδών εργασίας τη μία για την άλλη, συνήθως η κακουχία και η ευρηματικότητα κάπως συνυπολογίζονται. Προσαρμόζεται, ωστόσο η συναλλαγή, όχι με κάποιο ακριβές μέτρο, αλλά με το παζάρι και τις διαπραγματεύσεις της αγοράς, σύμφωνα με εκείνο το είδος χονδρικής ισότητας που, αν και όχι ακριβής, αρκεί για να επιτελούνται οι συναλλαγές της καθημερινής ζωής». (Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο Ι, Κεφάλαιο 5)
Λοιπόν, ο συγγραφέας του μιμιδίου έχει μια καλή ιδέα: θα καλλιεργήσουμε ο καθένας μας ένα τρόφιμο και μετά θα συναλλαχθούμε. Αλλά θα ήταν ακόμα καλύτερο να έχουμε μια εμπορική κοινωνία, στην οποία υπάρχει κάποιο κοινά αποδεκτή μέτρο της αξίας της υπηρεσίας που παρέχουμε ο ένας στον άλλο όταν καλλιεργούμε τρόφιμα που πρέπει να μοιραστούμε.
Ο Walter Williams διεύρυνε την ιδέα του Smith, με τρόπο που καθιστά σαφές γιατί το σύστημα λειτουργεί τόσο καλά:
«Ας υποθέσουμε ότι με προσλαμβάνεις να κουρέψω το γκαζόν σου και μετά με πληρώνεις 30 δολάρια. Αυτό που έχω κερδίσει μπορεί να θεωρηθεί ως πιστοποιητικό απόδοσης, δηλαδή μια απόδειξη ότι σε εξυπηρέτησα. Με αυτά τα πιστοποιητικά απόδοσης στα χέρια, επισκέπτομαι το μπακάλικο μου και ζητάω 3 κιλά μπριζόλες και έξι μπύρες που κάποιος συνάνθρωπός μου παρήγαγε. Στην πραγματικότητα, ο μπακάλης με ρωτά: ‘Γουίλιαμς, απαιτείς από τους συνανθρώπους σου, τους κτηνοτρόφους και τους ζυθοποιούς, να σε υπηρετήσουν. Τι όμως έκανες εσύ με τη σειρά σου για να υπηρετήσεις τον συνάνθρωπό σου;’. Κι εγώ απαντώ «Κούρεψα το γκαζόν του συνανθρώπου μου». Ο παντοπώλης λέει: ‘Απόδειξε το!» Τότε είναι που παραδίδω τα πιστοποιητικά απόδοσης - τα 30 δολάρια’.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το σύστημα ανταλλαγής χρημάτων που οι άνθρωποι έχουμε επινοήσει λειτουργεί καλύτερα από το σύστημα ανταλλαγών μεταξύ καλλιεργειών που λαχταρά ο ρομαντικός συγγραφέας του μιμιδίου. Αλλά αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο επειδή αυτοί οι άνθρωποι δεν έζησαν ποτέ κάποιο σύστημα τέτοιων ανταλλαγών — ούτε βεβαίως έζησαν σε αγρόκτημα.
* Ο Michael Munger διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Duke και είναι Διευθυντής του διεπιστημονικού προγράμματος Φιλοσοφίας, Πολιτικής και Οικονομικών (PPE) στο Πανεπιστήμιο Duke. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 20 Φεβρουαρίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.