Εις μνήμην David Boaz

Εις μνήμην David Boaz

Με βαθιά θλίψη πληροφορήθηκα τον θάνατο του συναδέλφου και φίλου μου David Boaz, μετά τη σύντομη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο. Ο Ντέιβιντ εργάστηκε για το Cato Institute για 43 χρόνια και χρημάτισε επί μακρόν αντιπρόεδρος δημόσιων πολιτικών και εκτελεστικός αντιπρόεδρος.

Από πολλές απόψεις, εκείνος *ήταν* το Cato Institute, ή τουλάχιστον έγινε συνώνυμος με αυτό. Προσωπικά βοήθησε να απαντηθεί το το ερώτημα «τι είναι ο ελευθεριακός φιλελευθερισμός;» μέσω του Libertarianism: A Primer, το οποίο αργότερα επικαιροποιήθηκε στο The Libertarian Mind. Η συμβολή του στην οικοδόμηση θεσμών και τη συνεπή διάδοση των βασικών φιλελεύθερων αξιών, τον κατατάσσουν μεταξύ των πιο επιδραστικών φιλελεύθερων των τελευταίων σαράντα ετών.

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, κάθε μελέτη ή βιβλίο του Cato που δημοσιευόταν περνούσε από μια «κριτική από τον David Boaz» πριν από τη δημοσίευση του. Αυτό το επιπλέον εμπόδιο ενοχλούσε μερικές φορές τους μελετητές, αλλά όλοι φτάσαμε να καταλάβουμε την τεράστια προστιθέμενη αξία του. Ο Ντέιβιντ έβλεπε τον εαυτό του ως ένα εχέγγυο για την προστασία της θεσμικής εικόνας του Cato. Σε αντίθεση με κάποιες άλλες δεξαμενές σκέψης, ο Cato δεν έχει πολιτική «μίας φωνής».

Όμως, στον βαθμό που το έργο μας υποστήριζε σταθερά την φιλελεύθερη αρχή, αυτό ελεγχόταν από τον Ντέιβιντ. Η κριτική του εξασφάλιζε ότι:

α) αυτό που λέγαμε είναι πραγματικά συμβατό με τον φιλελευθερισμό,

β) ότι το έργο είναι αξιόπιστο και σοβαρό και

γ) σε μεγάλο βαθμό, ότι δεν υπάρχουν εμφανή γραμματικά και ορθογραφικά λάθη.

Είχε το σπάνιο ταλέντο να εντοπίζει ακόμη και τα πιο μικρά λάθη.

Όταν βρισκόταν ενώπιον του διλήμματος για το αν το Cato έπρεπε να αναλάβει ένα νέο εγχείρημα ή μια νέα σειρά προϊόντων, ο David συνήθιζε να αναρωτιέται «Τι θα έκανε το Brookings Institution;». Δεν το έκανε αυτό επειδή ήθελε το Cato να πάψει να υποστηρίζει ριζοσπαστικές ιδέες ή να αναπαράγει το Brookings. Απλώς σκεφτόταν ότι για να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι φιλελεύθερες ιδέες, έπρεπε να παρουσιαστούν με τρόπο που θα τον έπαιρναν στα σοβαρά και οι άνθρωποι στην Ουάσιγκτον. Αυτό περιελάμβανε τον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόταν και το προσωπικό, όπως και το πώς ντυνόμασταν. Και σήμαινε ότι οι μελετητές του Cato δεν ήταν άσκοπα αγενείς ή δεν αμφισβητούσαν τα κίνητρα των πολιτικών προσώπων δημοσίως.

Αυτό τον έκανε στόχο σκληρής κριτικής κατά καιρούς - ο χαρακτηρισμός «beltway libertarian» (φιλελεύθερος της Ουάσινγκτον) εκτοξεύεται πλέον από ορισμένους ως προσβολή για δεξαμενές σκέψης όπως το Cato. Αλλά τον Ντέιβιντ ελάχιστα τον απασχολούσε αυτού του είδους η κριτική. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να διατηρήσει τη φήμη του Cato ως σοβαρού, βασισμένου σε αρχές, φιλελεύθερου οργανισμού πολιτικής, κάτι που επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στις προσπάθειές του.

Όταν με προσκάλεσαν για συνέντευξη στο Cato, πλησίασα έναν επισκέπτη ερευνητή που ήξερα από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η συμβουλή του ήταν ξεκάθαρη: «Το άτομο που πρέπει να εντυπωσιάσεις είναι ο David Boaz». Ωστόσο, ο David έτυχε να λείπει την ημέρα που ήρθα για την οκτάωρή μου συνέντευξη στο DC. Πάντα αναρωτιόμουν αν θα έπαιρνα τη δουλειά αν αντιμετώπιζα τη δική του φαινομενικά αυστηρή τεχνική συνέντευξης.

Την πρώτη μου μέρα, βρήκα μια υπογεγραμμένη επιστολή από τον Ντέιβιντ στο γραφείο μου που με καλωσόριζε στο Cato, μαζί με ένα σωρό βιβλία που έπρεπε να διαβάσω για να ενημερωθώ για την ιστορία και τις ιδέες της συγκεκριμένης δεξαμενής σκέψης. Αμέσως μετά με πήγε για μεσημεριανό (εν μέρει, νομίζω, για να δει αν είχα διαβάσει το Libertarian Mind του!) και συνεχίσαμε αυτή την παράδοση κάθε λίγους μήνες.

Έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για όλα όσα έκανα και αποδείχτηκε εξαιρετικά διορατικός ως προς το πώς να παρουσιάζω οικονομικά ζητήματα με απλό τρόπο. Αν και δεν ήταν οικονομολόγος, έκανε πάντα διερευνητικές ερωτήσεις που δοκίμαζαν τα όρια της γνώσης ή του συλλογισμού σου και είχε σοφές συμβουλές για αξιομνημόνευτες διατυπώσεις. Επίσης, τακτικά έκοβε ή τύπωνε στον εκτυπωτή άρθρα που μπορεί να με ενδιέφερε να γράψω κάτι ή να απαντήσω. Αυτές οι συμβουλές και η καθοδήγησή του με έκαναν καλύτερο επιστήμονα.

Ο Ντέιβιντ ήταν απίστευτα ικανός στο να δίνει στους υπαλλήλους του Cato μια ιστορική προοπτική για την ελευθερία και να αντικρούει τη «φιλελεύθερη νοσταλγία». Οι φιλελεύθεροι, έλεγε, τείνουν να πιστεύουν ότι ο Δρόμος προς τη Δουλεία του Χάγιεκ δεν είναι μια προειδοποίηση, αλλά μια περιγραφή του κόσμου. Και, ναι, υπήρξαν κάποιες πολύ πραγματικές περιπτώσεις διάβρωσης των οικονομικών, αστικών και κοινωνικών ελευθεριών μας καθώς το κράτος διογκώθηκε τον περασμένο αιώνα. Αλλά ο δικαστής Clarence Thomas άλλαξε πραγματικά την οπτική του David ως προς τη μακρά πορεία προόδου προς τα φιλελεύθερα ιδανικά. Με τα λόγια του Ντέιβιντ:

«Η περιγραφή του Cato για τον εαυτό του περιλάμβανε την πρόταση, "Από την [Αμερικανική] Επανάσταση, οι πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες διαβρώνονται". Μέχρι που ο Clarence Thomas, πρόεδρος τότε της Επιτροπής Ίσων Ευκαιριών Απασχόλησης, έδωσε μια ομιλία στο Cato και μας επεσήμανε ότι οι μαύροι δεν έβλεπαν έτσι ακριβώς τα πράγματα».

Έκτοτε, έσπευδε πάντα να επισημάνει την πραγματική *πρόοδο* στη διάδοση των φιλελεύθερων ιδανικών για τους καταπιεσμένους, τόσο στο εσωτερικό όσο και σε όλο τον κόσμο, και να τονίζει ότι ο φιλελευθερισμός δεν καθορίζεται μόνο από τις θέσεις του για την οικονομική πολιτική.

Η συνήθης επαφή μου με τον Ντέιβιντ μετά την πανδημία ήταν σε μεγάλο βαθμό μέσω email. Και υπήρχαν δύο είδη αλληλογραφίας που έλαβα περισσότερο από κάθε άλλο. Το πρώτο ήταν αυτό που θα ονόμαζα μέηλ Boaz "Καλό άρθρο αλλά...". Με αυτό συνήθως με συνέχαιρε για μια ανάρτηση ιστολογίου ή ένα άρθρο μου, πριν ασκήσει κριτική σε κάποια φράση μου θεωρούσε «βρετανισμό» που δεν μεταφράζεται καλά για το αμερικανικό κοινό.

Το άλλο είδος ήταν ίσως πιο εντυπωσιακό: Ο Ντέιβιντ, παρόλο που ήταν ένας περήφανος Αμερικανός, με σεβασμό για το σύνταγμα, την ιστορία και τις επιτυχίες της χώρας, είχε μια μεγάλη εμμονή με τη βρετανική μοναρχία και την αριστοκρατία και μου έκανε τακτικά ερωτήσεις για αυτούς. Αυτές περιελάμβαναν τα εξής: «Γιατί η Ελισάβετ II δεν ήταν ποτέ η Πριγκίπισσα της Ουαλίας;», «Γιατί ο Χ έλαβε μόνο ένα OBE και όχι έναν τίτλο ευγένειας;» και πολύπλοκα συνταγματικά ερωτήματα σχετικά με το κοινοβουλευτικό τέλμα κατά τη διάρκεια της διαμάχης για το Brexit. Ήταν μανιώδης θεατής του The Crown και ρωτούσε τακτικά για την αλήθεια των γεγονότων που απεικονίζονταν.

Μια από τις τελευταίες φορές που είδα τον Ντέιβιντ, τον ρώτησα γιατί είχε τόσο ενδιαφέρον για τις ανώτερες κοινωνικές τάξης της Βρετανίας. Παραδέχτηκε ότι το ενδιαφέρον του προήλθε από μια βαθιά και διαρκή περιέργεια για τους κανόνες, τις νόρμες συμπεριφοράς και τις συμβάσεις. Και αυτό εκφράζει πραγματικά το πώς ο ίδιος ο Ντέιβιντ ενσαρκώνει ορισμένες από τις πολιτιστικές και πολιτικές εντάσεις που είναι απολύτως συμβατές με το να είναι κανείς φιλελεύθερος από θέση αρχής.

Ο Ντέιβιντ έβλεπε τον ελευθεριακό φιλελευθερισμό ως μια πιο ριζοσπαστική πολιτική φιλοσοφία ενός της ευρύτερης οικογένειας του «φιλελευθερισμού». Όλοι οι πραγματικοί φιλελεύθεροι, σκεφτόταν, πιστεύουν ότι η κρατική εξουσία πρέπει να δικαιολογείται ως προς τον ρόλο που έχει για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Οι ελευθεριακοί φιλελεύθεροι απλώς προχώρησαν περισσότερο πιστεύοντας ότι «το πεδίο εφαρμογής και οι εξουσίες της κυβέρνησης θα πρέπει να περιοριστούν έτσι ώστε να επιτρέπεται σε κάθε άτομο τόση ελευθερία δράσης όση συνάδει με την ίδια ελευθερία για όλους τους άλλους».

Με την ανάδυση του αυταρχισμού στα αριστερά και στα δεξιά, ο Ντέιβιντ ήθελε προσωπικά να δει τους ελευθεριακούς να συνεργάζονται πολιτικά με τους «φιλελεύθερους της ελευθερίας του λόγου» και τους «Ρεπουμπλικάνους του Ρήγκαν» για να δημιουργήσουν ένα ευρέως φιλελεύθερο κέντρο. Αυτό δεν σήμαινε ότι ήθελε οι ελευθεριακοί να θυσιάσουν τις αρχές τους στο βωμό της πολιτικής σκοπιμότητας. Μάλιστα, τον θυμάμαι να εκνευρίζεται από το βιβλίο των Matt Zwolinski και John Tomasi, The Individualists, το οποίο πραγματικά προσπαθούσε να διαιρέσει τους ελευθεριακούς σε «παλαιο-ελευθεριακούς» (paleo-liberatarians) τύπου «πρώτα η Αμερική», σε «αριστερούς ελευθεριακούς» (left libertarians) και «συμπονετικούς ελευθεριακούς» (bleeding heart libertarians).

Απάντησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι είνος ήταν «πραγματικός ελευθεριακός» (actual libertarian), το οποίο σημαίνει, νομίζω, ότι ενώ δεν ήταν ιθαγενιστής ή αριστερός, δεν ήθελε να συμβιβαστεί ως προς τον ελευθεριακό του χαρακτήρα αποδεχόμενος ένα επεκτατικό κράτος πρόνοιας, όπως έκαναν κάποιοι συμπονετικοί ελευθεριακοί. Η προτίμησή του για την οικοδόμηση ενός φιλελεύθερου κέντρου αφορούσε επομένως περισσότερο την αναγνώριση ότι οι μεγαλύτερες νέες απειλές για τις υπάρχουσες ελευθερίες σήμερα προέρχονται από τους αυταρχικούς. Οι ελευθεριακοί χρειάζονταν συμμάχους για αυτόν τον αγώνα, αλλά αυτό δεν μας οδήγησε να γίνουμε εγγενώς λιγότερο ελευθεριακοί, όπου κάποιες όμαδες φιλελεύθερων μπορούσαν να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν.

Ο Ντέιβιντ αγωνίστηκε προσωπικά επί χρόνια για ζητήματα όπως η ελευθερία των ομοφυλόφιλων ζευγαριών να παντρεύονται και εναντίον του πολέμου κατά των ναρκωτικών. Αλλά η εστίασή του σε αυτά τα ζητήματα δεν σήμαινε ότι ήταν αριστερός-ελευθεριακός ή ότι έβαζε πολύ μεγαλύτερο βάρος στην κοινωνική πολιτική: Γι 'αυτόν, αυτά ήταν απλώς θεμελιώδη ελευθεριακά ζητήματα - αφορούσαν την επέκταση των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ίση μεταχείριση ενώπιον του νόμου και την ελευθερία της προσωπικής κατανάλωσης.

Οι ελευθεριακοί συχνά γελοιοποιούνται (άδικα) ως εγωπαθείς ελευθεριάζοντες. Ωστόσο, ο φιλελευθερισμός του Ντέιβιντ δεν περιοριζόταν στο να απομακρύνουμε το κράτος από τη ζωή μας για να αποκτήσουμε την ελευθερία να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Όχι μόνο γοητευόταν από εκείνους τους κανόνες και τις νόρμες που επιτρέπουν σε διαφορετικές ελεύθερες κοινωνίες να ανθίσουν, αλλά και οι προσωπικές του αξίες, όπως τις παρατήρησαν άλλοι για πολλά χρόνια, ήταν συχνά αρκετά «βικτοριανές» - συμπεριλαμβανομένης της δέσμευσης του για σκληρή δουλειά, για ευπρέπεια, για ειλικρινείς συναλλαγές, για κοσμιότητα στη δημόσια ζωή και την εξεύρεση αυτοδύναμων, μη κρατικών οικογενειακών και κοινοτικών λύσεων στα προβλήματα. Ως εκ τούτου, ο ίδιος ενσάρκωνε τις «δυναμικές αρετές» που περιέγραψε η Shirley Letwin ότι βοηθούν να λειτουργήσει μια ελεύθερη κοινωνία.

Ένα από τα πράγματα που έκανε τον Ντέιβιντ ξεχωριστό, τουλάχιστον στη σχέση του μαζί μου, ήταν ότι στη σημαντική του θέση στο Cato μπόρεσε να παραμερίζει αυτές τις προσωπικές απόψεις για την πολιτική, εκπληρώνοντας το κεντρικό του καθήκον να κρατήσει το ινστιτούτο ελευθεριακό. Διανοητικά, συνέβαλε σημαντικά και προσωπικά στη διάδοση των ιδεών του φιλελευθερισμού. Αλλά το πραγματικό έργο ζωής του, ήταν αυτό που έκανε στα παρασκήνια για την οικοδόμηση και τη συντήρηση του ινστιτούτου μας, και την εξασφάλιση της θεσμικής του μνήμης.

Κάθε επιτυχημένη δεξαμενή σκέψης θα χρειαζόταν έναν David Boaz. Θα μου λείψουν πάρα πολύ οι συζητήσεις μας και η σοφία του, αλλά είμαι χαρούμενος που τον γνώρισα.

Ας αναπαυθεί εν ειρήνη.


* Ο Ryan Bourne Κατέχει την έδρα R. Evan Scharf για τη δημόσια κατανόηση των οικονομικών στο Cato Institute και είναι ο συγγραφέας των πρόσφατα εκδοθέντων βιβλίων Economics In One Virus, και The War on Prices

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Ιουνίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.