Ελεύθερο εμπόριο και εθνική ασφάλεια: Διδάγματα από τον Άνταμ Σμιθ
Shutterstock
Shutterstock

Ελεύθερο εμπόριο και εθνική ασφάλεια: Διδάγματα από τον Άνταμ Σμιθ

Οι κλασικοί φιλελεύθεροι είναι δικαίως γνωστοί για τη σκληρή υπεράσπιση από πλευράς τους του ελεύθερου εμπορίου. Το ελεύθερο εμπόριο μας κάνει πλουσιότερους, προάγει την αποτελεσματικότητα και την τεχνολογική καινοτομία, και όπως τόνισε ο David Hume στο δοκίμιό του Of the Jealousy of Trade (Για τον φθόνο του εμπορίου, 1758), προωθεί επίσης και τις αξιόλογες πολιτιστικές ανταλλαγές.

Ωστόσο, όπως τόνισε ο φίλος του Adam Smith στο τέταρτο βιβλίο του Πλούτου των Εθνών, μερικές φορές το εμπόριο πρέπει να περιορίζεται, κυρίως επειδή «η άμυνα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη χλιδή». Δεν είναι πολύ χρήσιμο να έχει κανείς ευημερία αν δεν είναι ελεύθερος, και επομένως οι απειλές έναντι της ασφάλειας είναι καλοί λόγοι για να παραιτηθεί κανείς από τις οικονομικές ευκαιρίες.

Σύμφωνα με τον Σμιθ, είναι απολύτως δικαιολογημένο να επιβάλλουμε βάρη τους ξένους εμπόρους για να ενθαρρύνουμε την εγχώρια βιομηχανία όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους εθνικής άμυνας.

Έτσι, ο Σμιθ υποστήριξε τους προστατευτικούς Νόμους περί της Ναυσιπλοΐας (που στρέφονταν κυρίως κατά των Ολλανδών), οι οποίοι έδωσαν στους Βρετανούς το μονοπώλιο του εμπορίου στη χώρα τους. Πίστευε ότι αυτό ήταν απαραίτητο επειδή «η άμυνα της Μεγάλης Βρετανίας εξαρτάται από τον αριθμό των ναυτών και τη ναυτιλία της».

Αν και οι σημερινές απειλές έναντι της εθνικής μας άμυνα διαφέρουν, αυτές οι ιδέες του Σμιθ εξακολουθούν να είναι επίκαιρες, καθώς η παγκόσμια πολιτική σκηνή είναι σήμερα πιο ταραχώδης από ό,τι τις τελευταίες δεκαετίες.

Αυτό σημαίνει ότι σε ορισμένους τομείς, ορισμένα όρια στο άνοιγμα μας στο διεθνές εμπόριο μπορεί να δικαιολογούνται, παρ’ όλο που το ελεύθερο εμπόριο είναι ένα από τα μεγαλύτερα ιδεώδη του κλασικού φιλελευθερισμού. Φυσικά, ποτέ δεν υπήρξε εντελώς ελεύθερο διεθνές εμπόριο. Υπήρχαν πάντα κυβερνητικές παρεμβάσεις, από την Αρχαία Ελλάδα και έπειτα.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου είναι επίσης μια «δεύτερη καλύτερη» ρύθμιση, ακόμα κι αν ήταν πλήρως λειτουργικός, κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια.

Ωστόσο, τα οφέλη ακόμη και του περιορισμένου ελεύθερου εμπορίου είναι θεαματικά. Όπως έχουν περιγράψει οι Johan Norberg, Jagdish Bhagwati, Martin Wolf και πολλοί άλλοι, η αύξηση του εμπορίου και η παγκοσμιοποίηση των τελευταίων δεκαετιών αύξησαν τρομερά την παγκόσμια «οικονομική πίτα», έβγαλαν εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια και τη δυστυχία και έδωσαν πολλούς ακόμη την ευκαιρία για μια πιο πλούσια, καλύτερη και πιο υγιή ζωή.

Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα για τον περιορισμό του εμπορίου σε ορισμένες περιοχές δεν πρέπει να διατυπώνονται επιπόλαια.

Ωστόσο, είναι καιρός να επιστρέψουμε στον Σμιθ, γιατί η εμπορική πολιτική δεν αφορά απλώς την αύξηση της ευημερίας. Η (κλασική φιλελεύθερη) αισιοδοξία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο για την αύξηση της παγκοσμιοποίησης και του παγκόσμιου εμπορίου υπήρξε λιγάκι υπερβολικά ενθουσιώδης.

Πολλοί περίμεναν ότι όλα τα έθνη στη γη θα αγκαλιάσουν με ανυπομονησία την ανοιχτή παγκόσμια οικονομία, και θα συμμετάσχουν στη σύγχρονη παγκόσμια πολιτική οικονομία και στους σχετικούς διεθνείς θεσμούς.

Αυτό θα είχε πράγματι ωφελήσει όλους τους ανθρώπους στον πλανήτη μας, ωστόσο πραγματοποιήθηκε μόνο εν μέρει. Ιδίως οι ηγέτες της Ρωσίας και της Κίνας έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν συμμερίζονται αυτούς τους στόχους, αυτά τα θεμέλια του ηθικού ατομισμού, ούτε είναι πρόθυμοι να παίξουν σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες που διέπουν τη διεθνή παγκόσμια οικονομία, παρ’ όλο που οικειοθελώς τους υιοθέτησαν τυπικά. Και οι δύο αυτές χώρες συνιστούν απειλή για την ασφάλεια της Δύσης, και είναι σε θέση να καταχραστούν το σημερινό εμπορικό σύστημα προς όφελός τους.

Πρέπει εδώ να αναγνωρίσουμε ότι η παγκοσμιοποίηση και η εξωτερική ανάθεση της παραγωγής μας κάνουν επίσης ευάλωτους έναντι των κακόβουλων ενεργειών από τέτοιες χώρες, ιδίως μάλιστα όταν αυτές έχουν τη δύναμη να σταματήσουν ή να εμποδίσουν το εμπόριο στρατηγικά σημαντικών αγαθών, ορυκτών και άλλων πόρων, ενώ η αυξημένη ψηφιοποίηση του κόσμου μας οδηγεί επίσης σε ανησυχίες για την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε μια άλλη ιδέα του Σμιθ: το εμπόριο δεν προάγει την ειρήνη. Ο Σμιθ δεν πίστευε ότι η αύξηση του ελεύθερου εμπορίου θα αφαιρέσει όλες τις πηγές των διεθνών συγκρούσεων - είχε πολύ μεγάλη επίγνωση της διαρκούς ανθρώπινης τάσης για διαμάχες και συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης και της διεθνούς πολιτικής.

Είναι αλήθεια βεβαίως ότι κάποτε έγραψε ότι «το εμπόριο θα έπρεπε να είναι μεταξύ εθνών και ατόμων ένας φυσικός δεσμός ένωσης και φιλίας», αλλά στην ίδια πρόταση σημείωσε ότι αντ' αυτού το εμπόριο είχε γίνει μια γόνιμη πηγή διχόνοιας και εχθρότητας.

Προειδοποίησε επίσης ότι τα πλουσιότερα έθνη μπορούν και θα αντέξουν να ενισχύουν τις στρατιωτικές τους προμήθειες και δεν πίστευε ότι το εμπόριο προάγει μια φυσική αρμονία συμφερόντων.

Μια απλοϊκή έκκληση για αύξηση του ελεύθερου εμπορίου για να γίνει ο κόσμος μας ένα πιο ειρηνικό μέρος δεν είναι η προσήκουσα κλασική φιλελεύθερη απάντηση στις τρέχουσες προκλήσεις.

Ένας κάποιος περιορισμός του εμπορίου είναι απαραίτητος, αλλά αυτός πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερος για να συνεχίζουμε να δρέπουμε τα οφέλη του παγκόσμιου εμπορίου. Η απειλή του προστατευτισμού είναι πάντα παρούσα, ειδικά στο σημερινό αντικαπιταλιστικό κλίμα που εντοπίζεται σε πολλές δυτικές χώρες. Άρα τα πράγματα θα είναι δύσκολα.

Πρώτον, είναι σημαντικό να γίνει μια προσεκτική χαρτογράφηση που θα εντοπίζει ποια αγαθά και υπηρεσίες είναι πραγματικά απαραίτητα για την εθνική άμυνα (με περιθώριο ενός επιφυλακτικού σφάλματος στην περίπτωση των λεγόμενων αγαθών και υπηρεσιών διπλής χρήσης, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για στρατιωτικούς, όσο και για πολιτικούς σκοπούς).

Επιπλέον, πρέπει να γίνει μια ειλικρινής αξιολόγηση των τρωτών σημείων της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αν αγαθά και υπηρεσίες είναι διαθέσιμα, ή φυσικοί πόροι μπορούν να εξορυχτούν σε πολλές τοποθεσίες και χώρες, σίγουρα δεν υπάρχει ανάγκη περιορισμού του εμπορίου.

Είναι περιττό να πούμε ότι υπάρχουν πολλές μορφές προσωρινού ή μόνιμου περιορισμού, από τις ρυθμίσεις, μέχρι τα συγκεκριμένα αντίποινα και το ολοκληρωτικό εμπορικό εμπάργκο.

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι τα επιχειρήματα για την ανάληψη τέτοιων μέτρων δεν είναι ασυνήθιστα καθώς οι διασφαλίσεις και οι εξαιρέσεις αποτελούσαν πάντα μέρος των διεθνών εμπορικών συμφωνιών, ακόμη και στον τομέα της εθνικής ασφάλειας.

Εδώ και μερικά χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητά τη «στρατηγική αυτονομία», η οποία ορίζεται χαλαρά ως «η επιθυμία να διατηρηθεί μια (κοινή) τεχνολογική και βιομηχανική βάση για την άμυνα της ΕΕ». Αυτό καταδεικνύει όμορφα τα ισχυρά σημεία και τους κινδύνους αυτής της συζήτησης. Υπάρχουν τέσσερις πρωτοβουλίες σε εξέλιξη που επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν την οικονομική επιρροή ιδίως της αυταρχικής Κίνας:

  • Ο προσεκτικός εκ των προτέρων έλεγχος των άμεσων ξένων επενδύσεων
  • Οι αυστηρότεροι κανόνες για τις κρατικές προμήθειες
  • Τα αυστηρότερα μέτρα κατά των ξένων επιδοτήσεων
  • Η εξασφάλιση της πρόσβασης σε πρώτες ύλες

Επιπλέον, η ΕΕ αναπτύσσει πολιτικές για την ανάληψη δράσης κατά του αδικαιολόγητου εξαναγκασμού από το ένα κράτος στο άλλο (σε μια πρόσφατη περίπτωση η Κίνα άσκησε εκφοβισμό στη Λιθουανία) και συντάσσει κανόνες έκτακτης ανάγκης για την προστασία της εσωτερικής αγοράς.

Οι περισσότερες από αυτές τις ιδέες, μολονότι κατά τα συνήθη της ΕΕ εξακολουθούν να είναι μάλλον ασαφείς, είναι καλά βήματα, τα οποία θα μπορούσαν να εξεταστούν και από άλλες δυτικές χώρες, εάν χρειαστεί. Ωστόσο, το τρίτο σημείο δείχνει επίσης τους κινδύνους που εντοπίζει η κλασική φιλελεύθερη προοπτική. Η καταπολέμηση των ξένων επιδοτήσεων ανοίγει εύκολα την πόρτα για άστοχους «ισότιμους όρους ανταγωνισμού» και άλλα επιχειρήματα προστατευτισμού.

Ωστόσο, είναι κάτι πρέπει να γίνει. Δεν πρέπει να είμαστε αφελείς. Ορισμένες χώρες έχουν διαφορετικούς στόχους από την προώθηση του παγκόσμιου εμπορίου. Το να το αφήσουμε αυτό αναπάντητο θα μπορούσε να απειλήσει σοβαρά την ελευθερία μας. Ως εκ τούτου, σε πλήρη συμφωνία με τον Σμιθ, είναι καλύτερο να αποδεχτούμε λίγο λιγότερο πλούτο και λιγότερο ανοιχτό εμπόριο. Η άμυνά μας παραμένει πολύ σημαντικότερη από τη χλιδή μας - και το 2024.


* Ο Edwin van de Haar έχει διδάξει στο πανεπιστήμιο του Leiden στην Ολλανδία και στο Ateneo de Manila University στις Φιλιππίνες. Ειδικεύεται στη διεθνή πολιτική θεωρία και ιδίως στις διεθνείς πτυχές της φιλελεύθερης παράδοσης της πολιτικής σκέψης. Είναι ο συγγραφέας του Classical Liberalism and International Relations Theory. Hume, Smith, Mises and Hayek (Palgrave Macmillan, 2009)

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Ιανουαρίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute for Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.