Στις 15 Απριλίου, ο Διευθυντής Σύνταξης του IEA, Kristian Niemietz, έδωσε μια ομιλία με τίτλο «Σχολές Σκέψης της Ελεύθερης Αγοράς» για τους ασκούμενους του IEA. Αυτή η ομιλία κανονικά καλύπτει επίσης τη Σχολή του Σικάγο, τη Σχολή Δημόσιας Επιλογής και την Ορντο-φιλελεύθερη Σχολή, αλλά υπό το φως των πρόσφατων γεγονότων, αυτή τη φορά, ο Niemietz αποφάσισε να αφιερώσει ολόκληρη την ομιλία του μόνο στην Αυστριακή Σχολή.
Το παρακάτω άρθρο είναι μια επεξεργασμένη απομαγνητοφώνηση της ομιλίας του. Μια συνοπτική εκδοχή της δημοσιεύτηκε επίσης στο CapX.
Διαβάστε το πρώτο μέρος «εδώ»
4. Δεν μπορεί να γίνει ορθολογικός οικονομικός υπολογισμός στον σοσιαλισμό
Τι εννοούμε όταν λέμε ότι το Χ αξίζει τρεις, πέντε, ή δέκα φορές περισσότερο από το Y; Εννοούμε ότι αυτή είναι η αναλογία με την οποία οι άνθρωποι ανταλλάσσουν κατά κανόνα το X για το Y. Εάν το X ή/και το Y δεν είναι εμπορεύσιμα, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για τη σχετική τους αξία. Για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να παρατηρήσουμε τους ανθρώπους που τα εμπορεύονται. Για να συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των Χ και Υ, και οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να τα εμπορεύονται ελεύθερα. Χωρίς συναλλαγή στην αγορά δεν υπάρχουν συναλλαγματικές ισοτιμίες αγοράς. Χωρίς αγορές δεν υπάρχουν τιμές αγοράς.
Σε αυτή τη βάση, ο Λούντβιχ φον Μίζες, η ηγετική φυσιογνωμία της τρίτης γενιάς της Αυστριακής Σχολής, ξεκίνησε αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως Διαμάχη για τον Σοσιαλιστικό Υπολογισμό.
Ο φον Μίζες πίστευε, μάλλον υπερβολικά αισιόδοξα, ότι ακόμη και στον σοσιαλισμό, θα μπορούσαν να υπάρχουν τουλάχιστον δευτερεύουσες αγορές για καταναλωτικά αγαθά. Αλλά αυτό που δεν θα μπορούσε να υπάρξει είναι αγορές για εισροές και κεφαλαιακά αγαθά. Αυτά στον σοσιαλισμό κατανέμονται από μια κρατική σχεδιαστική γραφειοκρατία. Δεν θα ήταν εμπορεύσιμα και δεν θα είχαν τιμές.
Χωρίς τις τιμές, όμως, δεν θα μπορούσε να υπάρξει οικονομικός υπολογισμός, με τη συνήθη έννοια. Δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν λογαριασμοί κερδών και ζημιών. Χωρίς οικονομικούς υπολογισμούς, οι κρατικοί σχεδιαστές και οι διαχειριστές των κρατικών επιχειρήσεων δεν θα είχαν καμία ιδέα αν κάνουν το σωστό.
Αυτό ανέτρεψε το μαρξιστικό επιχείρημα. Οι μαρξιστές ανέκαθεν απεικόνιζαν τον καπιταλισμό ως χαοτικό, επιρρεπή σε κρίσεις και ασταθή – ο Φρίντριχ Ένγκελς είχε μιλήσει για «αναρχία στην παραγωγή»– ενώ ισχυρίζονταν ότι μια σοσιαλιστική οικονομία θα σχεδιαζόταν ορθολογικά. Ο Λούντβιχ φον Μίζες είπε ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Είναι ακριβώς η «προγραμματισμένη» οικονομία του σοσιαλισμού που θα ήταν απρογραμμάτιστη και χαοτική. Στο Die Wirschaftsrechnung im sozialistischen Gemeinwesen (Ο Οικονομικός Υπολογισμός στη Σοσιαλιστική Κοινοπολιτεία], ο von Mises είπε:
«[Έχουμε] το θέαμα μιας σοσιαλιστικής οικονομικής τάξης που παραπαίει στον ωκεανό των πιθανών και νοητών οικονομικών συνδυασμών χωρίς την πυξίδα του οικονομικού υπολογισμού. Έτσι, στη σοσιαλιστική κοινοπολιτεία, κάθε οικονομική αλλαγή γίνεται ένα εγχείρημα του οποίου η επιτυχία δεν μπορεί ούτε να εκτιμηθεί εκ των προτέρων, ούτε να προσδιοριστεί αργότερα αναδρομικά. Μπορεί κανείς μόνο να ψηλαφίζει στο σκοτάδι. Ο σοσιαλισμός είναι η κατάργηση της ορθολογικής οικονομίας».
Ομολογουμένως, το γεγονός ότι οι σχεδιασμένες οικονομίες αργότερα όντως απέτυχαν δεν αποδεικνύει καθαυτό ότι ο von Mises έχει δίκιο. Μπορεί να μην απέτυχαν ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Αλλά η έλλειψη της οικονομικής σχετικής γνώσης μεταξύ των σχεδιαστών ήταν σίγουρα ένα επίμονο πρόβλημα για τις οικονομίες του Ανατολικού Μπλοκ.
4. Η γνώση είναι υπόρρητη και διάσπαρτη
Τι το ιδιαίτερο όμως έχουν οι τιμές της αγοράς; Γιατί οι σοσιαλιστές σχεδιαστές να μην μπορούν εξίσου να αποδώσουν τις σωστές αξίες σε αγαθά και υπηρεσίες; Κι αυτό δεν μπορούσε να γίνει την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά γιατί δεν μπορεί να γίνει σήμερα, με όλες τις δυνατότητες επεξεργασίας δεδομένων που έχουμε;
Εδώ μπαίνει στη συζήτηση ο Friedrich August von Hayek, ο πιο εξέχων μαθητής του Ludwig von Mises – και ο μελλοντικός ονοματοδότης του Institute of Economic Affairs – για τον δεύτερο γύρο της Διαμάχης περί του Σοσιαλιστικού Υπολογισμού. Ας συνοψίσουμε το επιχείρημά του:
Όλοι μας διαθέτουμε κάποιες χρήσιμες οικονομικές γνώσεις, που συνήθως αφορούν προς τις δικές μας συνθήκες, τον χρόνο και τον τόπο. Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον όλοι γνωρίζουμε τις δικές μας ανάγκες και προτιμήσεις καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.
Αυτό το είδος γνώσης είναι συχνά «υπόρρητο»: την κατέχουμε, αλλά θα δυσκολευόμασταν να τη διατυπώσουμε ρητά.
Σε μια οικονομία της αγοράς, δεν χρειάζεται να τη διατυπώσουμε. Απλώς πρέπει να ενεργήσουμε σύμφωνα με αυτή. Οι ενέργειές μας επηρεάζουν τις τιμές της αγοράς και με αυτόν τον τρόπο, οι γνώσεις μας εισέρχονται στη διαδικασία της αγοράς και μεταδίδονται σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ενώ οι δικές τους γνώσεις μεταδίδονται σε εμάς. Αντιδρούμε σε αυτή, και ενεργούμε επί αυτής, σχεδόν αυτόματα και υποσυνείδητα. Κανένας κεντρικός σχεδιαστής και κανένας δημοκρατικός μηχανισμός δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει αυτή τη διαδικασία. Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι αυτό δεν είναι θέμα ισχύος επεξεργασίας δεδομένων, και επομένως οι σύγχρονοι υπολογιστές, το διαδίκτυο, τα «Big Data» και η τεχνητή νοημοσύνη δεν αλλάζουν αυτό το επιχείρημα.
6. Τα χαμηλά επιτόκια προκαλούν κύκλους άνθησης και κατάρρευσης
Ο Mises και ο Hayek ανέπτυξαν επίσης μια θεωρία για τους οικονομικούς κύκλους, η οποία λειτουργεί, πολύ χονδρικά, ως εξής:
Φανταστείτε δύο κατά τα άλλα πανομοιότυπες κοινωνίες, οι οποίες διαφέρουν μόνο ως προς μία άποψη: στη μία από αυτές, οι άνθρωποι είναι υπομονετικοί και στραμμένοι προς το μέλλον, ενώ στην άλλη οι άνθρωποι αναζητούν την άμεση ικανοποίηση.
Αυτό θα οδηγούσε σε πολύ διαφορετικές οικονομικές δομές. Η κοινωνία των υπομονετικών θα είχε ένα υψηλό ποσοστό αποταμίευσης. Σε αυτή την οικονομία, θα ήταν δυνατό να υπάρχουν κλάδοι με μεγάλα χρονοδιαγράμματα παραγωγής, που χρειάζονται πολύ χρόνο για να ωριμάσουν. Αυτά δεν θα ήταν βιώσιμα στην κοινωνία των ανυπόμονων.
Τι θα συμβεί λοιπόν αν η κεντρική τράπεζα της ανυπόμονης κοινωνίας χειραγωγήσει τα επιτόκια προς τα κάτω; Αυτό θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι αυτή η κοινωνία έχει γίνει πιο υπομονετική και ότι τα μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχέδια που προηγουμένως δεν ήταν βιώσιμα έχουν τώρα καταστεί βιώσιμα.
Αλλά αυτό θα ήταν μια ψευδαίσθηση, και αν οι επενδυτές ξεγελαστούν για να ξεκινήσουν αυτά τα μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχέδια, αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουν ότι έχτισαν στην άμμο. Μια απατηλή επενδυτική έκρηξη ακολουθείται από μια κατάρρευση.
Σε αντίθεση με τους Κεϋνσιανούς, οι Αυστριακοί δεν πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα για να καταπολεμήσουν μια ύφεση. Οι κακές επενδύσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και πρέπει να ρευστοποιηθούν. Η οικονομία πρέπει να περάσει από μια επίπονη διαδικασία προσαρμογής.
Συμπέρασμα
Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η Αυστριακή Σχολή έχασε από τη δημοτικότητά της. Αυτό ήταν εν μέρει ζήτημα μεθοδολογίας. Τα κυρίαρχα οικονομικά έγιναν μια έντονα μαθηματική επιστήμη, που μιμείται ως προς αυτό τη Φυσική, μια προσέγγιση που η Αυστριακή Σχολή απορρίπτει. Δεν βοήθησε επίσης το γεγονός ότι οι Αυστριακοί οικονομολόγοι – και σίγουρα ο φον Μίζες – είναι συνήθως πολύ ασυμβίβαστοι, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη την εφαρμογή των συστάσεων πολιτικής τους σε έναν κόσμο που είχε απομακρυνθεί πολύ από τον φιλελευθερισμό του laissez-faire. Αλλά οι συνεισφορές από τη χρυσή εποχή της Σχολής έχουν διαχρονική σημασία, και μπορείτε ακόμα να βρείτε ενδιαφέροντες στοχαστές που ανήκουν στην αυστριακή παράδοση σήμερα.
Οπότε, εν κατακλείδι, μπορώ μόνο να επαναλάβω τη συμβουλή του Renato Moicano. Διαβάστε Αυστριακά Οικονομικά!
Ο Kristian Niemietz είναι επικεφαλής ζητημάτων Πολιτικής Οικονομίας στο Institute of Economic Affairs. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 18 Απριλίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.