Ο έλεγχος της ατζέντας είναι κάτι σημαντικό όσο και δύσκολο. Η πολιτική συνήθως ρέπει προς ήσσονα ζητήματα που δεν είναι πάντα τα πλέον επίκαιρα. Ακόμη, τα κόμματα συνήθως δίνουν μεγαλύτερη σημασία σε ζητήματα που απασχολούν την πλειονότητα των πολιτών, ανεξάρτητα από το κατά πόσο αυτά είναι σημαντικά για τη χώρα.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η υποχώρηση διαδοχικών κυβερνήσεων στην Ισπανία έναντι των ομάδων πίεσης συνταξιούχων που διαρκώς ζητούν αυξήσεις στις συντάξεις. Το γεγονός ότι η Ισπανία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης στην Ευρώπη, με τον μέσο συνταξιούχο να εισπράττει 74% περισσότερα απ’ όσα εισέφερε (σύμφωνα με την Τράπεζα της Ισπανίας) σημαίνει ότι το σύστημα δεν είναι βιώσιμο αν δεν προσαρμοστούν οι συντάξεις. Με άλλα λόγια, όλο το συσσωρευμένο χρέος θα αντιμετωπιστεί από τις μελλοντικές γενιές, πράγμα που δεν φαίνεται να ενδιαφέρει την πολιτική τάξη. Το ζήτημα σήμερα δεν είναι η μη βιωσιμότητα των συντάξεων, αλλά κάτι ακόμη πιο πιεστικό: η ανεργία και οι ευκαιρίες για θέσεις εργασίας και κατάρτιση των νέων ανθρώπων στην Ισπανία.
Μια γρήγορη ματιά στα δεδομένα του ΟΟΣΑ καταδεικνύει ότι η Ισπανία είναι χώρα του οργανισμού με την τρίτη υψηλότερη ανεργία των νέων: το 35,1% του εργατικού δυναμικού κάτω των 24 ετών είναι άνεργο, με υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται μόνο στην Ελλάδα (37,1%) και την Κόστα Ρίκα (40,6%). Δεν είναι όμως αυτό το σοβαρότερο ζήτημα: σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, το 20% των νέων ανθρώπων ηλικίας 18-24 στην Ισπανία δεν σπουδάζουν ούτε εργάζονται - ποσοστό μόλις χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Ιταλίας (24,8%). Αυτά τα δεδομένα έχουν χειροτερέψει σημαντικά από την πανδημία.
Αυτό αποκαλύπτει ότι η δυσκολία του μέσου νέου ανθρώπου να εισέλθει στην αγορά εργασίας της Ισπανίας και τα ποσοστά εγκατάλειψης της επαγγελματικής κατάρτισης ολοένα και αυξάνονται, και οι δύο τάξεις αλληλοτροφοδοτούνται. Σε άλλες χώρες, η μεγάλη ανεργία των νέων είναι συχνά ένα κυκλικό φαινόμενο (σε κλάδους με χαμηλούς μισθούς, οι απολύσεις νέων ανθρώπων συνήθως είναι περισσότερες σε μια ύφεση λόγω του χαμηλότερου κόστους σε σύγκριση με έναν πιο έμπειρο εργαζόμενο). Στην Ισπανία το φαινόμενο είναι δομικό: η ανεργία των νέων εντείνεται στις υφέσεις και χειροτερεύει περαιτέρω από τις ρυθμίσεις και τη λειτουργία της ισπανικής αγοράς εργασίας, μεταξύ πολλών άλλων.
Η ισπανική αγορά εργασίας με τις ρυθμίσεις της αποτυγχάνει να δημιουργήσει μηχανισμούς που διευκολύνουν την ένταξη νέων ανθρώπων στην αγορά εργασίας. Η προσωρινή και επισφαλής απασχόληση, καθώς και η αδυναμία εγκατάλειψης της πατρικής εστίας σε νεαρή ηλικία λόγω του υψηλού κόστους ενοικίασης σε περιοχές πυκνής απασχόλησης είναι σχετιζόμενα προβλήματα. Αυτοί οι παράγοντες κάνουν τους νέους ανθρώπους να αισθάνονται αποκλεισμένοι από τον κοινωνικό ιστό και ωθούν την κοινωνία να εξετάσει σοβαρά αυτό το πιεστικό υφιστάμενο ζήτημα.
Το βασικό πρόβλημα έγκειται στο ισπανικό σύστημα της μαθητείας. Πιο αναλυτικά, από το 1998 υπάρχουν δύο είδη συμβάσεων επαγγελματικής εξάσκησης στην Ισπανία: το συμβόλαιο μαθητείας και το συμβόλαιο κατάρτισης. Το συμβόλαιο κατάρτισης συνήθως αφορά σπουδαστές που πρόκειται να ολοκληρώσουν ή έχουν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους και χρειάζονται ένα σχέδιο κατάρτισης με καθαρή στόχευση και χρηματικούς πόρους. Αυτό το συμβόλαιο κατάρτισης επιτρέπει στην εταιρία να προσφέρει στον εργαζόμενο έναν μισθό κατώτερο από τον κατώτατο μισθό και την αντίστοιχη συλλογική σύμβαση εργασίας.
Το μπόνους που λάμβαναν οι εταιρίες για την πρόσληψη ασκουμένων δημιουργούσε στρέβλωση των κινήτρων, και γι’ αυτό καταργήθηκε. Ο ιδανικός στόχος είναι να δημιουργηθούν έτσι μεγαλύτερα επίπεδα σταθερότητας της απασχόλησης στην εταιρία σε σχέση με εναλλακτικούς διακανονισμούς όπως τα συμβόλαια προσωρινής εργασίας. Επιτρέποντας μια μείωση στους μισθούς, η εταιρία αυξάνει την επένδυση σε εκπαίδευση προς το δικό της όφελος - κρατώντας δηλαδή τον εργαζόμενο στις τάξεις της.
Για την ανάλυση των αποτελεσμάτων αυτού του είδους της σύμβασης στην απασχολησιμότητα των νέων ανθρώπων στην Ισπανία, μια ενδιαφέρουσα μελέτη του ιδρύματος ISEAK καταδεικνύει ότι πάνω από το 50% όσων ξεκινούν την εργασιακή τους ζωή με μια σύμβαση κατάρτισης στην Ισπανία τερματίζουν τη σύμβαση πριν την ορισμένη καταληκτική ημερομηνία. Ακόμη, εξ όσων ολοκληρώνουν τη σύμβαση, λιγότερο από το ένα τρίτο συνεχίζει να εργάζεται στην εταιρία όπου έκαναν την πρακτική τους. Από εκείνους που συνεχίζουν να εργάζονται μετά τη λήξη της σύμβασης κατάρτισης, η πιθανότητα υπογραφής μιας μόνιμης σύμβασης σε διαφορετική εταιρία είναι υψηλότερη από την υπογραφή στην ίδια εταιρία όπου έλαβε χώρα η κατάρτιση.
Μάλιστα, η μακροπρόθεσμη εργασιακή σταθερότητα όσων ξεκινούν με μια προσωρινή σύμβαση είναι υψηλότερη απ’ ό,τι για εκείνους που ξεκινούν με μια σύμβαση κατάρτισης, γεγονός που καταδεικνύει ένα σφάλμα στο μοντέλο της μαθητείας. Επίσης, η σύμβαση κατάρτισης δεν διευκολύνει την ταχύτερη είσοδο στην αγορά εργασίας, ούτε δισαφαλίζει μεγαλύτερη σταθερότητα, συνεπώς αποτυγχάνει στον στόχο της. Δύο ερευνητές της μελέτης του ιδρύματος ISEAK, η Sara de la Rica και η Lucía Gorjón, συμπεραίνουν ότι αυτό καταδεικνύει το πώς η σύμβαση μαθητείας είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται απλώς για να μειώσει το εργασιακό κόστος σε συγκεκριμένες περιόδους, σε αντίθεση με άλλες χώρες με πιο προηγμένα και εμπεδωμένα μοντέλα μαθητείας.
Υπάρχουν πολλοί ακόμη παράγοντες που επηρεάζουν την ανεργία των νέων και τη μεγάλη εργασιακή ανασφάλεια που αντιμετωπίζουν πολλοί νέοι άνθρωποι στην Ισπανία, όμως οι εργασιακές ρυθμίσεις είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους γι’ αυτό. Άλλοι εναλλακτικοί τρόποι που θα μπορούσαν να προάγουν την αύξηση της απασχόλησης των νέων περιλαμβάνουν την εισαγωγή ξεκάθαρων κινήτρων για την επέκταση των επιχειρήσεων (και όχι μόνο γι’ αυτήν), μια εκ βαθέων μεταρρύθμιση της εργασιακής αγοράς που να εγγυάται μεγαλύτερη ευελιξία, εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα προσαρμόσουν τα πανεπιστημιακά προγράμματα στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Αυτό το άρθρο έχει ως στόχο απλώς να δώσει μια μόνο εικόνα των σημαντικότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι άνθρωποι στην Ισπανία σήμερα: την ανεργία και την επισφάλεια.
Το αρχικό άρθρο στα ισπανικά δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Civismo.
O Álvaro Martín είναι ερευνητής του Fundación Civismo και συγγραφέας μεταξύ άλλων του βιβλίου In Defense of Freedom (2017).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 22 Νοεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.