Γράφει ο Michael Ben-Gad
Οι τελευταίες δύο εβδομάδες ήταν τρικυμιώδεις, όχι μόνο για την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και για όσους από εμάς υποστηρίζουμε την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Με την ιδιότητά μου ως Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών (και ως ο δεξιός φιλελεύθερος τρελός του πανεπιστημίου μου), θεωρώ ότι έχω υποχρέωση να εξηγήσω γιατί όλα φαίνονται να πηγαίνουν τόσο στραβά.
Δεν υπήρχε κανένα ιδιαίτερο στοιχείο στον μίνι προϋπολογισμό -καμία μείωση φόρων ή αύξηση των δαπανών- που να προκάλεσε την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων και την πτώση της αξίας της λίρας. Ήταν περισσότερο όλες αυτές οι πολιτικές συνολικά, που συνδυαστικά φαίνεται να θέτουν την αναλογία του εθνικού χρέους προς το ΑΕΠ σε μια μόνιμα ανοδική τροχιά. Αυτό έδειξε τόσο στις αγορές συναλλάγματος, όσο και στις αγορές ομολόγων ότι αυτή η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει την παραδοσιακή συντηρητική αξία της δημοσιονομικής ορθότητας.
Πρώτα ήταν η απόφαση να τεθεί ταβάνι στις τιμές της ενέργειας, δημιουργώντας έτσι μια χωρίς όριο υποχρέωση στο Υπουργείο Οικονομικών της οποίας το κόστος μπορεί τελικά να ξεπεράσει τα εκατό δισεκατομμύρια λίρες. Θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό, και μάλιστα ιδεολογικά συνεπές, να αφεθούν οι τιμές να αυξηθούν ώστε να αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη σπανιότητα της ενέργειας και να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενός ξαφνικά περιορισμένου πόρου.
Το κίνητρο για την υιοθέτηση ουσιαστικά του σχεδίου του Εργατικού Κόμματος ήταν η αποτροπή της ανόδου του πληθωρισμού. Κάποιο μέτρο προσωρινής βοήθειας προς τους φτωχότερους θα ήταν πολύ φθηνότερο και θα μείωνε την πιθανότητα ελλείψεων και δελτίων.
Από την άλλη πλευρά και αντιθέτως, όλες οι φορολογικές περικοπές που προτάθηκαν αρχικά ήταν συνεπείς με τη συμπάθεια των Truss και Kwarteng προς την ελεύθερη αγορά και θα ενίσχυαν, όπως εκείνοι υποστηρίζουν, μεσοπρόθεσμα την ανάπτυξη παρέχοντας κίνητρα για εργασία και επενδύσεις. Για παράδειγμα, χαμηλότεροι φόροι στο κεφαλαιακό εισόδημα σημαίνει περισσότερες επενδύσεις, και περισσότερες επενδύσεις σημαίνει περισσότερα κεφάλαια.
Περισσότερα κεφάλαια σημαίνει υψηλότερη παραγωγικότητα, αν και ο ρυθμός βελτίωσης θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου καθώς θα αρχίσουν να φθίνουν οι αποδόσεις, εκτός εάν η επένδυση δημιουργήσει μεγαλύτερη καινοτομία. Οπότε, ναι, τα οικονομικά από την πλευρά της προσφοράς όντως λειτουργούν - σε κάποιο βαθμό. Ωστόσο, το να φανταζόμαστε ότι αυτές οι φορολογικές περικοπές θα αυτοχρηματοδοτηθούν είναι ένα είδος μαγικής σκέψης που μοιάζει με τον τρόπο που η αριστερά δικαιολογεί συνήθως την επιθυμία της για απεριόριστες κρατικές δαπάνες χρησιμοποιώντας μια νοθευμένη εκδοχή της κεϋνσιανής οικονομικής θεωρίας.
Λίγη ιστορία των ιδεών θα βοηθούσε εδώ. Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς δεν ήταν σοσιαλιστής, αλλά υποστήριζε ισχυρές κρατικές δαπάνες για να αντισταθμιστεί η οποιαδήποτε μείωση της συνολικής ζήτησης από τον ιδιωτικό τομέα κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης και να περιοριστούν οι επιπτώσεις του επιχειρηματικού κύκλου. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι, που βασίζονται τόσο στη θεωρία όσο και στην εμπειρία, να πιστεύουμε ότι τέτοιες πολιτικές μπορούν να σταθεροποιήσουν τις οικονομίες. Το πόσο καλά, και με ποιο κόστος, παραμένει έντονα αμφισβητούμενο.
Αυτές οι ιδέες μπορούν εύκολα να εκχυδαϊστούν ώστε να φανεί ότι εννοούν πως οι υψηλότερες κρατικές δαπάνες -για την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, τις υποδομές, ακόμη και την πρόνοια (αν και παραδόξως όχι για την άμυνα)- είναι ουσιαστικά χωρίς κόστος. Περισσότερες δαπάνες σημαίνει περισσότερη ζήτηση, η οποία οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη παραγωγή:
Μέσω ενός μηχανισμού που ονομάζεται «δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής», κάθε επιπλέον λίρα που δαπανάται από την κυβέρνηση όχι μόνο πληρώνει για τον εαυτό της, αλλά κυκλοφορεί στην οικονομία και την επεκτείνει ακόμη περισσότερο. Εστιάζοντας στη ζήτηση και αγνοώντας την προσφορά, αυτού του είδους η σκέψη πάντα βλέπει την ουτοπία ως εφικτή. Ονομάστε αυτόν τον πολλαπλασιαστή, τρέλα.
Η δεξιά εκδοχή είναι αυτό που θα ονομάσω παράνοια της καμπύλης Laffer. Όπως και το αριστερό της ισοδύναμο, έτσι και αυτή η θέση βασίζεται σε στέρεες (μάλιστα, ακόμη πιο στέρεες) θεωρητικές βάσεις. Με το φορολογικό εισόδημα στο 100% τα έσοδα που συλλέγει η κυβέρνηση θα μειωθούν γρήγορα στο μηδέν καθώς οι άνθρωποι θα χάσουν κάθε κίνητρο για εργασία. Μειώστε τον φορολογικό συντελεστή από το 90% στο 80% και η φορολογούμενη οικονομική δραστηριότητα θα επεκταθεί περισσότερο από αρκετά για να αντισταθμίσει το χαμηλότερο μερίδιο εισοδημάτων που εισπράττει η κυβέρνηση. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο το ένα μέρος της ιστορίας.
Όπως εξήγησε ο ίδιος ο Arthur Laffer το 1974 χρησιμοποιώντας το γράφημα μιας απλής ανεστραμμένης παραβολής, ένας μηδενικός φορολογικός συντελεστής επίσης δεν αποφέρει έσοδα για την κυβέρνηση - και η αύξηση του φορολογικού συντελεστή από το 10% στο 20% μπορεί να μειώσει κάπως την οικονομική δραστηριότητα και να συρρικνώσει τη φορολογική βάση, αλλά εξακολουθεί να αποφέρει περισσότερα φορολογικά έσοδα. Ενδιάμεσα, υπάρχει ένας φορολογικός συντελεστής πάνω από τον οποίο οι φορολογικές περικοπές είναι αποδοτικότερες, και κάτω από τον οποίο δημιουργούν ελλείμματα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η παραβολή κλίνει κάπως προς τα δεξιά, επομένως, εκτός και εάν ο φορολογικός συντελεστής είναι ήδη πολύ υψηλός - ας πούμε 65% - είναι μικρή η πιθανότητα να μειωθούν οι φόροι χωρίς να μειωθούν τα έσοδα της κυβέρνησης. Αυτή ήταν η εμπειρία των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980 μετά τις φορολογικές περικοπές του Προέδρου Ρίγκαν. Η οικονομία επεκτάθηκε, αλλά το χρέος επεκτάθηκε ακόμα πιο γρήγορα.
Δύο χρόνια υπερβολικά επιθετικών απαγορευτικών που χρηματοδοτήθηκαν από άσκοπες δαπάνες άφησαν τη βρετανική κυβέρνηση να χρωστάει πολύ περισσότερα από ό,τι πριν. Ο λογαριασμός για αυτό θα πρέπει να πληρωθεί με υψηλότερα επιτόκια, υψηλότερες τιμές και χαμηλότερους πραγματικούς μισθούς ή υψηλότερους φόρους. Εναλλακτικά, η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να υιοθετήσει χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες και να συρρικνώσει το κράτος πρόνοιας. Αυτό μπορεί να ενθαρρύνει ένα μέρος του σχεδόν ενός τέταρτου των ενηλίκων σε ηλικία εργασίας που δεν βρίσκονται επί του παρόντος στο εργατικό δυναμικό να αρχίσουν να αναζητούν εργασία.
Ακόμα καλύτερα, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επανεξετάσει το τριπλό κλείδωμα των αυξήσεων στις συντάξεις στους ηλικιωμένους, τις οποίες πληρώνουν οι νέοι και οι πολύ φτωχότεροι μισθωτοί. Όσο ριζοσπαστικοι και αν είναι, η Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Οικονομικών γνωρίζουν πως λίγη όρεξη υπάρχει στο δικό τους Συντηρητικό κόμμα για οτιδήποτε από αυτά. Αντίθετα, επέλεξαν την εύκολη οδό: να ξοδεύουν περισσότερα και να φορολογούν λιγότερο - και να ελπίζουν ότι όσοι δανείζουν στη βρετανική κυβέρνηση θα επηρεαστούν από τη ρητορική της ανάπτυξης.
* Ο Michael Ben-Gad είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Οκτωβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.