*Γράφει ο Harrison Griffiths
Η ζωή ενός φιλελεύθερου χορτοφάγου είναι συχνά μοναχική. Η χορτοφαγία είναι, προς το παρόν, «αριστερώς κωδικοποιημένη», άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ακτιβισμό για το κλίμα και τις πολιτικές του κράτους γκουβερνάντας των κρατιστών για τη χειραγώγηση της δίαιτας. Το μυθοπλαστικό αρχέτυπο του ελευθεριακού φιλελεύθερου Ρον Σουάνσον από τη σειρά Parks and Recreation, είναι τόσο αφοσιωμένος στη σαρκοφαγική δίετα όσο και στην ατομική ελευθερία.
Ωστόσο, οι ελεύθερες αγορές και η ατομική ελευθερία είναι απολύτως συμβατές με την ηθική αντίθεση στη σφαγή ζώων. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να φτάσει στο σημείο να προτείνει ότι αν θέλουμε να σεβαστούμε την ελευθερία της ανθρωπότητας θα πρέπει επίσης, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, να σεβόμαστε την ελευθερία των άλλων όντων με αισθητηριακή αντίληψη.
Μολονότι ισχύει πως οι αγορές συμβάλλουν στον συντονισμό της προσφοράς κρέατος, μπορούν επίσης να διαδραματίσουν έναν καθοριστικό ρόλο στη μείωση της ζήτησης. Αυτό είναι ένα τεράστιο έργο: όχι μόνο το κρέας υπήρξε βασική τροφή σε όλη την ανθρώπινη ιστορία, αλλά είναι επίσης πιο δημοφιλές από ποτέ. Η παραγωγή κρέατος τετραπλασιάστηκε μεταξύ 1961 και 2021 ως απόρροια της συνολικής παγκόσμιας αύξησης του βιοτικού επιπέδου από τα μέσα του 20ού αιώνα. Αν μη τι άλλο, η ανθρωπότητα θα απαιτήσει περισσότερη πρωτεΐνη τα επόμενα χρόνια.
Η πειθώ είναι σημαντική, αλλά οι διαλέξεις περί ηθικής μπορούν επίσης να απομακρύνουν τους ανθρώπους από τη μείωση της κατανάλωσης κρέατος, ιδιαίτερα όταν η συζήτηση είναι τόσο συνυφασμένη με τον πολιτικό φατριασμό. Ο φόρος κρέατος είναι επίσης απίθανο να είναι πολιτικά βιώσιμος και θα επιβάρυνε περισσότερο τους φτωχούς. Εάν θέλουμε να δούμε αλλαγές σε μαζική κλίμακα, πρέπει να μειώσουμε το κόστος που σχετίζεται με την επιλογή να μην τρώμε κρέας. Αυτό θα πρέπει να αφορά τη διεύρυνση των επιλογών των καταναλωτών, όχι τον περιορισμό τους.
Μια νέα έρευνα του Matthew Lesh από το Institute of Economic Affairs υπογραμμίζει τις δυνατότητες που παρουσιάζει το καλλιεργημένο κρέας ως μια πιο ηθική εναλλακτική στο συμβατικό κρέας. Το καλλιεργημένο κρέας καλλιεργείται από μια μικρή ποσότητα ζωικών κυττάρων και μπορεί να δημιουργήσει ένα προϊόν διατροφής που αντιγράφει το αισθητηριακό προφίλ του συμβατικού κρέατος. Η διαδικασία παραγωγής δεν απαιτεί σφαγή ζώων, γεγονός που όχι μόνο καθιστά το προϊόν πιο ηθικό, αλλά και μειώνει και άλλες αρνητικές πτυχές της βιομηχανικής γεωργίας, όπως οι εκπομπές άνθρακα και η αποψίλωση των δασών.
Η Σιγκαπούρη ενέκρινε το πρώτο καλλιεργούμενο προϊόν κρέατος προς πώληση, ενώ η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών μόλις ενέκρινε το πρώτο της καλλιεργημένο προϊόν. Το εκπληκτικό ποσό των 366 εκατομμυρίων δολαρίων επενδύθηκε σε αμερικανικά εγχειρήματα καλλιέργειας κρέατος μόλις το 2020, αποδεικνύοντας την ικανότητα της αγοράς να ανταποκρίνεται στη ζήτηση για καινοτόμα υποκατάστατα κρέατος. Αυτή η ζήτηση βεβαίως υπάρχει και στη Βρετανία, όπως αποδεικνύεται από έρευνα της Υπηρεσίας Προτύπων Τροφίμων, η οποία έδειξε ότι πάνω από το ένα τρίτο των Βρετανών ήταν πρόθυμοι να δοκιμάσουν κρέας που καλλιεργείται στο εργαστήριο.
Εάν υπάρχει ζήτηση, επενδύσεις και τεχνολογία για το καλλιεργούμενο κρέας, γιατί δεν έχουμε δει νέα προϊόντα να κυκλοφορούν στη Βρετανία; Η απάντηση είναι η υπερβολική ρύθμιση. Η Βρετανία διατήρησε τους κανονισμούς της ΕΕ για τα νέα τρόφιμα (Novel Food Regulations - NFRs) μετά το Brexit, ένα σύνολο κανόνων που θεσπίστηκαν αρχικά στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν ο πανικός γύρω από ασθένειες που γεννήθηκαν από τα τρόφιμα όπως η νόσος των τρελών αγελάδων και tiw νέες τεχνολογίες όπως οι Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί ΓΤΟ ήταν στο αποκορύφωμά τους.
Οι κανόνες για τα νέα τρόφιμα βασίζονται σε μια αρχή προφύλαξης, που σημαίνει ότι αξιολογούν τα νέα προϊόντα σχεδόν εξ ολοκλήρου βάσει των κινδύνων τους και όχι των πιθανών τους θετικών αποτελεσμάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια μακρά διαδικασία έγκρισης για τα νέα τρόφιμα, που διαρκεί κατά μέσο όρο 35 μήνες και κοστίζει εκατοντάδες χιλιάδες λίρες. Αυτές οι καθυστερήσεις, σε συνδυασμό με την έλλειψη βεβαιότητας σχετικά με τις ρυθμιστικές απαιτήσεις, αυξάνουν το κόστος διάθεσης νέων προϊόντων στην αγορά, ένα κόστος που αποτρέπει τις επενδύσεις σε καινοτόμα έργα και το οποίο τελικά μετακυλίεται στους καταναλωτές.
Το Brexit δίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο την ευκαιρία να εγκαταλείψει αυτούς τους επαχθείς κανονισμούς και να προχωρήσει στην επίτευξη του στόχου του πρωθυπουργού να βάλει την καινοτομία στο επίκεντρο της βρετανικής οικονομίας. Διατηρώντας τις ρυθμίσεις για τα νέα τρόφιμα, το Ηνωμένο Βασίλειο κινδυνεύει να μείνει πίσω από χώρες όπως η Σιγκαπούρη, η Αμερική και το Ισραήλ, όπου τα προϊόντα καλλιέργειας κρέατος έχουν ήδη εγκριθεί.
Οι επαχθείς κανονισμοί για την έγκριση του κρέατος που καλλιεργείται στο εργαστήριο δεν είναι το μόνο παράδειγμα κρατικής παρέμβασης που παρεμποδίζει την ανακούφιση του πόνου των ζώων. Οι εκτεταμένες γεωργικές επιδοτήσεις της κυβέρνησης ευθύνονται για πάνω από το 60% των κερδών των αγροκτημάτων στην Αγγλία. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος είναι ουσιαστικά υπεύθυνο για την υπερπαραγωγή κρέατος και άλλων ζωικών προϊόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι υποστηρικτές των ελεύθερων αγορών και οι πολέμιοι της κρεατοφαγίας θεωρείται ότι ανήκουν σε αντίθετες πολιτικές φυλές. Ωστόσο, η καινοτομία στο καλλιεργούμενο κρέας καταδεικνύει τον βασικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι αγορές στη μείωση του πόνου των ζώων. Εάν θέλουμε να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες των εναλλακτικών λύσεων κρέατος που καλλιεργούνται στο εργαστήριο, η κυβέρνηση πρέπει να μειώσει το ρυθμιστικό βάρος στον τομέα και να επιτρέψει στην αγορά να λειτουργήσει.
--
*Ο Harrison Griffiths είναι στέλεχος επικοινωνίας στο Institute of Economic Affairs.
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 23 Ιανουαρίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του μπλογκ 1828.org.uk και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.