Κλασικός φιλελευθερισμός

Κλασικός φιλελευθερισμός

Του David Conway

Ο φιλελευθερισμός είναι μια πολιτική ιδεολογία που διακρίνεται από τις υπόλοιπες ως προς το γεγονός ότι αποδίδει πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία και αξία στην ανθρώπινη ελευθερία, την οποία και αντιλαμβάνεται ως μια συνθήκη όπου το άτομο υπόκειται σε όσο γίνεται λιγότερους επιβαλλόμενους από άλλους ανθρώπους περιορισμούς. Όλοι οι φιλελεύθεροι συμφωνούν ότι αν δεν υπάρχει κάποιο σύστημα νόμων που να περιορίζει την ισχύ του ενός ατόμου επί του άλλου, τότε οι άνθρωποι θα υφίστανται εσκεμμένους περιορισμούς από τους συνανθρώπους τους. Ομοίως, οι φιλελεύθεροι θεωρούν ότι οι νόμοι που απαγορεύουν αυτούς τους περιορισμούς προάγουν, και δεν καταστέλλουν, την ελευθερία.

Ο φιλελευθερισμός απέκτησε το όνομά του μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά την απαρχή της διαμόρφωσης της ιδεολογίας του. Ο κλασικός φιλελευθερισμός είναι η αρχική εκδοχή της ιδεολογίας αυτής. Έλαβε το επίθετο “κλασικός” μόλις σχετικά πρόσφατα, λόγω της ανάγκης να διακριθεί αυτή η αρχική εκδοχή από άλλες μετέπειτα μορφές φιλελευθερισμού που διαφέρουν σημαντικά απ' αυτήν.

Η βασική διαφορά μεταξύ του κλασικού φιλελευθερισμού και των άλλων μετέπειτα εκδοχών της φιλελεύθερης ιδεολογίας αφορά τον ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει το κράτος στην επίτευξη και τη διατήρηση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Ο κλασικός φιλελευθερισμός θεωρεί ότι η δικαιοσύνη και η ελευθερία προϋποθέτουν έναν πολύ πιο περιορισμένο ρόλο του κράτους απ' ό,τι οι σύγχρονες μορφές του φιλελευθερισμού. Πράγματι, πέρα από την παροχή ενός περιορισμένου εύρους αγαθών τα οποία ωφελούν μεν τους πάντες αλλά, όπως πολλοί υποστηρίζουν, η κοινωνία φαίνεται να μην μπορεί να διασφαλίσει πέραν της κρατικής τους παροχής (τα λεγόμενα δημόσια αγαθά όπως οι δρόμοι, τα λιμάνια και, πιο αμφιλεγόμενα, η παροχή ανακούφισης από την εξαθλίωση), ο μόνος ρόλος του κράτος που ο κλασικός φιλελευθερισμός θεωρεί συμβατό με την ανθρώπινη ελευθερία και δικαιοσύνη είναι η παρεμπόδιση του περιορισμού των ατόμων από άλλα άτομα, καθώς και η προστασία της οποιασδήποτε δίκαιης ιδιοκτησίας των ατόμων. Ανάλογα με το συγκείμενο, ο όρος 'libertarianism' μπορεί να θεωρηθεί είτε το σύγχρονο όνομα του κλασικού φιλελευθερισμού που υιοθετήθηκε για την αποφυγή σύγχυσης στις χώρες όπου ως φιλελευθερισμός νοείται ευρέως η υποστήριξη εκτεταμένων κρατικών εξουσιών, είτε μια πιο ριζοσπαστική εκδοχή του κλασικού φιλελευθερισμού.

Μολονότι παλαιότεροι συγγραφείς και πολιτικοί ακτιβιστές προήγαγαν ιδέες που αργότερα έγιναν κατανοητές ως φιλελεύθερες, όπως κατεξοχήν οι Ισοπεδωτές (Levellers) στην Αγγλία και οι Σχολαστικοί στοχαστές της Σχολής της Σαλαμάνκα, ο φιλελευθερισμός - και συνεπώς ο κλασικός φιλελευθερισμός - έλαβε την κανονιστική του διατύπωση στο έργο του Άγγλου φιλοσόφου Τζον Λοκ (John Locke). Στις δύο Πραγματείες περί Διακυβέρνησης (Two Treatises of Government), που δημοσιεύθηκαν το 1689, ο Λοκ περιέγραψε για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο αφενός τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής τάξης αναγκαίας για τη διασφάλιση και τη διαφύλαξη της ανθρώπινης ελευθερίας, και αφετέρου τα πλεονεκτήματα αυτής της συνθήκης.

Η άμεση αφορμή της δημοσίευσης του έργου του Λοκ ήταν η αποκαλούμενη Ένδοξη Επανάσταση του προηγούμενου έτους. Σ' αυτή την αναίμακτη επανάσταση, ο Ιάκωβος Β' εξωθήθηκε να παραιτηθεί για να πάρουν τη θέση του δύο νέοι μονάρχες, ο Γουλιέλμος της Οράγγης και η γυναίκα του Μαρία, στους οποίους το Κοινοβούλιο προσέφερε τον θρόνο. Αυτή η προσφορά είχε ως όρο κάποιες επίσημες συνταγματικές διασφαλίσεις που είχαν συγκεκριμένα σχεδιαστεί για να ενισχύσουν το ρόλο και την ισχύ του Κοινοβουλίου έναντι της μοναρχίας - ιδίως, τη θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία της έκφρασης - που προηγουμένως δεν είχαν επίσημη νομική αναγνώριση. Μολονότι σήμερα γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του δοκιμίου του Λοκ είχε γραφεί αρκετά χρόνια πριν ως ένα επαναστατικό κάλεσμα, ο σκοπός της δημοσίευσής του το 1689 ήταν να δικαιώσει εκείνη την επανάσταση και τον συνταγματικό διακανονισμό που ακολούθησε.

Η ουσία του επιχειρήματος του Λοκ υπέρ της ελευθερίας των ανθρώπων περιλαμβάνεται σε δύο σημαντικά αξιώματα. Το πρώτο είναι η θεμελιώδης ίση ηθική υπόσταση όλων των ανθρώπινων όντων, από την οποία συνάγεται ότι κανείς δεν δικαιολογείται να αξιώνει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας ή ισχύος επί του οποιουδήποτε άλλου. Το δεύτερο αναφέρεται στα καθολικά οφέλη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αυτά τα οφέλη ισχύουν παρά τις ουσιώδεις ανισότητες ως προς τις επιμέρους ιδιοκτησίες των ανθρώπων, καθώς τα αποτελέσματα της οικειοποίησης πόρων χωρίς ιδιοκτήτη δεν επιδεινώνουν τη θέση κανενός σε σχέση με το αν αυτή η ιδιωτική οικειοποίηση δεν επιτρεπόταν. Η ιδιωτική ιδιοκτησία ωφελεί τους πάντες. Με το να επιτρέπεται στους ανθρώπους να απολαμβάνουν τους καρπούς της εργασίας και των αποταμιεύσεων τους, καθώς και της ιδιοκτησίας που επενδύουν, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για τη δημιουργία πλούτου και την υλική βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Όταν οι δραστηριότητες που ενθαρρύνει η ιδιωτική ιδιοκτησία πληθαίνουν από τον καταμερισμό της εργασίας και τη συναλλαγή, γίνονται εφικτές πολύ μεγαλύτερες απολαβές από την εργασία από ό,τι θα ήταν διαφορετικά εφικτό, από τις οποίες όλοι επωφελούμαστε.

Το κράτος είναι για τον Λοκ ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα που δημιουργήθηκε από τη συναίνεση των υπηκόων του για την προστασία των βασικών τους δικαιωμάτων στη ζωή, στην ελευθερία και τα αγαθά που νομίμως έχουν αποκτήσει. Κατά την διατύπωση του Λοκ, τα κράτη εγκαθιδρύονται από τα άτομα “για την αμοιβαία προστασία των ζωών, των ελευθεριών και των περιουσιών τους, τα οποία αποκαλώ με το γενικό όνομα ιδιοκτησία. Ο μεγάλος και κύριος σκοπός συνεπώς των ανθρώπων που ενώνονται σε πολιτικές κοινωνίες και υπάγουν τους εαυτούς τους σε κυβερνήσεις, είναι η προστασία της ιδιοκτησίας τους”.

Αντιστοίχως, σύμφωνα με τον Λοκ όχι μόνο πρέπει το θεμιτό εύρος της κρατικής δραστηριότητας να περιορίζεται στην προστασία των δικαιωμάτων των κυβερνωμένων, αλλά επίσης κανείς δεν μπορεί να αξιώνει θεμιτή πολιτική ισχύ επί των άλλων ανθρώπων εκτός επί τη βάσει της συναίνεσής τους. Από την τελική ηθική ισότητα όλων των ανθρώπινων όντων, ο Λοκ εξάγει επίσης την ανάγκη για ένα σύνολο πολιτικών διαδικαστικών κανόνων και θεσμών, μεταξύ των οποίων και η νομοκρατία, η ορθή δικαστική διαδικασία, η διάκριση των εξουσιών καθώς και κάποιο στοιχείο δημοκρατικής λογοδοσίας μέσω τακτικών εκλογών. Αυτού του είδους οι θεσμοί θεωρείται ότι ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο της κατάχρησης της πολιτικής εξουσίας από τα άτομα που λειτουργούν ως φορείς της.

Η επιρροή των ιδεών του Λοκ στη μετέπειτα κλασική φιλελεύθερη σκέψη δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί, παρά την μετέπειτα μείωση του ενθουσιασμού ως προς το θεολογικό πλαίσιο πάνω στο οποίο ο Λοκ οικοδομεί κάποια από τα επιχειρήματά του υπέρ της ελευθερίας. Ο Λοκ χρησιμοποίησε κυρίως ένα ηθικό επιχείρημα υπέρ της φιλελεύθερης πολιτικής τάξης, και περιέγραψε τους καταστατικούς της κανόνες. Έδωσε μόνο λίγη σχετικά προσοχή στον χαρακτήρα και τα υλικά οφέλη της οικονομικής τάξης που πιθανότατα αναπτύσσεται στο πλαίσιο αυτής της διαρρύθμισης, Αυτοί που περιέγραψαν λεπτομερειακά αυτά τα ζητήματα ήταν οι Γάλλοι φυσιοκράτες (μεταξύ των οποίων οι Anne-Robert-Jacques Turgot και Pierre Samuel Dupont de Nemours) και οι στοχαστές του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού με προεξάρχοντα τον Άνταμ Σμιθ. Αυτός είναι ο ένας λόγος - ο άλλος είναι η αμφισβήτηση του φιλελευθερισμού από τους σοσιαλιστές, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η κατάργηση της αγοράς μπορεί να αποδώσει οικονομικά οφέλη - που οι φιλελεύθεροι έφτασαν να συσχετίζονται στενά με την οικονομική σκέψη και την οικονομική πολιτική, παρά το γεγονός ότι ζητούσαν επίσης την θρησκευτική ελευθερία, την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία του λόγου, και παρά την σταθερή τους υποστήριξη προς την ειρήνη και την αντίθεσή τους στον μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό.

Η μεγαλύτερη έμφαση στα ωφελιμιστικά επιχειρήματα που εντοπίζεται στον κλασικό φιλελεύθερο Jeremy Bentham - ο οποίος απέκτησε φήμη εξέχοντα στοχαστή από τα μέσα του 19ου αιώνα - άνοιξε το δρόμο για τις μετέπειτα γενιές των ωφελιμιστών ώστε να αναζητήσουν έναν ρόλο για το κράτος που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια που πρότειναν οι προγενέστεροι κλασικοί φιλελεύθεροι. Διαδοχικές γενιές ωφελιμιστών μετά τον Bentham συνέβαλαν έτσι στη μεταστοιχείωση του πρώιμου ωφελιμιστικού κλασικά φιλελεύθερου επιχειρήματος υπέρ του αυστηρά περιορισμένου κράτους, στο σύγχρονο φιλελεύθερο επιχείρημα υπέρ του εκτεταμένου κράτους που έχει τη δυνατότητα να καταπατά ελευθερίες όταν πιστεύεται ότι έτσι θα αυξηθεί η ωφέλεια. Μολονότι τα ωφελιμιστικά επιχειρήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να υποστηρίξουν την ενδυνάμωση του κράτους στην προσπάθεια επίτευξης της μεγαλύτερης ωφέλειας, πολλοί κλασικοί φιλελεύθεροι συνέχισαν είτε να αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των κρατικών παρεμβάσεων με στόχο την ενίσχυση της ανθρώπινης ευμάρειας, είτε τόνισαν άλλα πλεονεκτήματα της ελευθερίας, όπως η επίδραση της στον ανθρώπινο χαρακτήρα. Μολονότι τα επιχειρήματά τους δεν διακρίνονται ξεκάθαρα μεταξύ τους και συχνά αλληλοεπικαλύπτονται, η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει στοχαστές όπως ο Thomas Hodgskins και ο Herbert Spencer στην Αγγλία και ο Jean-Baptiste Say και ο Frederic Bastiat στη Γαλλία, ενώ η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τον Wilhelm von Humboldt στην Πρωσία, τον Benjamin Constant στη Γαλλία και τον John Stuart Mill στην Αγγλία.

Συγγραφείς όπως ο Λούντβιχ φον Μίζες και ο Φρίντριχ Χάγιεκ, εν μέρει ως αντίδραση προς το αίτημα των σοσιαλιστών αλλά και ακόμη και των αυτοαποκαλούμενων φιλελευθέρων του 20ου αιώνα για ακόμη μεγαλύτερο κράτος, πρωτοστάτησαν στην αναβίωση της κλασικής φιλελεύθερης σκέψης κατά τον πρώιμο 20ο αιώνα. Το επιχείρημά τους υπέρ της ελευθερίας παραμένει σταθερά θεμελιωμένο στην πλατειά ωφελιμιστική παράδοση του κλασικού φιλελευθερισμού. Και οι δύο αντλούν πολλά επιχειρήματα από την οικονομική σκέψη των Adam Smith, Jean-Baptiste Say, Carl Menger, Frederic Bastiat και άλλων κλασικών φιλελεύθερων οικονομολόγων. Η αναβίωση του κλασικού φιλελευθερισμού στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, την οποία επρόκειτο να εμπνεύσουν τα γραπτά τους, οδήγησε επίσης σε ένα νέο ενδιαφέρον για τα φυσικά δικαιώματα, ιδίως μεταξύ των κλασικά φιλελεύθερων στοχαστών στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Από την απαρχή του, ο κλασικός φιλελευθερισμός υπήρξε στενά συνδεδεμένος με τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της εκάστοτε εποχής. Γεννήθηκε στην Αγγλία του 17ου αιώνα και των κοινοβουλευτικών αγώνων εναντίον της απόλυτης μοναρχίας και αποτέλεσε την έμπνευση τόσο για την Αμερικανική, όσο και για τη Γαλλική Επανάσταση, καθώς και για την οικονομική φιλελευθεροποίηση της Ευρώπης κατά τα πρώτα 70 χρόνια του 19ου αιώνα. Λόγω των πολιτικών ανταγωνισμών μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, η τάση προς την οικονομική φιελευθεροποίηση ανεστράφη κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, μέχρι που οι ολοένα και εντονότεροι οικονομικοί και πολιτικοί ανταγωνισμοί οδήγησαν στο ξέσπασμα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτός ο πόλεμος υπήρξε με τη σειρά του η θρυαλλίδα της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 και του μετέπειτα σοβιετικού σοσιαλιστικού πειράματος το οποίο, τουλάχιστον τα αρχικά του στάδια, έπεισε πολλούς δυτικούς παρατηρητές ότι ο κολλεκτιβισμός αντιπροσώπευε το μέλλον. Η μετέπειτα παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1930 και η ουσιαστική κατάρρευση της κλασικής φιλελεύθερης ιδεολογίας επέτρεψαν την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία, του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και άλλων κολλεκτιβιστικών κινημάτων σε πολλές χώρες.

Όλες αυτές οι εξελίξεις του 20ου αιώνα ενίσχυσαν τις εγγενείς κολλεκτιβιστικές πολιτικές τάσεις που βρίσκονται σε άνοδο στην Ευρώπη και την Αμερική κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και που, για μεγάλο χρονικό διάστημα, αναπτύσσονταν υπό την σχεδόν πλήρη απουσία της κλασικής φιλελεύθερης σκέψης. Για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα, μόνο κάποιες αποσπασματικές αυθεντικά κλασικά φιλελεύθερες φωνές, όπως ο Μίζες και ο Χάγιεκ, μπορούσαν να ακουστούν εν μέσω των κραυγών για ακόμη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση. Ένα σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της αναθέρμανσης του κλασικού φιλελευθερισμού σημειώθηκε το 1947, όταν υπό την αιγίδα του Φρίντριχ Χάγιεκ ιδρύθηκε η Mont Pelerin Society με αρχικό σκοπό την αναβίωση της φιλελεύθερης σκέψης στο ανώτατο επίπεδο. Τριάντα εννέα άτομα από δέκα χώρες συμμετείχαν στην πρώτη συνάντηση. Κατά τις δεκαετίες του 1950, 1960 και 1970 σημειώθηκε μια αύξηση των κλασικών φιλελεύθερων συγγραφέων όπως οι Milton Friedman, Ayn Rand, Murray Rothbard και Robert Nozick, που αναδείχθηκαν σε εξέχοντες υπερασπιστές των κλασικά φιλελεύθερων ιδεών. Οι στοχαστές αυτοί εξέφραζαν μια ολοένα και εντεινόμενη διαφωνία ως προς την κολλεκτιβιστική συναίνεση που είχε κυριαρχήσει στη δημόσια ζωή επί μια γενιά μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το κύρος των ιδεών τους αναμφίβολα ενισχύθηκε σημαντικά από την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού στο τέλος της δεκαετίας του 1980, που είχε από καιρό προβλεφθεί από τους Μίζες και Χάγιεκ σε ένα διανοητικό κατεστημένο που σε μεγάλο βαθμό αμφέβαλλε γι' αυτό.

Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού, η αναγνώριση της ανωτερότητας των αγορών έναντι του κρατικού σχεδιασμού, και του ανταγωνισμού έναντι της μονοπωλιακής κρατικής παροχής αγαθών, έγινε ουσιαστικά κοινός τόπος. Ομοίως, η πίστη στην ικανότητα ακόμη και δημοκρατικά νομιμοποιημένων κυβερνήσεων και παρέχουν δράσεις πρόνοιας ή να διαχειρίζονται ενεργά κοινωνικές διαδικασίες έχει σημαντικά μειωθεί. Αντιστοίχως, έχει αυξηθεί η κατανόηση τόσο των ορίων της εξουσίας, όσο και της αξίας των ατομικών δικαιωμάτων, της ανεκτικότητας και του περιορισμένου κράτους. Τα κλασικά φιλελεύθερα ιδανικά ακόμη δεν έχουν πραγματωθεί πλήρως και θα απαιτηθεί πολύ περισσότερη εκπαίδευση, έρευνα και υποστήριξη για να κυριαρχήσουν στην πολιτική ζωή. Ο Φρίντριχ Χάγιεκ κλείνει το επιδραστικό δοκίμιό του The Intellectuals and Socialism (Οι διανοούμενοι και ο σοσιαλισμός) του 1949 με μια πρόκληση:

“Αν δεν καταστήσουμε ξανά τη φιλοσοφική θεμελίωση της ελεύθερης κοινωνίας ένα ζωντανό διανοητικό ζήτημα, και την εφαρμογή της ένα καθήκον που συνιστά πρόκληση για την επινοητικότητα και τη φαντασία των πιο ενεργών πνευμάτων που διαθέτουμε, οι προοπτικές της ελευθερίας είναι πράγματι σκοτεινές. Αν όμως ανακτήσουμε την πίστη στη δύναμη των ιδεών που αποτέλεσε το χαρακτηριστικό σημάδι του φιλελευθερισμού στις καλύτερες εποχές του, τότε η μάχη δεν έχει χαθεί. Η διανοητική αναβίωση του φιλελευθερισμού ήδη συμβαίνει σε πολλά μέρη του κόσμου. Άραγε θα συμβεί εγκαίρως;”

Η ανάπτυξη του σύγχρονου φιλελευθερισμού (libertarianism) από την εποχή που ο Χάγιεκ διατύπωνε αυτή την πρόκληση, είναι μια απόδειξη της δύναμης των ιδεών.

Προτάσεις περαιτέρω μελέτης:

Bastiat, Frederic. Selected Essays on Political Economy. Irvington on- Hudson, NY: Foundation for Economic Education, 1995.

Bentham, Jeremy. The Theory of Legislation. Bombay and New York: Tripathi and Oceana, 1975.

Bramsted, E. K., and K. J. Melhuish, eds. Western Liberalism: A History in Documents from Locke to Croce. London: Longman Group, 1978.

Constant, Benjamin. Political Writings. Biancamaria Fontana, ed. Cambridge, MA: University Press, 1988.

Conway, David. Classical Liberalism: The Unvanquished Ideal. Basingstoke, UK, and New York: Macmillan and St. Martin's Press, 1995.

Friedman, Milton. Capitalism and Freedom. Chicago and London: University of Chicago Press, 1962.

Hayek, Friedrich. The Constitution of Liberty. London and Henley, UK: Routledge, 1960.

Humboldt, Wilhelm von. The Limits of State Action. J. W. Burrow, ed. Cambridge: Cambridge University Press, 1969.

Locke, John. Two Treatises of Government. Cambridge: Cambridge University Press, 1965.

Mises, Ludwig von. Liberalism in the Classical Tradition. New York and San Francisco: Foundation for Economic Education and Cobden Press, 1985.

Robbins, Lionel. The Theory of Economic Policy in English Classical Political Economy. 2nd ed. London and Basingstoke, UK: Macmillan, 1978.

Say, Jean-Baptiste. A Treatise on Political Economy. New York: A. M. Kelley Publishers, 1971.

Smith, Adam. An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations. Indianapolis, IN: Liberty Classics, 1981.

--

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στην Encyclopedia of Libertarianism και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.