Γράφει ο Desmond Lachman
Λέγεται ότι όσοι δεν θυμούνται το παρελθόν είναι καταδικασμένοι να το επαναλάβουν. Προφανώς, ο Πρόεδρος της Βραζιλίας Λούλα και ο Πρόεδρος της Αργεντινής Φερνάντες δεν θυμούνται την ατυχή εμπειρία της Ευρώπης με το ευρώ τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αν θυμόντουσαν αυτή τη θλιβερή εμπειρία, σχεδόν σίγουρα δεν θα είχαν ξεκινήσει την ιδέα ενός νομίσματος κοινού για δύο χώρες τόσο αποκλίνουσες όσο η Αργεντινή και η Βραζιλία.
Όταν κυκλοφόρησε το ευρώ το 1999, οι ηγέτες της Ευρώπης είχαν μεγάλες ελπίδες για το κοινό νόμισμα. Ήλπιζαν ότι θα συνεισέφερε στην οικονομική ευημερία και σταθερότητα και των 12 ιδρυτικών χωρών της Ευρωζώνης. Ήλπιζαν επίσης ότι θα προωθούσε την οικονομική και πολιτική σύγκλιση των βόρειων και νότιων χωρών μελών της Ευρωζώνης.
Το πιο φιλόδοξο ήταν ότι ήλπιζαν ότι μια νομισματική ένωση στην Ευρώπη θα άνοιγε το δρόμο για μια ευρωπαϊκή πολιτική ένωση που θα οδηγούσε σε κάτι σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Ήλπιζαν επίσης ότι το ευρώ θα γινόταν σοβαρός αντίπαλος του δολαρίου ως το παγκόσμιο διεθνές αποθεματικό νόμισμα.
Δυστυχώς, η οικονομική εμπειρία της Ευρώπης με το ευρώ υπήρξε πολύ κατώτερη των προσδοκιών. Ενώ είναι αλήθεια ότι τα βόρεια κράτη μέλη της Ευρωζώνης, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, έχουν ευημερήσει, τα νότια μέλη της, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, έχουν υποφέρει. Για να υπογραμμίσουμε αυτό το σημείο, ξεκινώντας από το 2010, η Ελλάδα γνώρισε μια οικονομική ύφεση βαθύτερη και μεγαλύτερη από αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη δεκαετία του 1930. Εν τω μεταξύ, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα της Ιταλίας σήμερα είναι κάτω από το επίπεδο του 1999 και το χάσμα μεταξύ της ιταλικής και της γερμανικής οικονομίας διευρύνθηκε αντί να συρρικνωθεί.
Την ίδια περίοδο, και ειδικά μετά την κρίση του δημόσιου χρέους του 2010, οι πολιτικές εντάσεις μεταξύ του Βορρά και του Νότου της Ευρωζώνης έχουν βαθύνει. Τα βόρεια κράτη μέλη έχουν δυσαρεστηθεί από το γεγονός ότι έχουν επανειλημμένα κληθεί να διασώσουν την κατά τη γνώμη τους δημοσιονομικά ανεύθυνη οικονομική περιφέρεια της Ευρωζώνης. Με την πρόσφατη άνοδο του πληθωρισμού της Ευρωζώνης σε υψηλό πολλών δεκαετιών, έχουν επίσης μετανιώσει που παραχώρησαν τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από την πλευρά τους, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν αναγκαστεί να υποκύψουν στα επανειλημμένα αιτήματα του Βορρά για σφίξιμο των ζωνών. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα σε μια εποχή που αυτές οι χώρες βρέθηκαν να βιώνουν οικονομική ύφεση.
Περιττό να προσθέσουμε ότι οι μεγάλες ελπίδες πως το ευρώ θα άνοιγε το δρόμο για μια ευρωπαϊκή πολιτική ένωση αποδείχθηκαν μια μεγάλη ψευδαίσθηση. Σήμερα, ενώ η Ευρώπη μπορεί να έχει σημειώσει κάποια πρόοδο προς μια τραπεζική ένωση, η Ευρωζώνη απέχει όσο ποτέ άλλοτε από μια δημοσιονομική ένωση.
Στο επίκεντρο των προβλημάτων της Ευρωζώνης είναι ότι δεν είχε νόημα να συνδεθούν οικονομίες τόσο αποκλίνουσες μεταξύ τους όσο η εξαιρετικά παραγωγική γερμανική οικονομία με αρτηριοσκληρωτικές οικονομίες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η κινητικότητα του εργατικού δυναμικού μεταξύ αυτών των χωρών ήταν περιορισμένη και όταν αυτές οι χώρες δεν είχαν ευελιξία στις τιμές των μισθών για να αναπληρώσουν τις απώλειες στην ανταγωνιστικότητά τους σε μια νομισματική ένωση. Μάλιστα, οι χώρες αυτές δεν είχαν μια δημοσιονομική ένωση που θα μπορούσε να επιτρέπει μεταφορές προϋπολογισμού από τις ισχυρότερες οικονομίες για να στηρίξουν εκείνες τις ασθενέστερες οικονομίες που εισέρχονταν σε οικονομική ύφεση.
Η αδυναμία της Ευρωζώνης έγινε ιδιαίτερα εμφανής το 2010 κατά τη διάρκεια της κρίσης κρατικού χρέους της Ευρωζώνης, όταν οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης αντιμετώπισαν δημοσιονομικά προβλήματα εν μέσω ύφεσης. Καθηλωμένες μέσα στα στεγανά του ευρώ, δεν είχαν πλέον ένα νόμισμα που θα μπορούσαν να υποτιμήσουν για να προωθήσουν τους εξαγωγικούς τους τομείς ως αντιστάθμισμα στη σύσφιξη της δημοσιονομικής τους ζώνης. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι προσπάθειές τους για δημοσιονομική λιτότητα αποδείχθηκαν αντιπαραγωγικές. Βάθυναν την οικονομική τους ύφεση χωρίς να διορθώσουν τα δημόσια οικονομικά τους.
Υπό το πρίσμα της θλιβερής εμπειρίας της Ευρωζώνης, θα φαινόταν μεγάλο λάθος πολιτικής δύο χώρες τόσο αποκλίνουσες οικονομικά όσο η Αργεντινή και η Βραζιλία να σκέφτονται μια νομισματική ένωση. Απλώς τους λείπουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια επιτυχημένη νομισματική ένωση. Ούτε η Αργεντινή ούτε η Βραζιλία φημίζονται για τη συναλλαγματική τους ισοτιμία ή τη σταθερότητα των τιμών. Απέχουν έτη φωτός από κάθε ιδέα πολιτικής ή δημοσιονομικής ένωσης. Καμία από τις δύο χώρες δεν έχει μεγάλο βαθμό κινητικότητας εργασίας ή μισθολογικής ευελιξίας που θα μπορούσε να διορθώσει τυχόν απώλειες ανταγωνιστικότητας που μπορεί να προκύψουν εντός μιας τέτοιας ένωσης.
Αντί οι χώρες αυτές να ονειρεύονται μια νομισματική ένωση, θα ήταν καλύτερο τόσο για την Αργεντινή όσο και για τη Βραζιλία να επικεντρωθούν σε μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της εσωτερικής οικονομικής τους πολιτικής που θα μπορούσε να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών. Ένα καλό σημείο αφετηρίας θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός υγιούς πλαισίου για πιο πειθαρχημένες δημοσιονομικές πολιτικές από ό,τι έχει βιώσει καμία από αυτές τις χώρες. Μια τέτοια δημοσιονομική μεταρρύθμιση μπορεί να τους προσφέρει τη σταθερότητα των τιμών που τους διαφεύγει εδώ και καιρό.
* Ο Desmond Lachman είναι μέλος του American Enterprise Institute. Έχει διατελέσει υποδιευθυντής στο Τμήμα Πολιτικής και το Τμήμα Αναθεώρησης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Επικεφαλής Σύμβουλος Στρατηγικής για τις αναδυόμενες αγορές στη Salomon Smith Barney.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 8 Φεβρουαρίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.