Να αρθούν οι δασμοί έναντι της Κίνας

Να αρθούν οι δασμοί έναντι της Κίνας

Τον Μάρτιο, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έφτασε στο 8,5%, το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από το 1981. Από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα μέχρι την κυβέρνηση Μπάιντεν και το Κογκρέσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναζητούν ολοένα και περισσότερο τρόπους για να ασκήσουν πίεση ώστε να πέσουν οι τιμές.

Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής της την περασμένη εβδομάδα στο Bloomberg TV σχετικά με τους τρόπους καταπολέμησης του πληθωρισμού, η υπουργός Οικονομικών Janet Yellen είπε ότι η μείωση των δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα «αξίζει να εξεταστεί». Όπως σημείωσε ο συνάδελφός μου στο Cato, Scott Lincicome στο Twitter, δεν αξίζει να το σκεφτούμε, αξίζει να το κάνουμε.

Ο πληθωρισμός οφείλεται σε μια περίπλοκη ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης - η χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική είναι οι κύριοι ένοχοι για την ώθηση της ζήτησης. Εν τω μεταξύ, οι δασμοί αποτελούν σοβαρό εμπόδιο στην αύξηση της προσφοράς. Η εφαρμογή μιας πιο έξυπνης εμπορική πολιτική δεν θα οδηγήσει από μόνη της μαγικά στη μείωση του πληθωρισμού, αλλά θα μπορούσε να βοηθήσει οριακά. Πράγματι, υπάρχουν διάφοροι λόγοι να άρει η κυβέρνηση Μπάιντεν τους δασμούς στις εισαγωγές από την Κίνα – μαζί με άλλους δασμούς της εποχής Τραμπ.

Πρώτον, όπως σημειώθηκε, με τον πληθωρισμό να φτάνει σε υψηλά 40 και πλέον ετών, μια πρόσφατη έρευνα από τους Gary Hufbauer, Megan Hogan και Yilin Wang του Peterson Institute for International Economics (PIIE) διαπιστώνει ότι η εξάλειψη των δασμών του εμπορικού πολέμου της κυβέρνησης Τραμπ στις κινεζικές εισαγωγές καθώς και στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου θα μπορούσαν να μειώσουν τον πληθωρισμό κατά περίπου 1,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Ομοίως, η έρευνα του PIIE συμπεραίνει ότι η χαλάρωση των κανόνων “Buy American” για τις ομοσπονδιακές προμήθειες θα μείωνε τον πληθωρισμό κατά 0,6%. Μαζί, αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να μειώσουν τον πληθωρισμό και σχεδόν 2 ποσοστιαίες μονάδες. Η ανάληψη τέτοιων μέτρων εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ήδη υπαρχουσών αρχών της κυβέρνησης Μπάιντεν και μπορεί να γίνει γρήγορα. Ομοίως, τα μέτρα αυτά είναι πολύ πιο πιθανό να ανακόψουν τις αυξήσεις των τιμών από ό,τι η αυξανόμενη εστίαση της διοίκησης στη χρήση της επιβολής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας για χαμηλότερες τιμές, η οποία είναι μια αμφίβολη στρατηγική.

Οι δασμοί σχεδιάστηκαν διακηρυκτικά για να αναγκάσουν το Πεκίνο να κάνει συστημικές αλλαγές στις οικονομικές του πολιτικές που κυμαίνονται από την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας έως την αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας. Πολλοί από εμάς προβλέψαμε από την έναρξη των εμπορικών πολέμων το 2018 ότι ήταν απίθανο οι δασμοί να αλλάξουν τη συμπεριφορά της Κίνας.

Τώρα οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συμβιβάζονται όλο και περισσότερο με αυτήν την πραγματικότητα. Στην κατάθεσή της ενώπιον του Κογκρέσου πρόσφατα, η Εμπορική Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ Κάθριν Τάι αναγνώρισε ότι οι δασμοί δεν ώθησαν το Πεκίνο να κάνει τις αλλαγές που ζήτησαν οι ΗΠΑ – δηλώνοντας «[οι δασμοί] δεν παρακίνησαν την Κίνα να αλλάξει».

Ακόμη και πριν από την έλευση του πληθωρισμού, οι δασμοί επέβαλαν σημαντικό κόστος στις αμερικανικές οικογένειες και επιχειρήσεις. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης εκτιμά ότι οι δασμοί αύξησαν το κόστος για τα μέσα αμερικανικά νοικοκυριά κατά περίπου 830$ ετησίως, τόσο από το άμεσο κόστος όσο και από τις απώλειες αποδοτικότητας, και οδήγησαν σε απώλεια κεφαλαιοποίησης περίπου 1,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τις επιχειρήσεις λόγω της επιβράδυνσης των επενδύσεων. Ομοίως, η Moody's Analytics εκτιμά ότι οι εμπορικοί πόλεμοι κόστισαν 300.000 θέσεις εργασίας.

Ο μερκαντιλισμός της Κίνας του 21ου αιώνα θέτει όντως σημαντικές προκλήσεις για τους κανόνες του συστήματος συναλλαγών, και απαιτεί μια απάντηση πιο έξυπνη από τους απαρχαιωμένους δασμούς και τις δεσμεύσεις αγοράς. Η υπερανταγωνιστική Κίνα θα πρέπει να αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και απλώς διαψεύδει την κοινή λογική ότι η αποδυνάμωση των εαυτών μας μέσω των δασμών είναι ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος μακροπρόθεσμα.

Αντί για δασμούς, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εφαρμόσουν πολιτικές για τη βελτίωση του δυναμισμού και της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας, όπως οι μεταρρυθμίσεις στη μετανάστευση και την εκπαίδευση, οι φορολογικές αλλαγές και η μονομερής απελευθέρωση του εμπορίου για ενδιάμεσες εισροές και κεφαλαιουχικά αγαθά.

Ομοίως, οι ΗΠΑ θα πρέπει να αξιοποιήσουν συμμάχους για να επεκτείνουν το εμπόριο και να θέσουν εμπορικά πρότυπα υψηλής ποιότητας στην περιοχή του Ειρηνικού, επανεντασσόμενες στη Συνολική και Προοδευτική Διειρηνική Συνεργασία (Comprehensive and Progressive Trans‐​Pacific Partnership) και προωθώντας τη δημιουργία νέων κανόνων κατά των επιδοτήσεων μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Ακόμη, πρέπει να επιδιώξουν τη συνεργασία με ομοϊδεάτες συμμάχους για τη συνέχιση της επιβολής των κανόνων του εμπορίου κατά της Κίνας μέσω του συστήματος επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ και τον συντονισμό των στενών πολυμερών ελέγχων εξαγωγών για ευαίσθητα προϊόντα.

Οι δασμοί κάνουν πολύ περισσότερο κακό παρά καλό. Η εξάλειψή τους δεν θα μειώσει πλήρως τον πληθωρισμό, ούτε θα μετριάσει όλα όσα μαστίζουν τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας. Αλλά θα ήταν ένα καλό σημείο αφετηρίας.

--

O Clark Packard είναι ερευνητής στο Herbert A. Stiefel Center for Trade Policy Studies του Cato Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Μαΐου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.