Γράφει ο Erik W. Matson
Ο οικονομολόγος Καρλ Μένγκερ υποστήριξε το 1891 ότι “σε κάθε σύγκρουση συμφέροντος μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών, των ισχυρών και των αδυνάμων, ο Άνταμ Σμιθ συντάσσεται χωρίς εξαίρεση στο πλευρό των δεύτερων”. Ο ισχυρισμός του Μένγκερ επιβεβαιώνεται από πρόσφατες έρευνες.
Η υπεράσπιση από τον Άνταμ Σμιθ των συμφερόντων των φτωχών συμβαδίζει με την υπέρασπιση από πλευράς του αυτού που ονόμαζε “το φιλελεύθερο σχέδιο της ισότητας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας” που επιτρέπει σε κάθε άτομο να επιδιώξει “το δικό του συμφέρον με τον δικό του τρόπο”. Ο Σμιθ υποστήριζε ότι η μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία, καθώς επιτρέπει τον εκτεταμένο καταμερισμό της εργασίας, θα οδηγούσε σε υψηλότερους και αυξανόμενους πραγματικούς μισθούς για τους καθημερινούς εργαζόμενους καθώς και στον “πολλαπλασιασμό του είδους”. Ο Σμιθ κατανοούσε ότι η μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία παράγει μεγαλύτερη τεχνολογική ανάπτυξη, συγκέντρωση κεφαλαίου και καινοτομία.
Ένα σημαντικό μέρος της οπτικής του Σμιθ αφορά στην αξιοπρέπεια την οποία διακρίνει στους καθημερινούς ανθρώπους. Ο Σμιθ κατήγγειλε την “αυθάδεια και την έπαρση βασιλέων και υπουργών” που υποκρίνονται ότι “επιβλέπουν την οικονομία των ιδιωτών και περιορίζουν τις δαπάνες τους είτε μέσω νόμων για τις δαπάνες είτε απαγορεύοντας την εισαγωγή ειδών πολυτελείας από το εξωτερικό”. Εμείς, μας λέει ο Σμιθ, οφείλουμε να μην είμαστε τόσο ματαιόδοξοι ώστε να υποθέτουμε ότι γνωρίζουμε πού βρίσκονται τα πραγματικά συμφέροντα των ανθρώπων. Οφείλουμε να βλέπουμε όλους τους ανθρώπους όπως αυτοί είναι - ως έλλογα όντα με αξιοπρέπεια, υπευθυνότητα, συνείδηση και τα μέσα να αναπτύξουν και να επιδιώξουν τα συμφέροντά τους. Κάθε άτομο έχει τη δική του “αρχή κίνησης”, μια αρχή που διαφέρει από εκείνη που το χέρι του κράτους μπορεί να προσπαθήσει να του επιβάλει.
Οι αυστηρές μορφές πατερμανιλισμού που χρησιμοποιούνταν για να δικαιολογήσουν πρακτικές όπως οι νόμοι περί δαπανών έχουν χάσει τη δημοτικότητα και το εύρος της εφαρμογής τους, εν μέρει χάρει σε συγγραφείς της φιλελεύθερης παράδοσης όπως ο Άνταμ Σμιθ και το Τζων Λοκ. Τα τελευταία χρόνια όμως, ένα νέο είδος πατερναλισμού έχει εμφανιστεί υπό την σκέπη των συμπεριφορικών οικονομικών και της συμπεριφορικής ψυχολογίας. Αυτός ο νέος πατερναλισμός έχει ονομαστεί από τους υποστηρικτές του “φιλελεύθερος πατερναλισμός”, “βέλτιστος πατερναλισμός” και “ρύθμιση για συντηρητικούς”.
Οι υποστηρικτές αυτού του νέου πατερναλισμού υποστηρίζουν, σε αντίθεση με τον αυστηρό πατερναλισμό, ότι όντως γνωρίζουμε πού βρίσκονται τα συμφέροντά μας. Ισχυρίζονται όμως ότι η επιδίωξη των πραγματικών μας συμφερόντων διαρκώς εκτροχιάζεται από προβλέψιμα στοιχεία της ψυχολογίας μας. Θα θέλαμε να τρώμε σαλάτες, να αποταμιεύουμε περισσότερο και να καπνίζουμε λιγότερο - η φυσική σαγήνη όμως του γρήγορου φαγητού, της σπατάλης και του καπνίσματος μας εμποδίζει να το πετύχουμε αυτό. Με άλλα λόγια είμαστε “προβλέψιμα ανορθολογικοί”.
Τα επιχειρήματα που διατυπώνει ο Άνταμ Σμιθ στον Πλούτο των Εθνών αντικρούουν τον αυστηρό πατερναλισμό και υπερασπίζονται την αξιοπρέπεια και την ελευθερία. Πιστεύω ότι οι ευαισθησίες του σε ότι αφορά την επιλογή, την κρίση και την ευημερία στο πρώτο και σπουδαιότερο έργο του, τη Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων, αμφισβητούν φιλοσοφικά τον νέο πατερναλισμό και τα πολιτικά προγράμματα που σχετίζονται με αυτόν.
Ο Σμιθ πιστεύει βεβαίως ότι κάνουμε λάθη - πολλά λάθη. Και τα δύο έργα του είναι γεμάτα από παραδείγματα και αναλύσει αυταπατών, ηθικής διαφθοράς και εσφαλμένης ομαδικής σκέψης. Ο Σμιθ κρίνει τις αποφάσεις ιδιωτικής κατανάλωσης και μερικές φορές τις κατακρίνει. Αλλά η ανάλυσή του αμφισβητεί τις ιδέες του νέου πατερναλισμού.
Πίσω από τον νέο πατερναλισμό βρίσκεται η υπόρρητη υπόθεση ότι το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα “εσώτερο ορθολογικό υποκείμενο δράσης… παγιδευμένο μέσα σε ένα ψυχολογικό κέλυφος”. Οι επιθυμίες αυτού του εσώτερου υποκειμένου μας είναι, υποτίθεται, οι δικές μας πραγματικές επιθυμίες, ενώ οι επιθυμίες του ψυχολογικού κελύφους είναι κατά βάση στοιχεία της φυσιολογίας μας - ένστικτα και ανακλαστικές αντιδράσεις, “καυτές” ή “γρήγορες” αντιδράσεις έναντι “ψυχρών” και “αργών” αποτελεσμάτων στοχασμού.
Ο στόχος των νέων πατερναλιστών είναι να ρυθμίσουν αθόρυβα τις κοινωνικές υποθέσεις κατά τέτοιον τρόπο ώστε να βοηθήσουν τα ψυχολογικά κελύφη των ανθρώπων να συνεργαστούν με τα εσώτερα υποκείμενα δράσης τους αντί να τα ανταγωνίζονται. Ο στόχος, με άλλα λόγια είναι “να επηρεάσουμε τις επιλογές κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύσουμε την ευημερία των επιλεγόντων, κατά τη δική τους εκτίμηση”. Αν τοποθετήσουμε τα γλυκά κάτω από το επίπεδο του ματιού θα είναι λιγότερο πιθανό να τα φάμε με το γεύμα μας. Αν τα πακέτα τσιγάρων φορολογούνται και φέρουν αποτρόπαιες εικόνες θα είναι λιγότερο πιθανό να καπνίσουμε. Αυτό που πραγματικά θέλουμε να κάνουμε είναι να αποφύγουμε αυτά τα πράγματα.
Με την πρώτη ματιά, φαίνεται να υπάρχουν σημαντικοί παραλληλισμού ανάμεσα στις ιδέες του Σμιθ και τις θεμελιώδεις προτάσεις του νέου πατερναλισμού. Ο Σμιθ αντιλαμβάνεται και αυτός το άτομο ως μια ποικιλία επιθυμιών που συχνά συγκρούνται μεταξύ τους. Συχνά παρακινούμαστε από τις “επίμονες ευκαιρίες της παρούσας ευχαρίστησης να διακόψουμε το σχέδιο συμπεριφοράς μας”. Συχνά αισθανόμαστε ότι σφάλαμε όταν ο εσώτερος εαυτός μας ή “ο άνθρωπος μέσα στο κτήνος” αποδοκιμάζει τη συμπεριφορά μας.
Η βαθύτερη όμως ενασχόλησή μας με την σκέψη του Σμιθ γεννά κριτικές ερωτήσεις: Πρώτον, πώς μπορούμε να ξέρουμε αν οι πράξεις ενός ανθρώπου που φαίνονται εσφαλμένες είναι όντως εσφαλμένες κατά την κρίση του εσώτερου εαυτού αυτού του ίδιου ατόμου; Δεύτερον, είναι όντως η ικανοποίηση των επιθυμιών του εσώτερου εαυτού μας ο χώρος όπου βρίσκονται όντως τα “πραγματικά μας συμφέροντα”; Τρίτον, πώς αναπτύσσεται η αυτοκυριαρχία;
Για να απαντήσουν το πρώτο ερώτημα, οι νέοι πατερναλιστές επικαλούνται ιδέες περί ορθολογικότητας που αναπτύχθηκαν από οικονομολόγους και θεωρητικούς των αποφάσεων κατά τον 20ο αιώνα - για παράδειγμα, ότι το ορθολογικό άτομο δρα βάσει ενός συνόλου πλήρων, συνεκτικών μεταξύ τους και ανεξάρτητων ως προς το συγκείμενο προτιμήσεων. Το υποτιθέμενο χρυσό πρότυπο ορθολογικότητας είναι το πώς θα δρούσε ένα άτομο αν είχε “πλήρη πληροφόρηση, απεριόριστες γνωσιακές ικανότητες, και απόλυτο αυτοέλεγχο”. Αν ένα άτομο δεν λειτουργεί κατά τέτοιο τρόπο, θεωρείται ότι επιδεικνύει ανορθολογικότητα.
Δεν είναι ξεκάθαρο τι θα σήμαινε για ένα ανθρώπινο ον να έχει πλήρη πληροφόρηση, απεριόριστες γνωσιακές ικανότητες και απόλυτο αυτοέλεγχο. Από την οπτική του Σμιθ, μια τέτοια ιδέα αφήνει ελάχιστο χώρο για ανταπόκριση στο συγκείμενο και τις περιστάσεις κατά εύλογο ανθρώπινο τρόπο. Για τον Σμιθ, ο εσώτερος κριτής μας δεν μπορεί ποτέ να απομειωθεί σε κάποιον κανόνα - είναι ένας κριτής που υιοθετεί και εφαρμόζει κανόνες σε διαρκώς καινούρια πλαίσια μέσω δημιουργικών προσαρμογών των προηγούμενων περιπτώσεων. Σε κάθε περίσταση παράγει ένα είδος προσωπικού συντελεστή κρίσης. Είναι χρήσιμο να τηρούμε αξιώματα συμπεριφοράς και κρίσης. Όμως “το να προσκολούμαστε σε μια πολύ αυστηρή και κυριολεκτική τήρησή τους θα ήταν προφανώς η πιο παράλογη και γελοία σχολαστικότητα”
Ας υποθέσουμε ότι ο Τσάρλι, αφού αναστοχαστεί τις μακροπρόθεσμες αξίες και τους στόχους του, δεσμεύεται να απέχει από την κατανάλωση επεξεργασμένης ζάχαρης. Όταν παραβιάζει τη δέσμευσή του, αισθάνεται το πλήγμα της αποδοκιμασίας του εσώτερου κριτή του. Μπορεί όμως άραγε να υπάρχουν κάποιες περιστάσεις όπου ο Τσάρλι να φαίνεται, από τη δική μας οπτική, να παραβιάζει τη δέσμευσή του και παρ’ όλα αυτά να κερδίζει την επιδοκιμασία του εσώτερου κριτή του; Ας υποθέσουμε ότι ο Τσάρλι πηγαίνει για φαγητό με τον παππού του. Ενώ βγαίνει έξω από το εστιατόριο για να απαντήσει σε ένα τηλεφώνημα, ο παππούς του τού παραγγέλνει ένα κομμάτι πίτα. Όταν ο Τσάρλι επιστρέψει, τρώει την πίτα, και απολαμβάνει την απόλαυση του παππού του να τον βλέπει να την απολαμβάνει. Έσφαλε ο Τσάρλι; Από τη δική μας οπτική δεν είναι σαφές.
Συχνά μπορεί να έχουμε τη δυνατότητα να ανακαλύψουμε εύλογες εξηγήσεις για φαινομενικά παράξενες ή ασυνεπείς συμπεριφορές, δίνοντας προσοχή σε λεπτομέρειες της συγκεκριμένης περίστασης και στοχαζόμενοι τους τρόπους με τους οποίους οι διαφορετικές αρετές και αξίες σταθμίζονται μεταξύ τους στις επιλογές μας. Μερικές φορές η φιλοξενία και η επιθυμία να είμαστε ευχάριστοι υπερνικά την διαιτητική επαγρύπνηση - και ορθά.
Απλά δεν έχουμε τις γνώσεις για να συμπεράνουμε ότι μια φαινομενικά ασυνεπής συμπεριφορά είναι απόδειξη ενός εκτεταμένου σφάλματος και ανορθολογικότητας. Χωρίς ένα τέτοιο συμπέρασμα, όσοι επιχειρούν να δικαιολογήσουν ρυθμίσεις για παράδειγμα στην κατανάλωση ζάχαρης πρέπει να το καταφύγουν σε πιο ανοιχτά πατερναλιστικά επιχειρήματα.
Το δεύτερο ερώτημά μας εγείρει ένα πιο θεμελιώδες ζήτημα. Είναι η απλή ικανοποίηση του εσώτερου κριτή μας ένα καλό πληρεξούσιο για την ευημερία μας; Ο Σμιθ πιστεύω ότι θα απαντούσε αρνητικά. Ο εσώτερος κριτή μας αντιπροσωπεύει τις βαθύτερες προς το παρόν ηθικές μας πεποιθήσεις και αξίες μας, οπότε είναι φυσικό να επιθυμούμε την έγκρισή του. Η ευημερία όμως κατά τον Σμιθ έχει μια πιο δυναμική πτυχή - η ευημερία αφορά μια αίσθηση ανωφερούς ζωτικότητας, μια αίσθηση ότι προχωράμε στην κατεύθυνση μιας συμπεριφοράς που δεν εξυμνείται απλώς από τον εσώτερο κριτή μας αλλά θα έπρεπε να εξυμνείται. Επιδιώκουμε μια χαλαρή και απροσδιόριστη ιδέα της τελειότητας, μια ιδέα την οποία καλλιεργούμε από “τις παρατηρήσεις και τον αναστοχασμό μας για τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά τόσο του εαυτού μας, όσο και άλλων ανθρώπων”. Η ζωή είναι μια διαδικασία αυτοανακάλυψης η οποία αναγκαστικά περιλαμβάνει τον πειραματισμό, το σφάλμα και έναν βαθμό ασυνέπειας μεταξύ των οπτικών του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Η ασυνέπεια όμως, στο πλαίσιο αυτής της κατανόησης, δεν σηματοδοτεί αναγκαστικά κάποιο σφάλμα - μπορεί κάλλιστα να σηματοδοτεί μάθηση.
Οι δυναμικές θεωρήσεις της ευημερίας εντείνουν το πρόβλημα του εντοπισμού των σφαλμάτων. Αν οι ίδιοι είμαστε στη διαδικασία της ανακάλυψης των αξιών μας, πώς τότε ένα εξωτερικό μέρος μπορεί να διαρθρώσει τις επιλογές μας έτσι ώστε να ενισχύουν την ευημερία μας κατά τη δική μας κρίση;
Το να μιλά κανείς για κάθε είδους “πατερναλισμό” ευλόγως μάς κάνει να σκεφτόμαστε ότι θέλει να αντιμετωπίζει τους άλλους σαν να ήταν παιδιά, και αυτό μας φέρνει στο τρίτο πρόβλημα, την καλλιέργεια της αυτοκυριαρχίας. Ο Σμιθ εντοπίζει τον τεράστιο κόσμο της κοινωνικής εμπειρίας ως “το μεγάλο σχολείο της αυτοκυριαρχίας”. Μαθαίνουμε μέσα από το λάθος, μέσα από στιγμές αυτο-αποδοκιμασίας, και από την κοινωνική ανατροφοδότηση. Μαθαίνουμε να συμπεριφερόμαστε σαν ενήλικες μέσα από το να μας συμπεριφέρονται σαν ενήλικες και όχι σαν παιδιά. Μαθαίνουμε την υπευθυνότητα έχοντας ευθύνες.
Το ζήτημα εδώ δεν είναι ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να βοηθήσουμε τα άτομα να βελτιώσουν τους εαυτούς τους. Είναι ότι, τουλάχιστον από την οπτική του Άνταμ Σμιθ, πρέπει να εξετάσουμε αυτό το θέμα με όρους διαφορετικούς από αυτούς που προτείνουν οι νέοι πατερναλιστές. Πρέπει να μιλήσουμε με όρους που αναγνωρίζουν τα προβλήματα που ενυπάρχουν στις αξιώσεις περί της ρύθμισης των πραγμάτων που ενισχύουν την ευημερία των ανθρώπων βάσει των δικών τους κριτηρίων.
Ο Erik W. Matson είναι διακεκριμένος ερευνητής στο Mercatus Center και αναπληρωτής διευθυντής του προγράμματος Άνταμ Σμιθ στο George Mason University.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Οκτωβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.