Του Alberto Mingardi*
Ο Zachary Carter έγραψε μια βιογραφία του Τζων Μέυναρντ Κέυνς που έχει παρουσιαστεί ευρέως.
Δεν είναι -σε αντίθεση με τον κύριο βιογράφο του Κέυνς, Robert Skidelsky- οικονομολόγος και μελετητής, αλλά δημοσιογράφος στην Huffpost. Το έργο του έχει λάβει θετικές κριτικές. Στην Wall Street Journal, ο Ben Steil επεσήμανε ότι το βιβλίο του Κάρτερ είναι την ίδια ώρα μια βιογραφία του Κέυνς (και ως τέτοια του άρεσε) και μία επίθεση εναντίον του νεοφιλελευθερισμού (με λίγες έως καμία πρωτότυπες ιδέες). Γράφει: “Ο κ. Κάρτερ φαίνεται να πιστεύει πως αν ζούσε ο Κέυνς σήμερα θα συμβούλευε τον γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς”.
Ο Κάρτερ έδωσε μια συνέντευξη στην Washington Post, η οποία είναι πυκνή και ενδιαφέρουσα, αλλά εμένα με εντυπωσίασε ιδιαίτερα αυτό το απόσπασμα:
“Νομίζω ότι ξεχνάμε το γεγονός ότι ο Φρίντμαν και ο Κέυνς είχαν διαφορετικά οράματα για την κοινωνία. Δεν διαφωνούσαν απλώς μέσα στον χρόνο ως προς τις πολιτικές που θα δημιουργούσαν το ίδιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Διαφωνούσαν ως προς το είδος του κόσμου μέσα στον οποίο ήθελαν να ζουν. Και η μαθηματικοποίηση των οικονομικών κατά τον 20ο αιώνα συσκοτίζει αυτή τη βαθύτερη ιδεολογική σύγκρουση, συχνά σκόπιμα. Ο Κέυνς ήθελε όλοι να ζουν στο Μπλούμσμπερι του 1913, να τους κόβει τα μαλλιά η Βιρτζίνια Γουλφ ενώ πίνουν σαμπάνια και συζητούν για τον μετα-ιμπρεσιονισμό με τον Lytton Strachey. Ο Φρίντμαν ήθελε να διαφυλάξει αυτές τις δραστηριότητες ως ένα αποκλειστικό πεδίο των πλουσίων. Γιατί να είσαι πλούσιος αν δεν μπορείς να ζήσεις μια καλύτερη ζωή από τις μάζες; Στο οποίο ο Κέυνς θα αντέτασσε: Ποιος νοιάζεται για τις μάζες όταν πίνεις σαμπάνια με τη Βιρτζίνια Γούλφ;”
Ο Κάρτερ περιγράφει με ακρίβεια τον Κέυνς, αλλά όχι τόσο τον Φρίντμαν. Πρώτα απ’ όλα, απ’ ό,τι ξέρω για τον Μίλτον Φρίντμαν (και ο David Henderson μπορεί σίγουρα να με διορθώσει αν έχω άδικο), δεν μπορώ να τον φανταστώ να απολαμβάνει ιδιαίτερα τη συζήτηση για τον μετα-ιμπρεσιονισμό με τον Lytton Strachey. Το σημαντικότερο είναι πως σύμφωνα με το κοινωνικό όραμα του Μίλτον Φρίντμαν δεν υπάρχει κάποιος σωστός τρόπος ζωής, στην τήρηση του οποίου οι άνθρωποι θα πρέπει να στοχεύουν. Ο Κέυνς πίστευε ότι μια αξιοβίωτη ζωή είναι αυτή που περνά κάποιος πίνοντας σαμπάνια με τη Βιρτζίνια Γουλφ. Ο Φρίντμαν πίστευε ότι κάποιοι άνθρωποι απλώς προτιμούν τα fish and chips και δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα μ’ αυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Φρίντμαν ήθελε να κρατήσει κάτι “ως αποκλειστικό πεδίο για τους πλούσιους” ούτε του ήταν αδιάφορη η παιδεία ως μέσο αναρρίχησης της κοινωνικής κλίμακας. Καθόλου μάλιστα. Ο Φρίντμαν στην πραγματικότητα ήθελε οι φτωχοί να λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση και, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, ήθελε μηχανισμούς τύπου αγοράς και στην εκπαίδευση (τα σχολικά κουπόνια). Ο Φρίντμαν όμως δεν υπέθετε ότι οι άνθρωποι θέλουν να εγγραφούν σε πανεπιστήμια για να μελετήσουν τον Κάτουλλο, τον Σαίξπηρ ή ακόμη τον Κέυνς ή τον Φρίντμαν. Κάποιοι από μας εκτιμούμε αυτά τα πράγματα, άλλοι όμως όχι. Οι περισσότεροι άνθρωποι μάλιστα θέλουν να αποκτήσουν ένα πτυχίο ώστε να μπορέσουν να βρουν μια θέση εργασίας με καλύτερες αμοιβές.
Υποθέτω ότι ο Φρίντμαν θα υπερασπιζόταν τη βασική εγγραματοσύνη και τις μαθηματικές γνώσεις και ως μέρος μιας υγιέστερης δημοκρατικής ζωής (το “οι άνθρωποι που μπορούν να διαβάσουν μια εφημερίδα είναι λιγότερο πιθανό να ξεγελαστούν από την κυβέρνηση” είναι ένα σύνηθες κλασικό φιλελεύθερο επιχείρημα, μολονότι φοβάμαι πως είναι πιο αμφιλεγόμενο απ’ ό,τι πίστευαν οι πρόδρομοί μας). Αλλά δεν θα ήθελε να γίνουν όλοι διανοούμενοι γιατί - μαντέψτε! - οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να γίνουν διανοούμενοι. Νομίζω πως είναι μια ξεκάθαρη διαφορά ανάμεσα στην στάση που εκπροσωπεί ο Φρίντμαν και στην αντίστοιχη του Κέυνς. Ο ένας είναι χαρούμενος με τα ανθρώπινα όντα όπως αυτά είναι - ο άλλος όχι. Κι αυτή η προ-πολιτική κατανόηση των ανθρώπων μπορεί να εξηγήσει πολλές διαφορές στη δομή της δημόσιας πολιτικής.
* * *
Ο Alberto Mingardi είναι Γενικός Διευθυντής του Istituto Bruno Leoni και αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Πολιτικής Σκέψης στο πανεπιστήμιο IULM του Μιλάνου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 11 Ιουνίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.