Του John Samples
Το Facebook αποφάσισε να μην καταστέλλει τα υποτιθέμενα ψεύδη στις πολιτικές διαφημίσεις στην πλατφόρμα του. Αυτή η απόφαση έχει πολλούς επικριτές. Προσωπικά βλέπω τρεις εναλλακτικές για το Facebook.
Πρώτον να τηρήσει αυτή την πολιτική, μια πολιτική κοντά στην αμερικανική παράδοση του ελεύθερου λόγου, που υποθέτει ότι οι χρήστες του Facebook έχουν το δικαίωμα και την ικανότητα να διακρίνουν την αλήθεια από τα ψεύδη. Ανεξάρτητα από τον βαθμό αλήθειας τους ή το αρχικό τους κοινό στόχο, όλες οι πολιτικές διαφημίσεις διατηρούνται στο αρχείο του Facebook (την Facebook's Ad Library) όπου ο καθένας μπορεί να τις δει.
Δεύτερον, να αρνηθεί να φιλοξενήσει διαφημίσεις με “ψεύδη”. Η καταστολή των ψευδών στις διαφημίσεις μπορεί να παραγάγει αποτελέσματα που να φαίνονται απατηλώς θετικά: κάποια “ψέματα” μπορεί να αποδειχθούν πως είναι αλήθειες.
Πολλά “ψέματα” μπορεί να αποδειχθούν συζητήσιμες προτάσεις που η μία ή άλλη πλευρά θεωρεί “προφανή ψέματα”.
Κομμάτια πολύτιμου δημόσιου λόγου θα απαγορευτούν, και οι δύο πλευρές στην πάσχουσα πολιτική μας σκηνή θα συμπεράνουν ότι το Facebook έχει συνταχθεί με τους αντιπάλους τους. Θα ακολουθήσει κάποια ρύθμιση. Το Facebook μπορεί απλά να αρνηθεί να φιλοξενήσει εντελώς τις πολιτικές διαφημίσεις. Ο προσδιορισμός του τι συνιστά μια πολιτική διαφήμιση θα είναι προβληματικός. Είναι μια προβληματική διάκριση ακόμη και στο λιγότερο τιμωρητικό περιβάλλον των προϋποθέσεων εγγραφείς των διαφημιζομένων στο Facebook. Σημειώστε όμως το εξής: η κατάργηση όλων των πολιτικών διαφημίσεων θα παραγάγει έναν μεγάλο αριθμό απατηλών θετικών αποτελεσμάτων (δηλαδή, αξιόλογων κομματιών δημόσιου λόγου που θα αντιμετωπίζονται ως ψεύδη). Δεν φαίνεται πως αυτή η ιδέα αρμόζει να εφαρμοστεί σε μια φιλελεύθερη κοινωνία, μολονότι βεβαίως το Facebook έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να φιλοξενήσει τις οποιεσδήποτε διαφημίσεις.
Τρίτον, να περιορίσει το κοινό (αλλά όχι το περιεχόμενο) των διαφημίσεων που περιέχουν ψεύδη. Να ποια είναι η ιδέα εδώ: αντί να παρουσιάζεται μια πολιτική διαφήμιση σε 500 χρήστες, εκ των οποίων όλοι μπορεί να είναι ανοιχτοί στο περιεχόμενό της, το Facebook θα μπορούσε να αρνηθεί να πουλά πολιτικές διαφημίσεις σε λιγότερους από 5.000 χρήστες. (Οι αριθμοί μπορεί να μην είναι ακριβείς, αλλά αυτή είναι η γενική ιδέα). Εκεί όπου ένα μικρότερο κοινό μπορεί να μην έχει δει κάποιον διάλογο σχετικά με τη διαφήμιση, ένα μεγαλύτερο ακροατήριο μπορεί να περιέχει πολλούς ανθρώπους με αμφιβολίες σχετικά με το περιεχόμενό της. Μπορεί να δημιουργηθεί ένας διάλογος. Οι 500 χρήστες που μπορεί να μην άκουσαν τίποτα εναντίον της διαφήμισης θα έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν περισσότερο λόγο να διατυπώνεται σχετικά με το “ψέμα”.
Αυτή η τρίτη επιλογή είναι κατά κάποιον τρόπο λαμπρή. Αυτή η αναθεωρημένη πολιτική δεν θα καταστέλλει άμεσα τον λόγο. Το Facebook μπορεί να πει ότι η διεύρυνση του ακροατηρίου μιας διαφήμισης θα προκαλέσει περισσότερο διάλογο γι' αυτή και συνεπώς θα βελτιώσει και τον δημόσιο διάλογο συνολικά.
Αυτή η πολιτική όμως στην πραγματικότητα αντιβαίνει τη θεμελιώδη ιδέα πίσω από την ελευθερία του λόγου: ότι τα άτομα έχουν το δικαίωμα και την ικανότητα να διακρίνουν την αλήθεια από το ψεύδος. Οι επικριτές της μικροστόχευσης διαφωνούν. Η Annalee Newitz υποστηρίζει στον New Scientist ότι “η μικροστόχευση επιτρέπει στα πολιτικά ψεύδη στο Facebook να φτάνουν μόνο στους ανθρώπους που είναι πιο πιθανό να τα πιστέψουν”. Αυτοί οι άνθρωποι, γράφει, χρειάζεται μπορούν να ακούσουν τις “ομάδες περιφρούρησης” που πιθανόν να τους πληροφορήσουν για την αλήθεια.
Μπορούν όμως οι περιορισμοί του λόγου που βασίζονται στην πεποίθηση ότι κάποιοι άνθρωποι είναι ανίκανοι να διακρίνουν την αλήθεια από το ψέμα να είναι ποτέ συμβατοί με την ελευθερία του λόγου; Το Facebook είναι βεβαίως ελεύθερο να ασκήσει έναν τέτοιο πατερναλισμό έναντι του λόγου. Αλλά για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να εγκαταλείψει μια θεμελιώδη πεποίθηση της φιλελεύθερης παράδοσης και χωρίς αμφιβολία να ανοίξει την πόρτα σε ακόμη περισσότερες καταχρήσεις στο μέλλον.
--
Ο John Samples είναι αντιπρόεδρος του Cato Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Νοεμβρίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.