Γράφει ο Daniel J. Ikenson
Ποτέ οι ΗΠΑ και η κινεζική οικονομία δεν ήταν περισσότερο αλληλεξαρτώμενες όσο σήμερα. Ποτέ η σχέση του διμερούς εμπορίου και των επενδύσεων δεν ήταν μεγαλύτερη. Και βεβαίως, ποτέ η επισφαλής κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας δεν απαιτούσε μεγαλύτερη προσοχή μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας από ό, τι τώρα. Ωστόσο, με τον Donald J. Trump να στέκεται θριαμβικά, σε μια πλατφόρμα εθνικισμού και προστατευτισμού, ποτέ η «συναστρία» δεν ήταν τόσο απόλυτα ευθυγραμμισμένη ώστε να οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε έναν καταστροφικό εμπορικό πόλεμο.
Από την άλλη, οι διμερείς εμπορικές τριβές δεν είναι κάτι καινούργιο. Κατά τη διάρκεια των ετών που πέρασαν οι εντάσεις είχαν περιοριστεί σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να αποφευχθούν τυχόν σημαντικές ρευστοποιήσεις. Για τα τελευταία όμως, οκτώ χρόνια, που η σχέση ΗΠΑ-Κίνας ήταν υπό αυξανόμενη πίεση, η αμοιβαία φορολόγηση είχε μπει σε ένα ελεγχόμενο σύστημα διακανονισμού και γενικότερα, υπήρχε μεγάλη αυτοσυγκράτηση από την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο. Και οι δύο κυβερνήσεις επέβαλαν περιορισμούς στο εμπόριο, αλλά το έκαναν σε συνάρτηση με τους ισχύοντες κανόνες του διεθνούς εμπορίου.
Η εκλογή του «ασυγκράτητου» Trump, ο οποίος βλέπει το εμπόριο ως ανταγωνιστικό παιχνίδι «μηδενικού αθροίσματος» μεταξύ των χωρών, καθιστά την αυτοσυγκράτηση απίθανη και στρατηγικά παράλογη. Επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες διαχειρίζονται ένα μεγάλο διμερές εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα, ο Πρόεδρος Trump βλέπει το Πεκίνο ως το πιο εξαρτώμενο μέρος, σε σχέση με τις πιθανότητες που υπάρχουν για να χάσει τον εμπορικό πόλεμο… Αντιλαμβάνεται μάλιστα τις συνέπειες ενός εμπορικού πολέμου ως μία σχετικά ήπια κατάσταση για την χώρα του καθιστώντας το σχέδιο δράσης του μία απολύτως ρεαλιστική επιλογή. Αυτή βέβαια, η σκέψη ισοδυναμεί με μία τεράστια απόκλιση από την ορθόδοξη εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, για πάνω από 80 χρόνια.
Η επικίνδυνη, από κάθε άποψη, οικονομική πολιτική του Trump δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Η δεκτικότητα των ΗΠΑ σε μια πιο έντονη πολιτική προστατευτισμού (Πρώτα η Αμερική) - ειδικά σε σχέση με την Κίνα - έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Και η γενεσιουργός αιτία αυτής της αντίληψης ήταν η απώλεια θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια των ετών, ειδικά μεταξύ εκείνων των ανθρώπων που η επιβίωσή τους ήταν πλήττονται περισσότερο. Σύμφωνα με την πεποίθηση του προστατευτισμού η Κίνα «κινεί το σύστημα» για να γίνει ισχυρότερη σε βάρος της Αμερικής! Και επιπλέον, αμφισβητεί τις ΗΠΑ για την παγκόσμια στρατηγική και οικονομική τους υπεροχή. Αν και η αύξηση της επιρροής του Trump καθιστά ένα εμπορικό πόλεμο επικίνδυνα πιθανό, η κατάσταση των διμερών οικονομικών σχέσεων είναι το αποκορύφωμα μιας μακράς υποβόσκουσας αντιπαλότητας που μπορεί να οδηγήσει στο χείλος της αβύσσου.
Η Μεγάλη Πορεία προς τον εμπορικό πόλεμο
Στον απόηχο της σφαγής στην πλατεία Τιενανμέν του 1989, η κυβέρνηση Τζορτζ Μπους αποφάσισε ότι θα συνεχίσει την πολιτική των διμερών σχέσεων με την Κίνα αλλά με περιορισμούς. Εκείνη την εποχή, το διμερές εμπόριο ανήλθε σε μόλις 17,6 δισεκατομμύρια $, και οι διασυνοριακές επενδύσεις ήταν ασήμαντες. Αλλά τα δυνητικά οικονομικά οφέλη από την ευρύτερη διάδοση των δεσμών εμπορίου και των επενδύσεων ήταν προφανής. Εκτός αυτού, η οικονομική και πολιτική φιλελευθεροποίηση της Κίνας ήταν περισσότερο αποτέλεσμα των μεγάλων εμπορικών ανοιγμάτων της – κυρίως προς τις ΗΠΑ- από τις πολιτικές που είχαν σχεδιαστεί για να την τιμωρήσουν ή να την απομονώσουν από τον υπόλοιπο κόσμο. Ήταν άλλωστε, φανερό ότι οι κυρώσεις θα έβλαπταν περισσότερο τον κινεζικό λαό από την κινεζική κυβέρνηση, παραδίνοντας ταυτόχρονα, τις επιχειρηματικές ευκαιρίες στις ευρωπαϊκές εταιρείες.
Έτσι, για τα επόμενα 20 χρόνια, η πολιτική των ΗΠΑ προς την Κίνα βασίστηκε στην ιδέα ότι η οικονομική σχέση ήταν πολλά υποσχόμενη και άξιζε την καλλιέργεια και την φροντίδα, ανεξάρτητα από τις σημαντικές διαφορές μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου για γεωπολιτικά και θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά το πρώτο εξάμηνο της περιόδου αυτής, οι Κινέζοι έκαναν τα πάντα για να εφαρμόσουν όλα τα είδη των μεταρρυθμίσεων στην αγορά, να αποδεσμεύσουν οικονομία τους και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ιδιότητας του μέλους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Από τη στιγμή που η Κίνα εντάχθηκε στον ΠΟΕ, το 2001, το εμπόριο αυξήθηκε σε 121.3 δις. $ και άμεσες επενδύσεις ήταν 12 δις. $. Μέχρι το 2008, η αξία του διμερούς εμπορίου έφθασε στα 409 δισεκατομμύρια $ και των επενδύσεων 56 δισεκατομμύρια $.
Η Κίνα έχει εξελιχθεί από μια αγροτική οικονομία σε μια βασική βιομηχανική οικονομία και σε μια πλήρως ανεπτυγμένη βιομηχανική δύναμη μέσα σε 20 χρόνια. Η αύξηση του εμπορίου και των επενδύσεων έχει γλυτώσει εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζων από τη φτώχεια και έχει δώσει την ευκαιρία να επωφεληθεί μεγάλο μέρος των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών και στις δύο πλευρές του Ειρηνικού. Αλλά βεβαίως, η διαδικασία αυτή του διμερούς εμπορίου με τις ΗΠΑ, αναπαράγει άφθονες τριβές με τις αμερικανικές βιομηχανίες.
Η οικονομική πολιτική των ΗΠΑ με την Κίνα, ουσιαστικά διεξάγεται ως εξισορρόπηση των δύο μεγάλων ομάδων συμφερόντων. Από τη μια πλευρά, είναι οι εισαγωγικές ανταγωνιστικές βιομηχανίες και η οργανωμένη εργασία, που προσπαθούν να εμποδίσουν τη διείσδυση των κινέζων εξαγωγέων στις ΗΠΑ. Αυτοί εκδήλωναν πάντα την αντίθεσή τους στη χορήγηση του καθεστώτος της Κίνας «Ομαλές εμπορικές σχέσεις» (Normal Trade Relations) και είχαν αντιταχθεί στην προσπάθεια της Κίνας να ενταχθεί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Ζήτησαν τότε να επιβληθούν δασμοί, ποσοστώσεις και άλλες πολιτικές, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες τους (πραγματικές και φανταστικές) ως ανάρμοστες «κινεζικές πρακτικές», όπως οι επιδοτήσεις, οι ενέργειες χειραγώγησης του νομίσματος, η κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας, η αναγκαστική μεταφορά τεχνολογίας και εργασίας και οι περιβαλλοντικές καταχρήσεις.
Από την άλλη πλευρά, ήταν οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες και οι εξαγωγείς, που τάχθηκαν υπέρ μιας πιο προσεκτικής και λιγότερο ανταγωνιστικής προσέγγισης. Ενθάρρυναν την ιδέα της φιλοξενίας της Κίνας, δεδομένου ότι έτσι θα άνοιγε ο δρόμος της προόδου στη διαδικασία ένταξης και ενσωμάτωσής της στην παγκόσμια οικονομία. Αυτές οι ομάδες εργάστηκαν ενάντια στις πολιτικές και τις δράσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την πρόσβαση στην πολλά υποσχόμενη κινεζική αγορά των ΗΠΑ. Η στάση τους αυτή ενισχύθηκε από την έρευνα οικονομολόγων, ακαδημαϊκών και μελετητών, οι οποίοι υποστήριξαν ότι το άνοιγμα στις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα υπηρετεί όχι μόνο τα συμφέροντα των αμερικανικών εισαγωγικών βιομηχανιών αλλά και τα συμφέροντα των καταναλωτών, ιδιαίτερα των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος.
Η πολιτική των ΗΠΑ προσδιορίζει γενικά τη διαφορά μεταξύ αυτών των προοπτικών: «η Κίνα θα είναι ευπρόσδεκτη στην κοινότητα των εθνών, και οι εταιρείες και τα προϊόντα της θα πρέπει να αντιμετωπίζονται στο ίδιο επίπεδο με όλα τα άλλα έθνη ». Αλλά οι βιομηχανίες των ΗΠΑ θα μπορούν να προσφύγουν στην νομική κατοχύρωση των εμπορικών σχέσεων και στις ειδικές εγγυήσεις με την Κίνα. Επίσης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα είναι σε θέση να φέρει επίσημες καταγγελίες σχετικά με την κινεζική πολιτική στον ΠΟΕ. Ο Στρατηγικός Οικονομικός Διάλογος (Strategic Economic Dialogue) -δημιουργήθηκε κατά την διακυβέρνηση του George W. Bush) και άλλες υψηλού επιπέδου μορφές διμερών διαύλων επικοινωνίας ιδρύθηκαν για να συζητήσουν και να επιλύσουν τα ζητήματα που θα προκύψουν αναπόφευκτα, με την εξέλιξη των εμπορικών σχέσεων. Σε γενικές γραμμές, η φόρμουλα αυτή λειτούργησε αρκετά καλά για να εξασφαλιστεί ότι οι τριβές θα είχαν αποτελεσματική διαχείριση και ποτέ δεν προκαλούνταν η ανάφλεξη μιας κόλασης. Αλλά μετά από 20 χρόνια, τα πράγματα άλλαξαν ξαφνικά το 2009.
Ήταν η χρονιά που η οικονομία των ΗΠΑ συγκλονίστηκε από την οικονομική κρίση και μια βαθιά ύφεση. Η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που συνοδεύτηκε από οικονομική συρρίκνωση, η αργή ανάκαμψη, η επίμονη υψηλή ανεργία, το φάντασμα της απώλειας εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, καθώς και το εκτός ελέγχου δημόσιο χρέος κλόνισε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, η κινεζική οικονομία συνεχίζει σε σχεδόν διψήφιο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μεγαλύτερη παραγωγός και εξαγωγέας στον κόσμο. Οδεύει δηλαδή, πολύ γρήγορα στο να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Έτσι, η κινεζική κυβέρνηση έχει γίνει πλέον επίσημα η μεγαλύτερη ξένη κάτοχος του αμερικανικού δημόσιου χρέους, ασκώντας ιδιαίτερη επιρροή στη χάραξη της πολιτικής των ΗΠΑ, σύμφωνα με την άποψη πολλών σχολιαστών.
[…] Η κατάσταση αυτή ήταν επόμενο να δημιουργήσει μία βαθιά ενδοσκόπηση στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας και φυσικά και της αγοράς. Πολλοί αναρωτήθηκαν σε τι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κάνει λάθος και τι στην Κίνα είχε γίνει σωστά. Ορισμένοι πολιτικοί και ειδήμονες, όπως ο Tom Friedman των New York Times , εντυπωσιάστηκαν που οι Κινέζοι ήταν σε θέση να επιτύχουν αυτό το οικονομικό θαύμα με την «πεφωτισμένη απολυταρχία» τους και πρότεινε στις ΗΠΑ να μιμηθούν τους ισχυρισμούς της επιτυχημένης βιομηχανικής πολιτικής της Κίνας. Άλλοι πάλι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πολιτική των ΗΠΑ ήταν υπερβολικά ανεκτική στην άνοδο της Κίνας, προτρέποντας για μεγαλύτερη επιβολή κανόνων στο διμερές τους εμπόριο.
Εν τω μεταξύ, η επιχειρηματική κοινότητα των ΗΠΑ στην Κίνα, κάνοντας βεβιασμένες ενέργειες που θα μπορούσαν να ματαιώσουν τα σχέδιά τους στην κινεζική αγορά, άρχισε να διατυπώνει ανησυχίες και παράπονα για πολλαπλασιασμό του κινεζικού προστατευτισμού. Οι αμερικανικές εταιρείες έχουν εκδώσει προειδοποιήσεις ότι η απελευθέρωση της αγοράς στην Κίνα έχει περιοριστεί και έχει αρχίσει να αντιστρέφεται. Μια ετήσια έκθεση που δημοσιεύθηκε από το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στην Κίνα, εντοπίστηκαν τάσεις ανόδου του προστατευτισμού, έλλειψη κανονιστικής διαφάνειας, ασυνεπής πρακτικές και ευνοιοκρατία προς τις τοπικές επιχειρήσεις, όπως τα μεγάλα και αυξανόμενα προβλήματα το 2009. Σε μια άλλη ξεχωριστή έκθεση εκθέτει το «σχέδιο της βιομηχανικής πολιτικής », υποστηρίζοντας ότι η κινεζική κυβέρνηση σχεδιάζει να δημιουργήσει «εθνικούς πρωταθλητές» από τον« δανεισμό »της Δυτικής Τεχνολογίας.
Η δημοσίευση των εκθέσεων αυτών και οι αντιδράσεις έχουν εμπνεύσει μια αλλαγή του κλίματος εντός των ΗΠΑ αλλά και στην διεθνή κοινότητα. Οι απειλές για τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ΗΠΑ αυξήθηκαν, ενώ οι αισιόδοξες πεποιθήσεις των ρεαλιστικών δυνατοτήτων μειώθηκαν. Κι αυτό δημιούργησε μια μετατόπιση στη στάθμιση των συμφερόντων που επηρεάζουν την πολιτική των ΗΠΑ προς την Κίνα υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων.
Το «σκληρό πρόσωπο» του Προέδρου Ομπάμα
Η εμπορική πολιτική των ΗΠΑ προς την Κίνα κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών της κυβέρνησης Ομπάμα αντικατοπτρίζεται σε ένα νέο ύφος. Αρχικά, ο Πρόεδρος θέσπισε την επιβολή δασμών στα κινεζικά ελαστικά, κάτω από μια ειδική διάταξη διασφάλισης του δικαίου των ΗΠΑ, πράγμα που ο Πρόεδρος Μπους είχε εμποδίσει σε τρεις προηγούμενες περιπτώσεις. Αυτή η κίνηση προκάλεσε αντιδράσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για την Κίνα (που θεωρήθηκε ζημιωμένη), καθώς και μια πληθώρα κινεζικών «αντιποίνων» κατά των αμερικανικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των κοτόπουλων και των αυτοκινήτων.
Βεβαίως, η υποχρέωση του αντισταθμιστικού νόμου για τις ΗΠΑ (νόμος για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων σε ξένη κυβέρνηση από την επιδότηση των εξαγωγών), θεωρείται ανεφάρμοστη σε «μη εμπορικές» οικονομίες από τις προηγούμενες διοικήσεις. Όμως έτσι ξαφνικά άνοιξε η όρεξη στις βιομηχανίες των ΗΠΑ και δημιούργησε ένα ρεκόρ στον αριθμό των αθέμιτων εμπορικών υποθέσεων κατά της Κίνας, κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα. Στο Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου αυξήθηκε επίσης, κατά πέντε φορές - σε σχέση με την κυβέρνηση Μπους - ο αριθμός των καταγγελιών κατά της Κίνας στον ΠΟΕ. Το αποτέλεσμα, γενικώς, ήταν να ελέγχονται πιο στενά οι υποψήφιες κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ. Μπλοκάροντας για παράδειγμα, μια προτεινόμενη κινεζική επένδυση αιολικών πάρκων στο Όρεγκον αλλά και την παραγγελία μια κινεζικής εταιρείας τεχνολογίας που ήθελε να εκχωρήσει δραστηριότητες σε άλλη αμερικανική εταιρεία που είχε εξαγοράσει πρόσφατα. Όλα αυτά προκάλεσαν περισσότερες ανησυχίες σε κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας επειδή μπήκαν στο στόχαστρο της κυβέρνησης Ομπάμα και του Κογκρέσου. Το Κογκρέσο μάλιστα, πήρε και έκτακτα μέτρα φραγής των αγορών για τη χρήση των κινεζικών προϊόντων τηλεπικοινωνιών από κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ. Ο κύβος είχε ήδη «ριφθεί».
Εν τω μεταξύ, το Πεκίνο δεν παρέμεινε παθητικό. Καθώς η κυβέρνηση Ομπάμα επέκτεινε τις δράσεις της, η κινεζική κυβέρνηση (υπό τον Πρόεδρο Hu και στη συνέχεια με τον Πρόεδρο Xi) θέσπισε μια πληθώρα νέων νόμων που διέπουν - μεταξύ άλλων - τις ξένες επενδύσεις όπως την πολιτική ανταγωνισμού και την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Πολλοί από αυτούς τους νόμους, εξελήφθησαν από τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ ως παρέμβαση εναντίον τους. Οι εκθέσεις των αμερικανικών εταιρειών διατείνονται ότι παρενοχλούνται, ότι υπόκεινται σε επαχθείς απαιτήσεις τεκμηρίωσης, ότι μπαίνουν σε ένα πλαίσιο άρνησης επιχειρηματικών ευκαιριών και ότι αναγκάζονται να παραδώσουν τα εμπορικά μυστικά και τα κλειδιά κρυπτογράφησης των σχεδιασμών τους.
Ξεκίνησαν έτσι, συνεχείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κυβερνήσεων για μια καλύτερη προοπτική διμερών συνθηκών στις επενδύσεις. Αφορούσαν στην ελευθέρωση του εμπορίου περιβαλλοντικών αγαθών και των κρατικών προμηθειών, μεταξύ μιας σειράς πρωτοβουλιών που επιδιώκει την προοπτική θετικής στροφής στην αποκατάσταση των σχέσεων. Όμως η απαισιοδοξία στην αμερικανική και στη διεθνή κοινότητα για την πολιτική κατάσταση της Κίνας και την κατεύθυνση του επιχειρηματικού κλίματος ενισχύθηκε.
Φτάνοντας στο 2016,εξαιτίας των εκλογών, η «αντι-εμπορική» ρητορική εκστρατεία ήταν πολύ πιο οξεία από το συνηθισμένο. Η κινέζικη εμπορική πολιτική βρέθηκε εκτεθειμένη στην επίθεση των δύο άκρων και σε όλο το πολιτικό φάσμα. Η δημοσίευση ενός ακαδημαϊκού άρθρου με τίτλο «Το σοκ της Κίνας», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κόστος προσαρμογής για τους εργαζομένους ήταν μεγάλο. Θεωρήθηκε πως είχαν ζημιωθεί εξαιτίας του ανταγωνισμού από τις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και η επιβάρυνση ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό, τι είχε αρχικά υπολογιστεί. Έτσι ήταν πλέον διάχυτη η τάση στην κοινή γνώμη για μια πιο μαχητική προσέγγιση της εμπορικής πολιτικής απέναντι στην Κίνα.
Το 2016 η κυβέρνηση Ομπάμα κατέθεσε τέσσερις νέες καταγγελίες κατά της Κίνας στον ΠΟΕ, και το Υπουργείο Εμπορίου άνοιξε 24 αντισταθμιστικές υποθέσεις εναντίον των κινέζων εξαγωγέων. Αλλά, ίσως η πιο προκλητική ενέργεια από όλα ήταν μια εσκεμμένη αδρανής πρακτική εκ μέρους των ΗΠΑ: Η καθυστέρηση της υποχρέωσης να χορηγήσουν στην Κίνα μία προνομιακή θέση στην «οικονομία της αγοράς», κάτι που έπρεπε να γίνει το αργότερο 15 χρόνια μετά την ένταξή της στον ΠΟΕ. Η ημερομηνία αυτή πέρασε και στις 12 Δεκεμβρίου η Κίνα κίνησε την διαδικασία άσκησης των νομικών της απαιτήσεων έναντι του ΠΟΕ για το ζήτημα αυτό. Για να καταλήξουμε σε άλλη μια σημαντική πηγή διενέξεων και την ενίσχυση του ήδη επιβαρυμένου κακού κλίματος στις διμερείς σχέσεις.
Στην άκρη του βράχου
Από τις αρχές του προηγούμενου έτους, το απόθεμα των διασυνοριακών και των διμερών επενδυτικών πακέτων έφτασε στα 90 δις $ και οι εμπορικές ροές ήταν 600 δις $ ετησίως. Με την εκλογή του νέου προέδρου, όλα φαίνεται να γίνονται ακόμα πιο δραματικά. Γιατί δεν φαίνεται να καταλαβαίνει ότι το επίπεδο αλληλεξάρτησης διαμορφώνει και τον βαθμό αποφασιστικής μόχλευσης προκειμένου να αλλάξει η φύση της οικονομικής σχέσης με την Κίνα. Πολλοί από αυτούς που είχαν κάθετη άποψη μέχρι τώρα, στην Ουάσιγκτον, έχουν σωπάσει, αψηφώντας τις αντιλήψεις που πλέον διαμορφώνονται ως «μη πολιτικά ορθές». Ο φόβος των πολιτικών αντιποίνων για τη λήψη θέσεων που θα είναι αντίθετες από αυτές του προέδρου έχει καταστείλει τη δημόσια συζήτηση. Απλά κυριαρχεί στον εμπορικό κόσμο, το απλοϊκό σύνθημα «δεν είναι καλό για τις επιχειρήσεις», ως μότο στα απειλητικά tweets του προέδρου.
Ο Trump φαίνεται να είναι απτόητος και αδιάφορος για το ενδεχόμενο ενός εμπορικού πολέμου με την Κίνα. Ο ίδιος φαίνεται να έχει εντολή να κάνει ό, τι θέλει «για να τινάξει την μπάνκα στον αέρα», όπως δήλωσε σε μια πρόσφατη συνέντευξη. Ο πρόεδρος ήταν πιο αιχμηρός για μία υποτιθέμενη κινέζικη νομισματική χειραγώγηση , που έχει εμπνεύσει την έκκλησή του για την επιβολή 45% … δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα. Φυσικά, η χειραγώγηση του νομίσματος είναι μια ξεπερασμένη καταγγελία. Οι Κινέζοι δεν έχουν παρέμβει στις αγορές συναλλάγματος για να καταστείλει την αξία του Γουάν, για πάνω από μια δεκαετία και, τα τελευταία χρόνια, αγωνίζονται να στηρίξουν την αξία του εξαιτίας της αχαλίνωτης φυγής κεφαλαίων.
Υπάρχουν και άλλες πηγές έντασης στη σχέση που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια κάθοδο στην άβυσσο. Διακρίσεις εις βάρος των αμερικανικών επιχειρήσεων στην Κίνα, η ευνοιοκρατία , η μαζική επιδότηση της βιομηχανίας, η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, η υψηλή τεχνολογία, ο βαθύτερος έλεγχος των κινέζικων εξαγορών στις ΗΠΑ, οι διακρίσεις εις βάρος των κινεζικών επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών και η άρνηση των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την Κίνα ως «αγορά οικονομίας» παραμένουν εξέχοντα σημεία της έριδος στις διακρατικές σχέσεις. Ο Πρόεδρος Trump και οι σύμβουλοί του, δείχνουν το μεγάλο διμερές εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας ως απόδειξη των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και υπόσχονται να λάβουν διορθωτικά μέτρα. Εν τω μεταξύ, η κινεζική κυβέρνηση απειλεί να μετατοπίσει τις αγορές των αεροσκαφών από την Boeing για την Airbus και τα γεωργικά προϊόντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Αυστραλία και τον Καναδά. Είναι πια σίγουρο ότι οι Κινέζοι σχεδιάζουν άλλους στρατηγικούς στόχους για αντίποινα - επιχειρήσεις και βιομηχανίες που θα μπορούσαν να ασκήσουν πολιτική πίεση για το Κογκρέσο να κάνει κάτι για να χαλιναγωγήσει τον πρόεδρο.
Αλλά αυτό που είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι, στο πλαίσιο μιας εγχώριας κινεζικής πολιτικής προοπτικής, ο Πρόεδρος Ξι θα μπορούσε να καλωσορίσει στην πραγματικότητα, έναν εμπορικό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες! Με 6,5% οικονομική ανάπτυξη (η πιο αργή σε 25 χρόνια), τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την στασιμότητα των εισοδημάτων, τη διαφθορά, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, την χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης και των περιορισμών στο διαδίκτυο, ο Ξι θα μπορούσε να επωφεληθεί πολιτικά από την απόσπαση της προσοχής. Το κόμμα και ο λαός της Κίνας θα μπορούσε να συσπειρωθεί στο πλευρό του Ξι, όταν ο ίδιος κατηγορεί τις ΗΠΑ για τα εμπορικά μέτρα και για τη στασιμότητα, ως αιτίες για τις οικονομικές δυσκολίες που θα προκύψουν. Προσεγγίζοντας την τεράστια δεξαμενή της κινέζικης εθνικιστικής υπερηφάνειας και της σκοπιμότητας, θα παράσχει στην Κίνα, το πρόσχημα για να αντέξει έναν παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες - ειδικά από την στιγμή, η κυβέρνηση συνεχίζει να αποξενώνεται από τους φίλους και τους εχθρούς στην περιοχή.
Η ειρωνεία είναι , πως η Διεθνής Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership) προσφέρει περισσότερα κίνητρα για την Κίνα να τηρεί τους κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου από οποιοδήποτε άλλο εργαλείο στη διάθεση της χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ. Ως βιώσιμη συμφωνία, η TPP είναι ανοιχτή σε νέα μέλη που είναι σε θέση να ανταποκριθούν στα σχετικά υψηλά πρότυπά της. Πολλές χώρες, πέρα ??από τις αρχικές 12 που υπέγραψαν, είχαν επενδύσει πολλά στην συμμετοχή τους, αναλαμβάνοντας όλα τα είδη των εγχώριων μεταρρυθμίσεων προκειμένου να πληρούν τις προϋποθέσεις για την ένταξη. Από το φόβο του αποκλεισμού, εν τω μεταξύ, αναζητούν μέσα κατοχύρωσης, όπως νέες επενδύσεις και αλυσίδες εφοδιασμού που αναπτύχθηκαν γύρω από τη νέα συμφωνία. Η Κίνα είναι σίγουρο ότι ενδιαφέρεται για την συμμετοχή τους στο TPP σε ένα λογικό διάστημα, κατά πάσα πιθανότητα, σε συνδυασμό με μια ενδεχόμενη αλλαγή ονόματος, κάτι σαν το «Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών της Ασίας-Ειρηνικού» (Free Trade Area of the Asia Pacific). Η μόχλευση αυτή, θα έδινε την ευκαιρία στις ΗΠΑ, να επιλύσουν διάφορα θέματα και να εκτονώσουν τις αναδυόμενες τριβές με την Κίνα. Απορρίφθηκε όμως, με την απόφαση του Προέδρου Trump να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το TPP κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας του στο γραφείο…
Προς το παρόν, οι ισχύοντες κανόνες του διεθνούς εμπορίου παραμείνουν ανέπαφοι και συνεχίζουν να εξασφαλίζουν ότι τα χειρότερα είδη παραβάσεων – όπως η μονομερής προσφυγή σε μέτρα προστατευτισμού - παραμένουν παρακινδυνευμένα και αποθαρρύνονται. Όλα τα μέρη συνεχίζουν να επιδιώκουν την επίλυση των εμπορικών διαφορών μέσω του ΠΟΕ και η πολιτική όλων παραμένει υπό την προστασία ενός «νομικού προστατευτισμού με ένδικα μέσα», ελπίζοντας ότι το σύστημα θα μειώσει την πιθανότητα ενός εμπορικού πολέμου. Αλλά με έναν πρόεδρο ο οποίος μιλά συνεχώς για τη «νίκη», λες και έχει ξεσπάσει σύρραξη, και μια κινεζική κυβέρνηση που υπόσχεται να μην υποχωρήσει, το αναπόφευκτο φαίνεται ότι μόνο θέμα χρόνου.
Η απειλή μοιάζει σαν μια επικείμενη σύγκρουση τραίνων που την βλέπουμε, σε αργή κίνηση, να έρχεται αλλά είμαστε ανίκανοι να την σταματήσουμε. Δεν έχουν πλέον τα γεγονότα σημασία. Δεν είναι θέμα διάθεσης για προσεκτική αντιμετώπιση του ζητήματος. Δεν μπορούμε πλέον να υποθέσουμε ότι θα επικρατήσει η ψυχρή λογική. Τα προστατευτικά κιγκλιδώματα και τα φρένα έκτακτης ανάγκης που εμπόδισαν την ρήξη στο παρελθόν έχουν σπάσει. Πού αλλού μπορεί να εξωθήσει η έκβαση των συνθηκών τα πράγματα από την άβυσσο;
Ο Daniel Ikenson είναι διευθυντής του Herbert A. Stiefel, Κέντρου Εμπορίου και Πολιτικών Μελετών του Cato Institute
Το άρθρο μεταφράστηκε για το Liberal, αφού πρώτα εξασφαλίστηκε η άδεια δημοσίευσης από το ΚΕΦΙΜ.