Οικονομικά της συμπεριφοράς και οικονομικά της ελεύθερης αγοράς
shutterstock
shutterstock

Οικονομικά της συμπεριφοράς και οικονομικά της ελεύθερης αγοράς

Γράφει ο Leonidas Zelmanovitz

 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, το ιδεώδες μιας κοινωνίας με ελεύθερες αγορές ήταν ξεκάθαρα μη δημοφιλές στο κοινό.

Ο Μεγάλος Πόλεμος τερμάτισε τον «αιώνα του φιλελευθερισμού» (1815-1914) και η Μεγάλη Ύφεση πίεσε τις κυβερνήσεις όλων των πολιτικών αποχρώσεων να παρέμβουν στην οικονομία και να απεμπλακούν από το ελεύθερο εμπόριο. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε στη συνέχεια καταστροφή και θάνατο σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά επίσης, χάρη στην κολοσσιαία προσπάθεια των Σοβιετικών για τη νίκη, και μια ορισμένη κατανόηση ότι στις ιδεολογικές συγκρούσεις, ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί ανώτερος από άλλες μορφές κοινωνικών διαρρυθμίσεων.

Ο κλασικός φιλελευθερισμός είχε χάσει τις καρδιές και τα μυαλά των περισσότερων ψηφοφόρων από τις λίγες εναπομείνασες δημοκρατικές κοινωνίες που διατηρούσαν περιορισμένες και αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις, ιδιωτική ιδιοκτησία και οικονομίες βασισμένες στην αγορά.

Ωστόσο, εκείνη ακριβώς την εποχή, απαρατήρητος από τους πολλούς, ένας νέος φιλελευθερισμός διαμορφωνόταν χάρη στις προσπάθειες λίγων πρωτότυπων στοχαστών. Κατά καιρούς, μερικοί από αυτούς τους στοχαστές, μεταξύ αυτών και πολλοί οικονομολόγοι, συναντιόντουσαν στις εκδηλώσεις της Εταιρείας Mont Pelerin και αντάλλασσαν ιδέες.

Οι προσπάθειές τους κατέληξαν σε μια πιο εύρωστη κατανόηση του φαινομένου της αυθόρμητης τάξης. Αυτή η κατανόηση προέκυψε από νέες γνώσεις από την οικονομική επιστήμη, όπως πιο επεξεργασμένες ιδέες για την υποκειμενική φύση της οικονομικής αξίας, τα όρια των γνώσεών μας για την οικονομία και τον δυναμικό χαρακτήρα της οικονομικής δραστηριότητας, για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Το άρθρο του Φρίντριχ Χάγιεκ The Use of Knowledge in Society που δημοσιεύθηκε το 1945 είναι εμβληματικό μεταξύ αυτών των συνεισφορών: Το πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας δεν είναι να κατανείμουμε γνωστούς πόρους σε γνωστές ανάγκες, αλλά το πώς να συντονίσουμε τη διάσπαρτη γνώση που κατέχουν τα άτομα και είναι αδύνατο να συλληφθεί από τις στατιστικές ή οποιαδήποτε άλλη βάση δεδομένων που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί «επιστημονικά».

Όλες αυτές οι έννοιες είχαν χαθεί από την κυρίαρχη οικονομική σκέψη, μαζί με τα διδάγματα για τον άνθρωπο και την κοινωνία από τη Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων του Adam Smith. Η κλασική οικονομική σκέψη φαινόταν να βασίζεται αποκλειστικά στον Πλούτο των Εθνών του Άνταμ Σμιθ. Μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, η οικονομική επιστήμη και, κατ' επέκταση, η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων είχε συνδεθεί με τον ωφελιμισμό, που υποτιμητικά αποκαλούνταν «Μαντσεστερισμός».

Χρειάστηκε περίπου ένας αιώνας ώστε να γίνει κατανοητό πως η τελειομανής ηθική είναι μια καλύτερη βάση για τη μη τελειομανή πολιτική (1) και μια πιο στρογγυλεμένη ηθική βάση για την ελευθερία και την ευθύνη, όπως προτάθηκε από νεοαριστοτελιστές φιλοσόφους εντός και εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, η ανάπτυξη νέων επιστημονικών κλάδων κατά μήκος των συνόρων των παραδοσιακών, όπως το Δίκαιο & Οικονομία και η Δημόσια Επιλογή, προσέφερε νέους τρόπους για να βλέπουμε τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που αμφισβητούσαν τα κίνητρα και την ικανότητα των πολιτικών παραγόντων να «κάνουν το καλό». Αυτές οι εξελίξεις έδωσαν νέα επιχειρήματα για την υποστήριξη κοινωνικών ρυθμίσεων που εγγυώνται την άσκηση της ατομικής ελευθερίας και της ευθύνης ως την καλύτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης για την προώθηση της ανθρώπινης ευημερίας.

Η επιτυχία των νεοφιλελεύθερων στη χρήση των προόδων των κοινωνικών επιστημών ως απόδειξη υπέρ των κοινωνικών ρυθμίσεων που βασίζονται στην ελευθερία και την ευθύνη δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους επικριτές και τους ξεκάθαρους εχθρούς της ανοιχτής κοινωνίας. Σύντομα εμφανίστηκε η αντίδραση.

Στη νομική θεωρία, η Τρίτης Γενιάς Θεωρία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Karel Vasak το 1977 είχε ξεκάθαρα ως στόχο να αμφισβητήσει την υπόθεση ότι μόνο τα άτομα έχουν δικαιώματα (2). Αυτή η θεωρία αμφισβήτησε κάθε άμυνα ενάντια στην καταπάτηση των ατομικών δικαιωμάτων από τη ν εκάστοτε συλλογικότητα.

Επίσης στη νομική θεωρία, οι Critical Legal Studies (Κριτική Μελέτη Δικαίου), όπως προτάθηκαν τη δεκαετία του 1970 από τον Roberto Mangabeira Unger και άλλους στο Χάρβαρντ, υποστήριξαν ότι η ιδέα πως το νομικό σύστημα υπάρχει για να αποδίδει δικαιοσύνη είναι μύθος. Αντιθέτως, το νομικό σύστημα είναι μάλλον ένα όργανο ταξικής εκμετάλλευσης και, ως εκ τούτου, είναι απολύτως αποδεκτό να χρησιμοποιείται το νομικό σύστημα ως όργανο πολιτικής πάλης από την αριστερά. Άλλωστε, όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποι αυτής της προσέγγισης, αυτό πάντα γινόταν από τη δεξιά.

Στον τομέα της οικονομικής επιστήμης και σε αντίθεση με τις βασικές παραδοχές της νεοκλασικής σύνθεσης, η οποία υποθέτει στα μοντέλα της ότι οι αγορές βελτιστοποιούν την οικονομική δραστηριότητα με τη δράση οικονομικών παραγόντων που ενεργούν ορθολογικά και διαθέτουν τέλεια πληροφόρηση, δημιουργήθηκε το νέο γνωστικό αντικείμενο των Συμπεριφορικών Οικονομικών.

Η πρόθεσή μου στο υπόλοιπο αυτού του δοκιμίου είναι να εξετάσω τη συμβολή Συμπεριφορικών Οικονομικών στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τη φιλελεύθερη τάξη.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτής της νέας προσέγγισης, ας διερευνήσουμε την ελευθερία και τα όριά της στην «Προσέγγιση της Αγοράς στην Ανθρώπινη Συμπεριφορά» από τη μια πλευρά και στα «Συμπεριφορικά Οικονομικά» από την άλλη. Τα τελευταία προτείνουν ότι, αν και οι άνθρωποι δεν είναι ανορθολογικοί, συχνά χρειάζονται βοήθεια για να κάνουν ακριβείς κρίσεις και να λαμβάνουν καλύτερες αποφάσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρέπει να χρησιμοποιηθούν πολιτικές και θεσμοί για την παροχή αυτής της βοήθειας. Η πρώτη από τις δύο σχολή σκέψης υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να μένουν μακριά…. Ως εκ τούτου, πολλά διακυβεύονται στη διαλεκτική αντιπαράθεση των δύο αυτών θέσεων.

Τα συμπεριφορικά οικονομικά θέλουν να αμφισβητήσουν τα οικονομικά θεμέλια της ατομικής ελευθερίας με το επιχείρημα ότι, κατά καιρούς, πρέπει να τίθενται όρια στην ελευθερία προκειμένου να βελτιώνεται η ευημερία.

Άραγε ήταν κάποια από τα ζητήματα που έφεραν στη σύγχρονη οικονομική συζήτηση οι υποστηρικτές των Συμπεριφορικών Οικονομικών ήδη παρόντα στην κλασική οικονομική σκέψη όπως αυτή προτάθηκε από τον Άνταμ Σμιθ; Η απάντηση είναι καταφατική, αν και ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες χάθηκαν αργότερα από τα νεοκλασικά οικονομικά. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα γραπτά του Karl Brunner (1916-1989), μια προσπάθεια να εξεταστούν πιο ρεαλιστικές υποθέσεις σχετικά με τα ανθρώπινα κίνητρα και τους περιορισμούς στη γνώση των οικονομικών παραγόντων καταβάλλεται στο πλαίσιο της κυρίαρχης οικονομικής επιστήμης, ακόμη και πριν από κάποιες από τις πρόσφατες έρευνες για την οικονομική συμπεριφορά.

Επιπλέον, αν συγκρίνουμε την προσέγγιση της ελεύθερης αγοράς με τα Συμπεριφορικά Οικονομικά, μπορούμε να εντοπίσουμε δύο στρατόπεδα. Από τη μία πλευρά, ορισμένοι θεωρούν τα Συμπεριφορικά Οικονομικά μια χρήσιμη προσθήκη στο επιστημονικό παράδειγμα του οικονομικού ορθολογισμού, που το βοηθά να γίνει πιο ρεαλιστικό.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Gary Becker, ο οποίος έγραψε το 2007:

«… ο σύγχρονος κλασικός φιλελευθερισμός (classical libertarianism) βασίζεται όχι στην υπόθεση ότι τα άτομα παίρνουν πάντα τις σωστές αποφάσεις, αλλά μάλλον ότι στη συντριπτική πλειονότητα των καταστάσεων τα καταφέρνουν καλύτερα για τον εαυτό τους από ό,τι θα μπορούσαν να κάνουν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι για αυτούς. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς κλασικός ελευθεριακός—διαφέρω σε ορισμένα ζητήματα από τη θέση τους—για να αναγνωρίσει ότι το επιχείρημα υπέρ του σύγχρονου κλασικού φιλελευθερισμού δεν αποδυναμώνεται από τη βιβλιογραφία που εμπνέει τον ελευθεριακό πατερναλισμό. Πράγματι, αν τις ίδιες ανησυχίες τις εφαρμόσει κανείς τόσο στους κρατικούς αξιωματούχους και τους διανοούμενους όσο και σε εμάς τους υπόλοιπους, το επιχείρημα υπέρ του σύγχρονου κλασικού φιλελευθερισμού μπορεί ακόμη και να ενισχυθεί!»(3)

Για άλλους, τα ζητήματα που εγείρουν οι συμπεριφορικοί οικονομολόγοι σκοπεύουν να παραποιήσουν τις αφετηριακές υποθέσεις ότι τα οικονομικά υποκείμενα ενεργούν ορθολογικά.

Όσοι βλέπουν τα Συμπεριφορικά Οικονομικά ως μια προσθήκη στο επιστημονικό παράδειγμα της ορθολογικής επιλογής επισημαίνουν τη γραμμή της έρευνας που απλώς επεκτείνει την οικονομική προσέγγιση σε πεδία ανθρώπινης δράσης εκτός της καθαρά οικονομικής δραστηριότητας και στην έρευνα που σκοπό είχε να εξηγήσει το πώς κάποιες μορφές συμπεριφοράς που, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται ανορθολογικές μπορούν στην πραγματικότητα να εξηγηθούν ως αποτέλεσμα ορθολογικών επιλογών.

Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν συμπεριφορικοί οικονομολόγοι που βασίζονται σε αστήρικτους ισχυρισμούς και αποσκοπούν στην απαξίωση του παραδείγματος της ορθολογικής επιλογής, καθώς αυτό το παράδειγμα θεωρείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, ως μια ισχυρή δικαιολόγηση των ελεύθερων αγορών και της ελεύθερης επιχειρηματικότητας.

Πάρτε για παράδειγμα, τρεις σημαντικές συμπεριφορικές προκαταλήψεις που αναφέρονται από τους οικονομολόγους της συμπεριφοράς: υπερβολική αυτοπεποίθηση, αποστροφή έναντι της απώλειας, και έλλειψη αυτοελέγχου. Το ερώτημα δεν είναι αν τα ανθρώπινα όντα επιδεικνύουν ποτέ αυτές τις προκαταλήψεις, αλλά αν η παρουσία αυτών των προκαταλήψεων είναι αρκετή για να καταρρίψει την υπόθεση της ορθολογικής συμπεριφοράς που στηρίζει την ιδέα της ατομικής ευθύνης.

Για παράδειγμα, κάποιες μορφές συμπεριφοράς, όπως η έλλειψη αυτοελέγχου ή η προκατάληψη υπέρ των βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων, μπορούν να δικαιολογηθούν σε ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες η χρονική προτίμηση των συγκεκριμένων υποκειμένων δράσης μπορεί να είναι στρεβλωμένη, όπως συμβαίνει με τις περιπτώσεις των στρατιωτών σε περίπτωση πολέμου, με τους ασθενείς σε τελικό στάδιο, με τα άτομα που ζουν σε γενικώς επικίνδυνα περιβάλλοντα, κ.λπ.

Ωστόσο, κατά του καπιταλισμού δεν εγείρονται μόνο οικονομικά επιχειρήματα που βασίζονται σε προκαταλήψεις συμπεριφοράς. Επιπλέον, η ηθική επίκριση των αγορών βασίζεται κι αυτή στους ισχυρισμούς περί συμπεριφορικών προκαταλήψεων. Σε ένα άρθρο του 2013, για παράδειγμα, ο Michael Sandel ασκεί κριτική στο δοκίμιο του Dennis Robertson του 1954 με τίτλο What Does the Economist Economize? λέγοντας ότι «παραβλέπει την πιθανότητα η ικανότητά μας για αγάπη και καλοσύνη να μην εξαντλείται με τη χρήση αλλά διευρύνεται με την εξάσκηση». (4) Το σχόλιό του παραγνωρίζει εντελώς το επιχείρημα που διατυπώθηκε από τον Robertson και, πριν από αυτόν, από τον Adam Smith, ότι χάρη στις συναλλαγές της αγοράς δεν χρειάζεται να γίνουμε φίλοι με «τον κρεοπώλη, τον ζυθοποιό και τον φούρναρη» για να υπολογίζουμε στις καλές υπηρεσίες τους και, επομένως, μπορούμε να εξοικονομήσουμε τον περιορισμένο χρόνο μας για αυτούς που νοιαζόμαστε, όπως η οικογένεια και οι φίλοι μας. Στη Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων, ο Άνταμ Σμιθ λέει χαρακτηριστικά: «Η κοινωνία μπορεί να επιβιώσει με διαφορετικούς ανθρώπους, όπως και με διαφορετικούς εμπόρους, από την αίσθηση της χρησιμότητάς της, χωρίς καμία αμοιβαία αγάπη ή στοργή - και παρόλο που κανένας άνθρωπος στην κοινωνία αυτή δεν πρέπει να οφείλει καμία υποχρέωση ή να δεσμεύεται με ευγνωμοσύνη προς οποιονδήποτε άλλον, η κοινωνία αυτή μπορεί και πάλι να σταθεί από μια ιδιοτελή ανταλλαγή καλών υπηρεσιών σε με μια συμφωνημένη αξία».

O (λανθασμένος) ισχυρισμός για την ανθρώπινη συμπεριφορά που χρησιμοποίησε ο Sandel για να επικρίνει τους λόγους που οι άνθρωποι συμμετέχουν στις αγορές εάν τους δοθεί η ευκαιρία, καταδεικνύει τη ρητορική δύναμη τέτοιων επιχειρημάτων και το γιατί οι αριστεροί βλέπουν τέτοια αξία σε αυτά.

Τόσο οι ορθολογικές όσο και οι συμπεριφορικές γραμμές σκέψης σχετικά με τις συμπεριφορικές προκαταλήψεις συγκλίνουν στη συζήτηση σχετικά με το σχεδιασμό της δημόσιας πολιτικής που είναι πιο γνωστός ως «nudging» (παρώθηση). Πρόκειται για την ιδέα ότι η μορφή με την οποία παρουσιάζονται οι επιλογές οδηγεί σε προβλέψιμες αλλαγές στη συμπεριφορά των ανθρώπων χωρίς την ανάγκη επιβολής εντολών. Προσωπικά πιστεύω ότι η ιδέα πως οι εταιρικοί ή κυβερνητικοί γραφειοκράτες μπορεί να έχουν κατά νου το βέλτιστο συμφέρον του κοινού όταν αποφασίζουν για τις «προεπιλεγμένες» επιλογές κατά τη διαδικασία πλαισίωσης των επιλογών που θα διατεθούν στο κοινό φαίνεται γελοία. Θεωρώ επίσης μη ρεαλιστική την υπόθεση ότι οι άνθρωποι θα το πίστευαν αυτό.

Αναλογιστείτε το πώς οι Richard Thaler και Cass Sunstein εξετάζουν στο βιβλίο τους του 2021 Nudge: The Final Edition την αποταμίευση για τη συνταξιοδότηση. Για αυτούς, «ορισμένοι άνθρωποι είναι σαφές ότι αποταμιεύουν υπερβολικά λίγα χρήματα». Πρώτον, αυτή είναι η άποψη των συγγραφέων αφηρημένα, χωρίς να μπαίνουν στη θέση των ανθρώπων που λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις, αν και αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα επικεντρώνεται στις περιπτώσεις στις οποίες οι εργοδότες δεν προσφέρουν συνταξιοδοτικό πρόγραμμα.

Ωστόσο, οι συγγραφείς δεν εξετάζουν το γιατί ορισμένοι εργοδότες αποφάσισαν να μην προσφέρουν συνταξιοδοτικά προγράμματα. Η λύση τους; Να αναγκαστεί κάθε εργοδότης που δεν προσφέρει συνταξιοδοτικό πρόγραμμα να δημιουργήσει μια θέση προεπιλογής με την οποία οι υπάλληλοί του θα εγγράφονται αυτόματα σε ένα συνταξιοδοτικό ταμείο το οποίο θα διαχειρίζεται η κυβέρνηση πέρα από τις εισφορές Κοινωνικής Ασφάλισης. Αν με ρωτούσατε, θα έλεγα ότι ο τρόπος με τον οποίο εξετάζουν το θέμα δεν αφορά  καθόλου μια «εγγενή» μεροληψία να μην αποταμιεύουμε αρκετά για τη συνταξιοδότηση. Πιθανότατα, οι εργαζόμενοι που δεν έχουν αποταμιεύσεις έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν με τα χρήματά τους στις συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν την εκάστοτε στιγμή.

Για παράδειγμα, αυτοί οι εργαζόμενοι μπορεί να επενδύουν στα παιδιά τους, αναμένοντας να λάβουν υποστήριξη από αυτά αργότερα, ή σε οποιοδήποτε άλλο άτυπο σύστημα συνταξιοδότησης. Επιπλέον, η προτεινόμενη παρώθηση των Thaler και Sunstein θα μπορούσε να παραγκωνίσει αυτές τις ενέργειες (π.χ. την επένδυση στην εκπαίδευση των παιδιών). Τελικά, φαίνεται ότι η προτεινόμενη «λύση» τους έχει να κάνει με την αύξηση του ποσού των κονδυλίων υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης.

Στη συνέχεια, αναλογιστείτε το πώς εξετάζουν οι Thaler και Sunstein στο ίδιο βιβλίο τους κανόνες για τη δωρεά οργάνων και πώς θα αυξήσουμε τη διαθεσιμότητα οργάνων για μεταμοσχεύσεις χωρίς να σταματήσουμε να σεβόμαστε τις ατομικές προτιμήσεις. Το συμπέρασμά τους είναι ότι «οι προεπιλεγμένες θέσεις έχουν τεράστιο αντίκτυπο στην παρακίνηση προτιμήσεων», που σε απλά αγγλικά σημαίνει ότι μπορούν να βασίζονται στην τάση των περισσότερων ανθρώπων να αποδέχονται οτιδήποτε τους προτείνεται από άτομα σε θέση εξουσίας και με αυτό να συναινούν σε πράγματα που διαφορετικά δεν θα έπαιρναν την πρωτοβουλία να κάνουν.

Μια τέτοια υπόθεση μπορεί να είναι αληθινή, αλλά προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται αυτές τις αρχές ως αξιόπιστες και ότι έχουν κατά νου το καλύτερο συμφέρον τους. Σκεφτείτε το. Εάν μια αεροπορική εταιρεία ή μια τηλεφωνική εταιρεία ή οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που έχει χαράξει για τον εαυτό της ένα οιονεί μονοπώλιο σας πρόσφερε μια «συμφωνία», θα υποθέτατε ότι έχει κατά νου το συμφέρον σας; Μια τέτοια υπόθεση μου φαίνεται αμφίβολη. Επομένως, οι «προεπιλεγμένες» θέσεις δεν βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν «αυτό που πραγματικά θέλουν», είναι απλώς πιο λεπτοί τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι εξαναγκάζονται να κάνουν πράγματα που δεν θέλουν να κάνουν.

Τέλος, αναλογιστείτε τις θέσεις τους σχετικά με τη «διάσωση του πλανήτη». Καταγγέλλουν το γεγονός ότι οι παρωθήσεις ώστε οι άνθρωποι να εξοικονομήσουν ενέργεια ή ακόμη και ορισμένες ρυθμιστικές εντολές, όπως αυτές που υποβαθμίζουν την απόδοση των οικιακών συσκευών ή μειώνουν τη ροή του νερού στα ντους δεν επαρκούν για να παρακινήσουν τους καταναλωτές να κάνουν πραγματικά αυτό που θέλουν, όπως το δηλώνουν στις σχετικές συζητήσεις. Το αποδίδουν αυτό σε τέτοιο βαθμό στις προαναφερθείσες συμπεριφορικές προκαταλήψεις ώστε αναγκάζονται να εγκαταλείψουν κάθε πρόσχημα «φιλελεύθερου πατερναλισμού» και απλώς να επιβάλουν μια πιο αυστηρή ρύθμιση.

Ωστόσο, αυτό παραβλέπει μια σειρά από πράγματα. Πρώτον, ίσως οι άνθρωποι δεν είναι πεπεισμένοι ότι υπάρχει αυτή η ισχυρή σχέση μεταξύ των αερίων του θερμοκηπίου και της θερμοκρασίας. Δεύτερον, ακόμα κι αν υπάρχει σχέση, δεν βρισκόμαστε σε «κλιματική κρίση» και δεν υπάρχει λόγος να θυσιάσουμε την τρέχουσα ευημερία μας για πράγματα που θα χρειαστούν αιώνες για να αποκαλυφθούν, αν συμβούν. Τέλος, παραβλέπουν τελείως το ότι εάν οι άνθρωποι αναγκαστούν να χρησιμοποιούν πλυντήρια που δεν πλένουν και ντουζιέρες που δεν ρίχνουν αρκετό νερό προς ικανοποίηση των χρηστών, θα βρουν τρόπους να παρακάμψουν αυτά τα πράγματα, εάν κάτι τέτοιο τους είναι εφικτό.

Η κατακλείδα είναι ότι οι συνεισφορές των συμπεριφορικών οικονομικών στην πιο εύρωστη κατανόηση της οικονομικής δραστηριότητας απαιτούν πολλές θεωρητικές στρεβλώσεις ώστε να χρησιμοποιηθούν ως όπλα ενάντια στη φιλελεύθερη τάξη, και ένας καλός τρόπος για να ελεγχθεί η πιθανή ζημιά τέτοιων καταχρήσεων είναι να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δηλαδή ιδεολογικό μυστικισμό. Σκεφτείτε τον Daniel Kahneman στο Thinking, Fast and Slow του 2012:

«Η ελευθερία έχει ένα κόστος, το οποίο επωμίζονται τα άτομα που κάνουν κακές επιλογές και την κοινωνία που αισθάνεται υποχρεωμένη να τα βοηθήσει».

Αυτός ο διακεκριμένος συγγραφέας δημιουργεί αρχικά έναν αχυράνθρωπο υποστηρίζοντας ότι η οικονομική προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς προϋποθέτει «τέλειο ορθολογισμό», και στη συνέχεια απορρίπτει τα πλεονεκτήματα των κοινωνικών διαρρυθμίσεων που βασίζονται στην ελευθερία και την ευθύνη βάσει του ότι τα πραγματικά ανθρώπινα όντα είναι πιο περίπλοκα από αυτό που υποθέτουν τα οικονομικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται καθαρά ως ευρετικά εργαλεία.

Ολόκληρο το οικοδόμημα του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να γίνει κατανοητό ως μια διανοητική προσπάθεια για τον εντοπισμό νέων ιδεών που θα μπορούσαν να πείσουν «αρκετά άτομα» (όσα χρειάζονται για την υποστήριξη πολιτικών) υπέρ της ελευθερίας και της ευθύνης ως των θεμελίων μιας ανοιχτής και ευημερούσας κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, ένα σημαντικό μέρος της ερευνητικής ατζέντας του κλάδου που σήμερα ονομάζεται Συμπεριφορικά Οικονομικά μπορεί να θεωρηθεί ως αντίδραση στον νεοφιλελευθερισμό και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Σημειώσεις

  1. Βλ. See Douglas B. Rasmussen and Douglas J. Den Uyl’s Norms of Liberty: A Perfectionist Basis for Non-Perfectionist Policies, Pennsylvania State University Press, 2005.

  2. Steven L. B. Jensen, “Putting to rest the Three Generations Theory of human rights.” OpenGlobalRights.org, Nov. 15, 2017. Accessed December 29, 2022.

  3. Gary Becker, Libertarian Paternalism: A Critique. Becker-Posner blog, Jan. 1, 2014.

  4. Michael J. Sandel, “Market Reasoning as Moral Reasoning: Why Economists Should Re-Engage with Political Philosophy,” The Journal of Economic Perspectives. Vol. 27, No. 4 (Fall 2013).

 

*Ο Leonidas Zelmanovitz είναι νομικός και διδάκτωρ οικονομικών, διακεκριμένο στέλεχος του Liberty Fund.

**Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 2 Ιανουαρίου 2023 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Freedom και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.