Γράφει ο James Pethokoukis
Ενώ συχνά περιγράφουμε την αμερικανική πολιτική με τους όρους «αριστερά» και «δεξιά», ένα άλλο θεμελιώδες χάσμα εντοπίζεται μεταξύ του δυναμισμού και της στάσης. Οι «δυναμιστές», υποστήριξε το 1998 η Βιρτζίνια Πόστρελ στο βιβλίο της The Future and Its Enemies, ασπάζονται τον κίνδυνο και τη δημιουργική καταστροφή.
Οι «στασίστες», από την άλλη πλευρά, ευνοούν τον ιεραρχικό έλεγχο επιδιώκοντας τη σταθερότητα. Καθώς οι δυναμιστές και οι στασιστές και στα δύο κόμματα των ΗΠΑ προσπαθούν να κατανοήσουν τον τεχνοκρατικό σχεδιασμό, την παγκοσμιοποίηση και τις επιπτώσεις της τεχνολογίας, αξίζει να επανεξετάσουμε αυτό το πλαίσιο αναφοράς. Για να συζητήσουμε την κατάσταση του δυναμισμού στην Αμερική και πολλά άλλα, φιλοξένησα τη Βιρτζίνια Πόστρελ σε πρόσφατο επεισόδιο του Political Economy.
Η Β. Πόστρελ είναι αρθρογράφος του Bloomberg Opinion και επισκέπτρια συνεργάτιδα στο Smith Institute for Political Economy and Philosophy στο Πανεπιστήμιο Chapman. Είναι η συγγραφέας των βιβλίων The Future and Its Enemies, The Substance of Style και The Power of Glamour. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το The Fabric of Civilization: How Textiles Made the World.
Ακολουθεί μια σύνοψη της απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας μας. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συζήτησή μας εδώ. Μπορείτε επίσης να εγγραφείτε στο podcast μου στο Apple Podcasts ή στο Stitcher ή να το κατεβάσετε στο Ricochet.
Pethokoukis: Πιστεύετε ότι η πανδημία έχει κάνει την αμερικανική κοινωνία πιο «δυναμική» και ριψοκίνδυνη ή αντίθετα πιο φοβική έναντι του ρίσκου και «στατική»;
Postrel: Νομίζω ότι έχει εντείνει ορισμένες διαιρετικές τομές: Οι ερμηνείες των ανθρώπων αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό την τάση τους έναντι του δυναμισμού και της στασιμότητας. Όσοι ανήκουμε περισσότερο στο στρατόπεδο των δυναμιστών τείνουμε να πούμε, «Αναλογιστείτε τι συνέβη μετά εμβόλια. Είναι θαύμα το γεγονός ότι μπορέσαμε να τα κατασκευάσουμε τόσο γρήγορα». Από την άλλη πλευρά, είδαμε επίσης πόσοι άνθρωποι είναι εξαιρετικά φοβικοί έναντι του ρίσκου.
Postrel: Από την άλλη, δεν μπορώ να πω ότι οι άνθρωποι που αντιστάθηκαν σε αυτή τη συντριπτική παρόρμηση για τη ρύθμιση των πάντων απόλαυσαν μια κάποια δόξα, καθώς υπήρξε τόσο πολύ μίσος που εκτοξεύτηκε και τόση, ας το πούμε έτσι, τρέλα: Είδαμε ανθρώπους που συνδύαζαν λογικά επιχειρήματα ως προς το κόστος και τα οφέλη με θεωρίες συνωμοσίας ή με άκρως πολιτικοποιημένες δηλώσεις που δεν αναγνώριζαν εύλογες ανησυχίες. Νομίζω ότι ο δυναμισμός μέσω της πανδημίας άλλαξε σε σχέση προς το παρελθόν, όχι όμως αναγκαστικά προς το χειρότερο.
Pethokoukis: Το The Power of Glamour σας δίνει κάποιες ιδέες ως προς τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;
Postrel: Ναι, αν και δεν εξετάζω αυτό το θέμα στο βιβλίο. Ένα από τα πράγματα που συνέβησαν σχεδόν την ώρα που το βιβλίο τυπωνόταν ήταν αυτή η έκρηξη ιδιαίτερα του Instagram. Ιδιαίτερα σε αυτούς τους εξαιρετικά οπτικούς τύπους των κοινωνικών μέσων όπως το Instagram, οι άνθρωποι δημιουργούν εκδόσεις της ζωής τους που είναι γυαλιστερές, που δημιουργούν προβολή και λαχτάρα και κρύβουν ελαττώματα.
Και μετά, φυσικά, ενώ γνωρίζουν όλα τα πράγματα που μένουν έξω, κοιτάζουν τους φίλους τους και λένε, «Πώς γίνεται η ζωή τους να είναι τέλεια και η δική μου όχι;» Και τρελαίνονται. Και αν είναι έφηβες, τότε είναι χειρότερο, γιατί οι έφηβες έχουν μια τρέλα (το ίδιο συμβαίνει και με τα αγόρια στην εφηβεία, αλλά δεν έχω μια άμεση εμπειρία από αυτό).
Αυτό είναι λοιπόν ένα πράγμα που μας λέει το βιβλίο για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: η δημιουργία λαμπερών εκδοχών της πραγματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της δικής μας ατομικής πραγματικότητας, μια από κάτω προς τα πάνω σχεδιασμένη πραγματικότητα, αν θέλετε.
Pethokoukis: Φαινόταν ότι υπήρχε μια περίοδος που θεωρούσαμε τη Silicon Valley και αυτούς τους επιχειρηματίες ως ιδιαίτερα λαμπερούς, και η αντίληψη αυτή ήταν ως ένα βαθμό διακομματική. Αυτό δεν ισχύει το ίδιο πλέον. Η Silicon Valley έχει πρόβλημα αίγλης;
Postrel: Ναι, έτσι νομίζω. Η κορύφωση της αίγλης της Silicon Valley ήταν η ταινία The Social Network. Παρόλο που η εικόνα που προέβαλλε ήταν κάπως αρνητική από πολλές απόψεις, έκανε πολλούς νέους ανθρώπους να σκεφτούν, «Α, θα ήθελα και εγώ να το κάνω αυτό» - αλλά είχε και μια αιχμή.
Και έτσι νομίζω ότι εκεί κάπως κορυφώθηκε η αίγλη, με την έννοια ότι μετά οι τροχοί άρχισαν να γυρίζουν και αυτό σίγουρα σχετίζεται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εν μέρει νομίζω ότι ίσως έκανε τα προϊόντα της τεχνολογίας υπερβολικά οικεία. Το άλλο είναι ότι ο Steve Jobs ήταν πραγματικά λαμπερός και ταυτόχρονα χαρισματικός. Και υπήρχε όλη αυτή η γενιά που λάτρευε τον Steve Jobs, και μετά πέθανε και δεν βρισκόταν πια στη σκηνή για να αποτελεί την επιτομή της τεχνολογίας που άρεσε στους ανθρώπους.
Ο Έλον Μασκ, σε κάποιο βαθμό, παίζει αυτόν τον ρόλο, αλλά οι φοιτητές μου πάντα σπεύδουν να μου πουν ότι μεγάλωσε προνομιούχος ή κάτι τέτοιο. Δεν θέλουν να του αποδώσουν δώσουν πολλά εύσημα και αίγλη.
Pethokoukis: Τι μάθατε για τους Λουδίτες όταν γράφατε το The Fabric of Civilization;
Postrel: Για χιλιάδες χρόνια, οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο περνούσαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους κλώθοντας. Όταν ήρθε η Βιομηχανική Επανάσταση στα τέλη του 18ου αιώνα, αρχίσαμε να αποκτάμε κλωστικές μηχανές που αυτοματοποιούν αυτή τη διαδικασία.
Έχουμε και βίαιες διαμαρτυρίες—ανθρώπους που επιτίθενται σωματικά στους μύλους—καθώς και μη βίαιες διαμαρτυρίες—άνθρωπους που πηγαίνουν στο βρετανικό κοινοβούλιο για να πουν: «Κάντε κάτι. Θέστε εκτός νόμου αυτά τα πράγματα». Αν έβγαζες τα προς το ζην σου κλώθοντας, σίγουρα είχες αναστατωθεί.
Ένας από τους μεγάλους ωφελούμενους ήταν οι υφάντρες στο χέρι, γιατί ξαφνικά από εκεί που δεν είχαν αρκετό νήμα να υφάνουν, έφτασαν να έχουν όλα τα νήματα που χρειάζονταν. Έπειτα μπήκαν οι αργαλειοί με τροχό, και εδώ είναι που έρχονται οι Λουδίτες.
Έτσι, οι αρχικοί Λουδίτες, οι οποίοι ήταν υφαντές με το χέρι που ανησυχούσαν για την απώλεια της δουλειάς τους, δεν ήταν ιδεολογικά αντίθετοι προς την τεχνολογία. Ήταν απλώς άνθρωποι με τα δικά τους συμφέροντα που ξεσηκώθηκαν, έσπασαν αργαλειούς, επιτέθηκαν σε εργοστάσια και τιμωρήθηκαν από την κυβέρνηση. Το ειρωνικό είναι πως οι Λουδίτες ήταν αυτοί που είχαν ωφεληθεί από μια προηγούμενη γενιά τεχνολογικής προόδου.
Pethokoukis: Ποια μαθήματα πρέπει να αντλήσουμε από την ιστορία των Λουδιτών;
Postrel: Το μάθημα που εγώ εξάγω είναι, πρώτα απ' όλα, ότι εμείς, ως κοινωνία, ως κόσμος, γινόμαστε καλύτεροι όταν επιτρέπουμε να προχωρήσουν αυτά τα πράγματα. Αυτό είναι το πρώτο. Και το δεύτερο, ότι υπάρχουν διαταραχές, και στον βαθμό που μπορούμε να να τις μετριάζουμε για μεμονωμένα άτομα, να τους τις εξαγοράζουμε, για να το πούμε έτσι, μάλλον θα έπρεπε να το κάνουμε. Και το τρίτο πράγμα είναι η παλιά ιδέα του Friedrich Hayek για την προσωπική αξία έναντι της αξίας στην αγορά.
Το γεγονός ότι κάτι έχει μια κάποια αξία στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή είναι αυστηρά θέμα —ο ίδιος ο Χάγιεκ μάλιστα έτσι το έθεσε— προσφοράς και ζήτησης. Και αυτό δεν λέει τίποτα για την αξία σου ως άνθρωπος, και συχνά συγχέουμε αυτά τα δύο πράγματα. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν τους σέβονται, και επίσης οι άνθρωποι απολαμβάνουν μια επιτυχία, όπως αυτοί που ασχολούνται στην τεχνολογία, πιστεύουν ότι είναι καλύτεροι από όλους τους άλλους.
Αυτή η αλαζονεία συμβάλλει στην πυροδότηση αντιδράσεων. Οπότε ναι, πρόκειται για μια διαμάχη που χρονολογείται τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα. Αλλά αν κοιτάξουμε πιο μακροπρόθεσμα, καταλαβαίνουμε αυτό που η Deirdre McCloskey αποκαλεί «ο Μεγάλος Εμπλουτισμός» - που δεν είναι μόνο ένα απομονωμένο άλμα στην τεχνολογία, αλλά μια συνεχής οικοδόμηση τόσο σταδιακών, όσο και μακροοικονομικών επινοήσεων που βελτιώνουν τη ζωή όλων.
--
Ο James Pethokoukis κατέχει την έδρα Dewitt Wallace στο American Enterprise Institute, όπου είναι υπεύθυνος του μπλογκ AEIdeas και φιλοξενεί το εβδομαδιαίο podcast, “Political Economy with James Pethokoukis”. Η Virginia Postrel είναι συγγραφέας, αρθρογράφος στο Bloomberg Opinion, και επισκέπτρια ερευνήτρια στο Smith Institute for Political Economy and Philosophy στο Chapman University. Το τελευταίο βιβλίο της είναι το The Fabric of Civilization: How Textiles Made the World.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα αγγλικά στις 4 Μαΐου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του American Enterprise Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.