Του Alexander Hammond
H καναδική δεξαμενή σκέψης Fraser Institute επιβεβαίωσε αυτό που πολλοί από μας ήδη γνωρίζαμε - τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα τη Νότια Αφρική αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα. Από τους 42 δείκτες που μετρά η έκθεση για την Παγκόσμια Οικονομική Ελευθερία, η επίδοση της Νότιας Αφρικής έχει επιδεινωθεί ραγδαία στον τομέα εκείνο που πιθανότατα είναι ο σημαντικότερος για τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας και της ευημερίας μιας χώρας: την προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Το 2018 (την πιο πρόσφατη χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα), το Ινστιτούτο Fraser βρήκε ότι από τις 161 χώρες, η Νότια Αφρική κατατάσσεται σήμερα στην 82η θέση σε ό,τι αφορά την ισχύ της προστασίας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Αυτό αντιστοιχεί σε μια πτώση 68 θέσεων σε σχέση με το πού βρισκόταν η Νότια Αφρική μόλις πέντε χρόνια πριν, όταν το κράτος βρισκόταν στην αξιοπρεπή 14η θέση. Η προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στη Νότια Αφρική σήμερα βαθμολογείται ελάχιστα μόνο καλύτερα από χώρες όπως η Ρωσία και η Αίγυπτος και πολύ χειρότερα από χώρες όπως το Ιράκ, η Βραζιλία και το Καζακστάν.
Το ανησυχητικότερο όμως για τη Νότια Αφρική είναι ότι αυτή η ραγδαία επιδείνωση στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα ξεκίνησε πριν από τη πιθανή συνταγματική μεταρρύθμιση του άρθρου 25 που θα επέτρεπε την απαλλοτρίωση ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση. Αν αυτή η τροπολογία ψηφιστεί, θα σημάνει την περαιτέρω υπονόμευση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στη χώρα.
Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα είναι σημαντικά για αμέτρητους κοινωνικούς και ηθικούς λόγους, αλλά ένα από τα σαφέστερα οφέλη τους είναι η επίδρασή τους στην ενίσχυση της οικονομικής ευημερίας. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, οι οικονομίες που έχουν ισχυρότερα ιδιοκτησιακά δικαιώματα σημειώνουν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις απ’ ό,τι άλλες χώρες με πιο αδύναμη προστασία της ιδιοκτησίας.
Για την ανάδειξη αυτού του φαινομένου, πήρα τις 161 χώρες για τις οποίες έχει δεδομένα το Ινστιτούτο Fraser και τις χώρισα σε δεκατημόρια βάσει της ισχύος της προστασίας που παρέχουν στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Το δεκατημόριο “1” αντιπροσωπεύει το 10% των χωρών με τα ισχυρότερα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, και το δεκατημόριο “10” το 10% των χωρών με την πιο αδύναμη προστασία της ιδιοκτησίας. Βρίσκοντας το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε σημερινά δολάρια ΗΠΑ) για καθένα απ’ αυτά τα δεκατημόρια, καθίσταται προφανής η σημασία των ισχυρών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Οι χώρες στο δεκατημόριο με τα ισχυρότερα ιδιοκτησιακά δικαιώματα έχουν ένα τεράστιο μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ που αγγίζει τα 60.000 δολάρια και είναι 3098% περισσότερο απ’ ό,τι στο δεκατημόριο με τα πιο αδύναμα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Στο 6ο δεκατημόριο - όπου βρίσκεται σήμερα η Νότια Αφρική - το μέσο εισόδημα είναι 7,7 φορές μικρότερο από τον μέσο όρο στο ισχυρότερο δεκατημόριο.
Ενώ κάποιες παράμετροι όπως ο μικρός όγκος των ρυθμίσεων, η ελευθερία του εμπορίου, το υγιές νόμισμα και το μέγεθος του κράτους έχουν κρίσιμη σημασία σε ό,τι αφορά την οικονομική ευημερία, πολλά από αυτά τα συστατικά εξαρτώνται από την ύπαρξη ισχυρών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.
Πάρτε για παράδειγμα την ελευθερία του εμπορίου. Πολλοί θεωρούν τη μείωση των δασμών και το άνοιγμα των εγχώριων αγορών στην παγκόσμια οικονομία ως πανάκεια για την οικονομική ανάπτυξη. Πράγματι, σε μεγάλο βαθμό αυτό ισχύει. Χωρίς όμως ουσιώδη ιδιοκτησιακά δικαιώματα στα θεμέλια μιας κοινωνίας, οι πολίτες δεν έχουν τη βεβαιότητα ότι οι καρποί της εργασίας τους θα προστατεύονται και εξαφανίζεται το κίνητρο να επενδύσουν, να καινοτομήσουν ή να παράγουν κάτι ώστε να το πουλήσουν.
Δεδομένης της σημασίας των ισχυρών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, πιθανότατα δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι κατά το διάστημα 2013-8 (την περίοδο όταν η προστασία των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική έπεσε από το ισχυρότερο δεκατημόριο στο 6ο), το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά 6,7% ή κατά περίπου 500 δολάρια.
Δυστυχώς για τη Νότια Αφρική, η οικονομία από το 2018 έχει επιδεινωθεί περαιτέρω. Ακόμη και πριν οι πολιτικές για την αντιμετώπιση του κορονοϊού αποδεκατίσουν το ΑΕΠ της χώρας, παράγοντας μια ετήσια υποχώρηση της τάξης του 51%, η Νότια Αφρική βρισκόταν ήδη στη δεύτερη ύφεσή της τα τελευταία χρόνια και γνώρισε τη μακρότερη περίοδο οικονομικής υποχώρησης από το 1945. Το Κέντρο Ανάπτυξης και Επιχειρηματικότητας προβλέπει ότι η ανεργία των νέων μπορεί να φτάνει σήμερα το 70% (το οποίο στην πράξη σημαίνει ανασφαλή άτυπη απασχόληση για πολλούς) - μια αύξηση από το ήδη αστρονομικά υψηλό ποσοστό του 56% το 2019.
Κάποιοι οικονομολόγοι εκφράζουν την αισιοδοξία τους ότι μέχρι το 2023-4 η οικονομική δραστηριότητα θα έχει επιστρέψει στα λιγότερο θλιβερά, προ πανδημίας επίπεδα. Ας υποθέσουμε όμως ότι το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (ANC) θα πετύχει τον στόχο του να τροποποιήσει το άρθρο 25 του Συντάγματος έτσι ώστε όταν το κράτος απαλλοτριώνει ιδιωτική ιδιοκτησία η μηδενική αποζημίωση κατά περίεργο τρόπο θα μπορεί κι αυτή να θεωρείται “δίκαιη”. Σε αυτή την περίπτωση, κάθε υπόθεση για μια ουσιώδη οικονομική ανάκαμψη δεν έχει νόημα.
Όπως πρόσφατα επεσήμανε ο Τομ Πάλμερ, διακεκριμένο στέλεχος του Ινστιτούτου Cato: Είτε μιλάμε για το Καζακστάν τη δεκαετία του 1920, την Ουκρανία τη δεκαετία του 1930, την Κίνα τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ή τη Βενεζουέλα στις αρχές του 2000, το αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης χωρίς αποζημίωση παραμένει διαχρονικό και επώδυνα προβλέψιμο. Πάντα συνεπάγεται ελλείψεις τροφίμων, μαζική μετανάστευση (όπου αυτό επιτρέπεται) και αμέτρητους θανάτους.
Αν το ANC θέλει να αναζωογονήσει την ασθμαίνουσα οικονομία πρέπει να απορρίψει τη συνταγματική μεταρρύθμιση που αφορά την απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση και να ανακοινώσει τη δέσμευσή του να προστατεύει τα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Δυστυχώς δεδομένης της προσκόλλησης του Προέδρου Ραμαφόσα στην οικονομικώς αναλφάβητη πολιτική της απαλλοτρίωσης χωρίς αποζημίωση, αυτό το σενάριο δεν φαίνεται πιθανό.
Αν η συνταγματική τροποποίηση ψηφιστεί, τα ήδη αδύναμα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Νότιας Αφρικής θα αποδεκατιστούν ακόμη περαιτέρω όπως και κάθε ελπίδα για ένα μέλλον οικονομικής ευημερίας. Όπως επεσήμανα και στο παρελθόν, οι Νοτιοαφρικανοί δεν χρειάζεται παρά να δουν στον βορρά τη Ζιμπάμπουε για να διαπιστώσουν τις καταστροφικές συνέπειες αυτού του είδους της πολιτικής.
* * *
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο News 24.
Ο Alexander C.R. Hammond είναι σύμβουλος πολιτικής στον γενικό διευθυντή του Institute of Economic Affairs.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Σεπτεμβρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Institute of Economic Affairs και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.