Του Steven Horwitz*
Η αλλαγή στην Προεδρεία των ΗΠΑ δεν πρόκειται να μειώσει τον χρόνο και την ενέργεια που θα δαπανάται στη συζήτηση του ζητήματος της αυξανόμενης ανισότητας. Μάλιστα, θα περίμενα τέτοιες συζητήσεις να γίνουν ακόμα συχνότερες και πιο έντονες.
Έχω γράψει ένα αριθμό άρθρων και έχω κάνει πολλές ομιλίες για τα ζητήματα που αφορούν την αξίωση ότι η ανισότητα διευρύνεται. Αυτά τα άρθρα και οι ομιλίες μου περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία δεδομένων (τα περισσότερα από τα οποία μπορείτε να βρείτε σ'' αυτό το άρθρο) τα οποία στηρίζουν τη θέση ότι οι περισσότερες από τις αξιώσεις περί αυξανόμενης ανισότητας εισοδημάτων είναι λανθασμένες, υπερβολικές ή παραγνωρίζουν διαφορετικά δεδομένα.
Ο στόχος μου όμως σ'' αυτό το άρθρο είναι να εστιάσω περισσότερο στα ερωτήματα που πρέπει να τίθενται σε τέτοιες συζητήσεις. Θέλω, συγκεκριμένα, να θέσω τέσσερα ερωτήματα που θα έπρεπε να βρίσκονται στο κέντρο των συζητήσεων για την ανισότητα.
Ερώτημα πρώτο: Συζητάμε για την ανισότητα ή για τη φτώχεια;
Πολύ συχνά στις συζητήσεις για την ανισότητα τα δύο αυτά ζητήματα συγχέονται. Όσοι ανησυχούν για την ανισότητα συχνά αρχίζουν να μιλούν για το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα για τους φτωχούς. Μια εξήγηση γι'' αυτό είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί υποθέτουν πως η αύξηση της ανισότητας αναγκαστικά σημαίνει ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Πιο συγκεκριμένα, μερικοί φαίνεται πως πιστεύουν ότι οι φτωχοί είναι φτωχότεροι γιατί οι πλούσιοι είναι πλουσιότεροι. Υποθέτουν δηλαδή ότι οι οικονομίες είναι παίγνια μηδενικού αθροίσματος έτσι ώστε αν κάποιοι είναι πλουσιότεροι, τα πλούτη αυτά αναγκαστικά προέρχονται από τους φτωχούς.
Ας το ξεκαθαρίζουμε λοιπόν εξαρχής. Να σιγουρευόμαστε ότι όλοι μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Γιατί, αν μιλάμε για την φτώχεια, τότε τα στοιχεία καταδεικνύουν με συντριπτικό τρόπο ότι, τόσο παγκοσμίως, όσο και στης ΗΠΑ, η απόλυτη φτώχεια έχει δραματικά μειωθεί τα τελευταία περίπου 25 χρόνια.
Ερώτημα δεύτερο: Μιλάμε για ανισότητα εισοδήματος, πλούτου ή κατανάλωσης;
Όσοι ανησυχούν για την ανισότητα, συχνά πηγαινοέρχονται σ'' αυτές τις συζητήσεις από το εισόδημα στον πλούτο. Ακόμη κι αυτό το πασίγνωστο viral βίντεο το κάνει αυτό. Ξεκινά παρουσιάζοντας δεδομένα για τον πλούτο, αλλά σε διάφορα σημεία στη συνέχεια, καθώς και σε μια εκτεταμένη εξήγηση ενός γραφήματος, αναφέρεται στους μισθούς των ανθρώπων. Αυτό όμως είναι εισόδημα και όχι πλούτος.
Ο πλούτος αναφέρεται στο άθροισμα των ιδιοκτησιακών μας στοιχείων μείον το παθητικό μας. Είναι ένα απόθεμα. Το εισόδημα είναι μια καθαρή αλλαγή στον πλούτο μας σε μια συγκεκριμένη περίοδο, όπως για παράδειγμα όταν πληρωνόμαστε. Είναι μια ροή. Μπορεί κάποιος να έχει υψηλό πλούτο αλλά χαμηλό εισόδημα – ένας ηλικιωμένος για παράδειγμα που ζει από τις αποταμιεύσεις του αλλά και έχει εξοφλήσει πλήρως το σπίτι του. Αντιστρόφως, κάποιος μπορεί να έχει υψηλό εισόδημα και χαμηλό οικονομικό πλούτο αν έχει έναν υψηλό μισθό αλλά τον ξοδεύει αμέσως σε καταναλωτικά αγαθά. Τα δεδομένα και άλλα σχετικά ζητήματα διαφέρουν ανάλογα με το αν μιλάμε για πλούτο ή για εισόδημα. Να είμαστε ξεκάθαροι για το τι μιλάμε.
Μια άλλη, τρίτη πιθανότητα είναι η ανισότητα στην κατανάλωση. Εδώ μιλάμε για τις διαφορές ανάμεσα σ'' αυτό που μπορούν να καταναλώσουν οι πλούσιοι και σ'' αυτό που μπορούν οι φτωχοί. Τα διαθέσιμα στοιχεία καταδεικνύουν ότι η ανισότητα στην κατανάλωση είναι πολύ μικρότερη από την ανισότητα στα εισοδήματα ή στον πλούτο, ιδίως στις ΗΠΑ. Τα σπίτια των φτωχών Αμερικανών έχουν τα περισσότερα πράγματα που έχουν και τα αντίστοιχα των πλουσίων, ακόμη και αν η ποιότητά τους είναι χαμηλότερη. Και το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς ως προς τέτοια μεγέθη έχει συρρικνωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Εφόσον αυτό που εντέλει έχει σημασία είναι το τι μπορούμε να καταναλώσουμε, αυτή η ερώτηση αξίζει διευκρίνιση.
Ερώτημα τρίτο: Και τι συμβαίνει με την κινητικότητα των εισοδημάτων;
Όσοι ανησυχούν για την ανισότητα συχνά επιχειρηματολογούν ως εάν οι πλούσιοι που γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί που γίνονται φτωχότεροι είναι οι ίδιοι άνθρωποι χρόνο με το χρόνο. Βλέπουν να υποστηρίζεται ότι το υψηλότερο 20% των εισοδημάτων έχει μεγαλύτερο μερίδιο του εθνικού εισοδήματος απ'' ό,τι 30 χρόνια πριν, και ότι το κατώτερο 20% έχει μικρότερο, και φαίνεται πως πιστεύουν ότι αυτό σημαίνει πως όσοι ήταν πλούσιοι τότε είναι πλουσιότεροι τώρα και όσοι ήταν φτωχοί τότε είναι τώρα φτωχότεροι.
Αλλά αυτό παραγνωρίζει το ζήτημα της κινητικότητας των εισοδημάτων. Αυτές οι στατικές συγκρίσεις με απόσταση δύο δεκαετιών είναι στατικές απεικονίσεις μιας δυναμικής διαδικασίας. Αυτό που δείχνουν αυτές οι συγκρίσεις είναι πως “όσοι ήταν πλούσιοι το έτος x είχαν το y% του εθνικού εισοδήματος, και το διαφορετικό σύνολο των ανθρώπων που ήταν πλούσιοι το έτος x+25 είχαν το z% του εθνικού εισοδήματος”. Με άλλα λόγια, το ποια νοικοκυριά και ποιοι άνθρωποι αποτελούν “τους πλούσιους” αλλάζει χρόνο με το χρόνο, όπως αντίστοιχα ισχύει και για όσους βρίσκονται στο κατώτερο 20%.
Υπάρχει ένας μεγάλος και έντονος διάλογος μεταξύ των οικονομολόγων ως προς το πόσο ακριβώς είναι εύκολο άνθρωποι που είναι φτωχοί το ένα έτος να έχουν υψηλότερα εισοδήματα τα επόμενα χρόνια. Αυτό που όμως είναι σαφές, είναι ότι μια τέτοια κινητικότητα εισοδημάτων υφίσταται.
Το σημαντικό είναι πως δεν μπορεί κανείς να μιλά για ανισότητα χωρίς τουλάχιστον να εξετάζει τον βαθμό της κινητικότητας. Αν αυτό που ενοχλεί τους ανθρώπους ως προς την ανισότητα είναι η υπόθεση ότι οι φτωχοί μένουν φτωχοί, ή γίνονται φτωχότεροι, τότε το να εξετάζουμε το βαθμό στον οποίο αυτό πραγματικά ισχύει φαίνεται απαραίτητο για τη συζήτηση.
Ερώτημα τέταρτο: Ποια ακριβώς είναι τα προβλήματα που προκαλεί η ανισότητα;
Αν ξεκαθαρίσατε τι πιστεύει ο καθένας ως προς τα πρώτα τρία ερωτήματα, τότε αξίζει να ρωτήσετε ρητά το εξής: αν η φτώχεια μειώνεται και οι φτωχοί έχουν μια καλή ευκαιρία να ξεφύγουν από τη φτώχεια, τι ακριβώς κακό έχει η (αυξανόμενη) ανισότητα;
Σύμφωνα με τη δική μου εμπειρία, μια συνήθης απάντηση σ'' αυτό το ερώτημα είναι πως ακόμη κι αν οι φτωχοί γίνονται πλουσιότεροι, η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του πλούτου των πλουσίων δίνει στους τελευταίους άνιση πρόσβαση στην πολιτική διαδικασία. Οι υπερ-πλούσιοι θα μετατρέψουν την οικονομική τους ισχύ σε πολιτική, συχνά έτσι ώστε να αναδιανέμονται πόροι σ'' αυτούς και στους φίλους τους.
Αυτή βεβαίως είναι μια θεμιτή ανησυχία, αλλά παρατηρήστε ότι η συζήτηση έχει αθόρυβα μετακινηθεί από την ανισότητα καθαυτή προς τα προβλήματα της ευνοιοκρατίας και ενός κράτους που έχει αρκετή εξουσία ώστε να κάνει τέτοιου είδους αναδιανομές. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντιμετωπιστεί η ευνοιοκρατία και να μειωθεί η δυνατότητα των πλουσίων να μετατρέπουν τον πλούτο τους σε πολιτική δύναμη, οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν τη βίαιη αναδιανομή από τους πλούσιους ή άλλα ζητήματα πολιτικής που προκύπτουν από την ανισότητα.
Όσοι διατυπώνουν αυτή την ανησυχία στην πραγματικότητα παραπονιούνται για την ευνοιοκρατία και όχι για την ανισότητα καθαυτή. Η πηγή του προβλήματος είναι το αναδιανεμητικό κράτος, το οποίο πιθανότατα θα γινόταν ακόμη πιο ισχυρό αν πολλοί απ'' όσους ανησυχούν για την ανισότητα πετύχαιναν να προωθήσουν τις πολιτικές που προτιμούν.
Τέλος, ακόμη και αυτοί που βλέπουν με σκεπτικισμό τα επιχειρήματα όσων ανησυχούν για την ανισότητα μπορούν να συμφωνήσουν ότι τις τελευταίες δεκαετίες συνέβη κάποια αναδιανομή πλούτου από τους φτωχούς προς τους πλούσιους, κυρίως λόγω κυβερνητικών πολιτικών που όντως ευνοούν τους πλούσιους εις βάρος των φτωχών. Σ'' αυτές συμπεριλαμβάνω τα πάντα από την νομισματική πολιτική και τις χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις που τιμώρησαν μικρούς αποταμιευτές και μικρές τράπεζες, από την επαγγελματική αδειοδότηση και τους νόμους για τον κατώτατο μισθό που έκαναν δυσκολότερο στους φτωχούς να βρουν δουλειά, μέχρι τις ρυθμίσεις και τις απαγορεύσεις στο Uber, το Lyft, την AirBnB και την υπόλοιπη λεγόμενη “οικονομία του μοιράσματος”.
Αυτές οι πολιτικές είναι προβληματικές ακριβώς γιατί αυξάνουν τόσο την ανισότητα, όσο και την φτώχεια. Μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση για την ανισότητα θα περιλάμβανε το ρόλο που παίζουν τέτοιες δημόσιες πολίτικες στην δημιουργία των, όπως θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε, αυξήσεων της ανισότητας “αρνητικού αθροίσματος” σε αντιδιαστολή προς τις αυξήσεις “θετικού αθροίσματος” που χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων δεκαετιών.
Ξανά, οι αναγνώστες που ενδιαφέρονται για τα δεδομένα θα πρέπει να ανατρέξουν στους συνδέσμους για τα δύο επιστημονικά άρθρα στην αρχή αυτού του κειμένου. Ακόμη όμως και χωρίς τα δεδομένα, αυτά είναι τα τέσσερα ερωτήματα που αξίζει κανείς να θέτει σε συζητήσεις με θέμα την ανισότητα αν πραγματικά θέλει να φτάσει στην καρδιά των όσων διακυβεύονται και να πείσει εκείνους που ανησυχούν για την αυξανόμενη ανισότητα να δουν το ζήτημα υπό ένα διαφορετικό πρίσμα.
* Ο Steven Horwitz είναι καθηγητής Οικονομικών στην έδρα Charls A. Dana στο St. Lawrence University και συγγραφέας του βιβλίου Hayek''s Modern Family: Classical Liberalism and the Evolution of Social Institutions. Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2016-7 είναι επισκέπτης επιστήμων στο John H. Schnatter Institute for Entrepreneurship and Free Enterprise στο Ball State University. Είναι μέλος του δικτύου στελεχών του FEE.
**Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στα αγγλικά στις 24 Ιανουαρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.