Τι ακριβώς είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα
Shutterstock
Shutterstock

Τι ακριβώς είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα

Η πρόσφατη ανάρτηση του Oren Cass στο Law & Liberty έχει δεχθεί κριτική σε πολλά μέτωπα. Οι συν-μπλόγκερς David Henderson και Pierre Lemieux, καθώς και ο οικονομολόγος του GMU Don Boudreaux, ασχολήθηκαν με κάποια σοβαρά θεωρητικά και εμπειρικά προβλήματα στη βάση του επιχειρήματος του Cass. Εγώ θα αναφερθώ στον τρόπο που αντιμετωπίζει το συγκριτικό πλεονέκτημα.

Ο Cass κάνει λάθος σ’ αυτό, αλλά τα λάθη του αυτά είναι συχνά στον δημόσιο διάλογο και μολύνουν ακόμη και τη σκέψη ορισμένων οικονομολόγων σχετικά με τις εμπορικές σχέσεις.

Για αυτόν τον λόγο, ενώ ο Cass είναι το κίνητρο για αυτήν την ανάρτηση, εγώ γράφω απευθυνόμενος σε όλους τους μελετητές των οικονομικών επιστημών. Ο Cass παρουσιάζει το συγκριτικό πλεονέκτημα ως ένα επιχείρημα που επινοήθηκε από οικονομολόγους στο παρελθόν για να δικαιολογήσει το ελεύθερο εμπόριο: οι χώρες θα πρέπει να συναλλάσσονται σύμφωνα με μοτίβα συγκριτικών πλεονεκτημάτων.

Αυτός ο ισχυρισμός σχετικά με τα μοτίβα των συναλλαγών, δηλώνει, είναι τυφλά αποδεκτός από τους σύγχρονους οικονομολόγους. Αλλά ο Cass κάνει λάθος: το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι εμπειρικό. Είναι μια εξήγηση του πώς και γιατί οι άνθρωποι πραγματοποιούν συναλλαγές στην πραγματικότητα, όχι του πώς θα έπρεπε να συναλλάσσονται. Υπάρχουν επαρκή δεδομένα που υποστηρίζουν την εμπειρική αξία του συγκριτικού πλεονεκτήματος (για παράδειγμα, δείτε εδώ ή εδώ).

Οι οικονομολόγοι αποδέχονται τη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος για τον ίδιο λόγο που οι φυσικοί αποδέχονται τη θεωρία της βαρύτητας: γιατί επιβιώνει έναντι του εμπειρικού ελέγχου. Κατά συνέπεια, το συγκριτικό πλεονέκτημα δεν είναι κάποια πολιτική που επιλέγει κανείς, αντιθέτως, το να παρακάμψουμε τα μοτίβα εμπορίου που έχουν αναπτυχθεί θα προκαλούσε σημαντική βλάβη.

Δεύτερον: κανένα έθνος δεν έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σε τίποτα. Συγκριτικό πλεονέκτημα, εξ ορισμού, υπάρχει μόνο σε ατομικό επίπεδο. Το συγκριτικό πλεονέκτημα εξετάζει τις διαφορές στο κόστος ευκαιρίας μεταξύ των εμπορικών εταίρων. Το κόστος ευκαιρίας προϋποθέτει αξιολόγηση και επιλογή μεταξύ εναλλακτικών.

Επιλογές και αξιολογήσεις μπορούν να κάνουν μόνο τα άτομα. Για παιδαγωγικούς λόγους, οι οικονομολόγοι αναφέρονται συχνά στα μοτίβα που αναπτύσσονται σε εθνικό επίπεδο ως το συγκριτικό πλεονέκτημα ενός «έθνους». Αλλά, μιλώντας αυστηρά, αυτή η ορολογική συντομογραφία δεν είναι ακριβής.

Αυτό το σημείο -ότι δηλαδή τα άτομα είναι αυτά που επιλέγουν, και όχι μια χώρα- είναι σημαντικό καθώς αντιστρέφει τη λογική που χρησιμοποιεί ο Cass (και πολλοί υποστηρικτές της κρατικής παρέμβασης). Το «κόστος ευκαιρίας» ενός έθνους δεν είναι το ίδιο με το κόστος στο ατομικό επίπεδο. Οι τιμές σε ατομικό επίπεδο μπορούν εύλογα να ερμηνευθούν ως ένα εργαλείο που παρέχει μια έμμεση πληροφόρηση ως προς τη χρησιμότητα που λαμβάνει ένα άτομο από τη δράση που αναλαμβάνει. Αλλά τα συνολικά κόστη (τα μεμονωμένα κόστη αθροισμένα) δεν μπορούν να ερμηνευτούν έτσι.

Έτσι, τα εθνικά μοτίβα εμπορίου δεν μπορούν να δώσουν καμία χρήσιμη ερμηνεία που να είναι ανάλογη με τα ατομικά μοτίβα εμπορίου. Δεν μπορούμε να εξετάσουμε το εθνικό κόστος ευκαιρίας, τις εθνικές ανταλλαγές, με τον ίδιο τρόπο όπως και τις ατομικές ανταλλαγές. Το συγκριτικό πλεονέκτημα είναι κάτι που προκύπτει, όχι κάτι που επιλέγεται.

Σπεύδω να σημειώσω: αυτό το επιχείρημα δεν σημαίνει ότι το συνολικό κόστος δεν μπορεί να ερμηνευτεί με εύλογο τρόπο, αλλά ότι αντιπροσωπεύει μόνο την κορυφή του παγόβουνου.

Για παράδειγμα, ο Cass παρέχει ένα παράδειγμα μιας αντιστάθμισης μεταξύ της παραγωγής υφάσματος και της παραγωγής τσιπ υπολογιστών. Ο Cass εξηγεί ότι εάν μια χώρα εισάγει τσιπ, πρέπει να ειδικεύεται στα υφάσματα και όχι να παράγει τσιπ (και το αντίστροφο). Ο Cass ισχυρίζεται ότι αυτή η σχέση όπου μια χώρα παράγει μόνο το ένα ή το άλλο αγαθό, με τη σειρά της μειώνει την ικανότητα μιας χώρας να παράγει ό,τι εισάγεται.

Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ, εισάγοντας τσιπ υπολογιστών, καταστρέφουν την ικανότητά τους να παράγουν τσιπ και αντ' αυτού παράγουν μόνο πράγματα χαμηλής αξίας.

Υπάρχουν δύο προβλήματα εδώ: πρώτον, ο Cass παρουσιάζει ανάποδα τη σχέση. Οι ΗΠΑ είναι ένας σημαντικός παραγωγός τσιπ υπολογιστών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο 6ος μεγαλύτερος εξαγωγέας ημιαγωγών (που συμπεριλαμβάνουν και τσιπ υπολογιστών), που εξάγονται κυρίως στην Κίνα, και ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές στον κόσμο. Αλλά οι ΗΠΑ εισάγουν επίσης πολλά τσιπ υπολογιστών.

Οι ΗΠΑ είναι ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς τσιπς στον κόσμο. Αυτό το φαινόμενο, όπου μια χώρα ταυτόχρονα εισάγει και εξάγει το ίδιο αγαθό, είναι γνωστό ως ενδοβιομηχανικό εμπόριο. Αν δούμε το συγκριτικό πλεονέκτημα μέσα από μια ατομικιστική ματιά, το αποτέλεσμα βγάζει νόημα. Οι ατομικοί αγοραστές τσιπ έχουν μια επιλογή: να αγοράσουν εγχώρια ή να αγοράσουν διεθνώς.

Ανάλογα με το σχετικό κόστος και τα οφέλη, κάποιοι θα αγοράσουν εγχωρίως και άλλοι από το εξωτερικό. Ομοίως, οι παραγωγοί τσιπ αντιμετωπίζουν μια παρόμοια επιλογή: να πουλήσουν στο εσωτερικό ή να πουλήσουν διεθνώς. Ανάλογα με το σχετικό κόστος και τα οφέλη,

κάποιοι θα πουλήσουν στο εσωτερικό και κάποιοι άλλοι διεθνώς. Οι ΗΠΑ, ως λογιστική μονάδα, αγοράζουν και πωλούν τσιπ στον κόσμο.

Αυτό μας οδηγεί σε ένα παρόμοιο λάθος που κάνουν πολλοί άνθρωποι όταν εξετάζουν το συγκριτικό πλεονέκτημα: την εξειδίκευση. Το συγκριτικό πλεονέκτημα μας λέει ότι κάθε μέρος σε ένα εμπόριο θα ειδικευτεί στο αγαθό ή την υπηρεσία όπου έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και θα συναλλαχθεί έναντι του αγαθού όπου έχει συγκριτικό μειονέκτημα.

Πολλοί παρερμηνεύουν αυτό το αποτέλεσμα θεωρώντας ότι υπονοεί την πλήρη εξειδίκευση: ότι κάθε μέρος θα παράγει μόνο το αγαθό ή την υπηρεσία όπου έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και δεν θα παράγει το αγαθό έναντι του οποίου συναλλάσσεται. Αυτοί που υπό καταλαβαίνουν το συγκριτικό πλεονέκτημα δεν προβαίνουν σε έναν τέτοιο ισχυρισμό.

Ο πραγματικός βαθμός εξειδίκευσης θα εξαρτηθεί από τις σχετικές τιμές. Οι σχετικές τιμές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, επηρεάζουν τις επιλογές των ανθρώπων. Έτσι, δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι το εμπόριο θα καταστρέψει, ή ακόμη και ότι θα μειώσει αναγκαστικά, την ικανότητα κάποιου να παράγει ένα αγαθό ή μία υπηρεσία.

Όπως πολλές ιδέες στα οικονομικά και σε άλλες επιστήμες, έτσι και η ιδέα του συγκριτικού πλεονεκτήματος είναι απλή. Όμως, παρά το πόσο απλή είναι, παρέχει πολλές ισχυρές γνώσεις σε όσους την καταλαβαίνουν. Η παρανόηση όμως αυτής ιδέας, και κατά συνέπεια της θεωρίας, μπορεί να οδηγήσει σε τρομερά λάθη. Ο Cass, όπως πολλοί προστατευτιστές, ουσιαστικά παρεξηγεί το συγκριτικό πλεονέκτημα, διατυπώνει άκυρες και λανθασμένες κριτικές και προτείνει μια εναλλακτική που δεν έχει νόημα.


* Ο Jon Murphy είναι αναπληρωτής καθηγητής οικονομικών στο Nicholls State University

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά την 1η Φεβρουαρίου 2024 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια της Library of Economics and Liberty και τη συνεργασία του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών.