Η σοβιετική κινηματογραφική ταινία «Ο λευκός ήλιος της ερήμου» της δεκαετίας του 1970 διαδραματίζεται στις στέπες της Κεντρικής Ασίας κατά τη διάρκεια της ρωσική επανάστασης. Χάρη στην ταινία αυτή έγινε γνωστή η ρωσική φράση: “Η Ανατολή είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα”. Αυτή η φράση, που συχνά χρησιμοποιείται απλώς ως μέσο αποφυγής της συζήτησης ενός πολύ δύσκολου ζητήματος, είναι ίσως σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Η πρόσφατη εξέγερση στο Καζακστάν και η μετέπειτα παρέμβαση του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας (ΟΣΣΑ) κατέδειξαν πόσο εύθραυστη όντως είναι η Κεντρική Ασία.
Ακόμη πιο ανησυχητικό όμως είναι το γεγονός ότι για μια ακόμη φορά καταδείχθηκε ότι, 30 χρόνια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των πέντε κρατών της Κεντρικής Ασίας από τη Σοβιετική Ένωση, η περιοχή παραμένει ένα τυφλό σημείο για τους υπεύθυνους για τον σχεδιασμό των πολιτικών της Δύσης. Ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει για την υποστήριξη της ανάπτυξης αυτών των στρατηγικώς σημαντικών χωρών, είτε στο οικονομικό επίπεδο, είτε στο επίπεδο της δημοκρατίας.
Κανένας πρόεδρος των ΗΠΑ - και μόνο ένας Βρετανός Πρωθυπουργός, ο Ντέιβιντ Κάμερον το 2013 - δεν έχει επισκεφθεί το Καζακστάν ή άλλες χώρες στην περιοχή. Ακόμη και ενώ μαινόταν ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, όταν οι δυτικοί σύμμαχοι χρησιμοποιούσαν αεροπορικές βάσεις στο Ουζμπεκιστάν, η υπόλοιπη περιοχή αφέθηκε ως επί το πλείστον στην ησυχία της.
Ακόμη περισσότερο, η κοινή γνώμη δεν ενδιαφέρεται για την περιοχή, ούτε καν την κατανοήσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μόνη αναφορά στο Καζακστάν στην ποπ κουλτούρα είναι η απεικόνιση του Μπόρατ από τον Σάσα Μπάρον Κοέν - μια ταινία που δεν παρήχθη καν στην περιοχή. Ομοίως, το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστα στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου.
Δεν εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι δυτικές κυβερνήσεις, όπως αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου, των Ηνωμένων Πολιτειών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στην Κεντρική Ασία. Αυτό καταδείχθηκε επιγραμματικά σε μια πρόσφατη συνέντευξη τύπου του Λευκού Οίκου με θέμα τη Ρωσική επέμβαση στο Καζακστάν, που ουσιαστικά αποτέλεσε μια παραδοχή άγνοιας από πλευράς της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Ομοίως, το μεγαλύτερο μέρος των δυτικών μέσων έδωσαν μεγαλύτερη προτεραιότητα στην ταξιδιωτική περιπέτεια ενός τενίστα απ’ ό,τι σε μια τεράστια και αιματηρή εξέγερση στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης.
Μια περιοχή βυθισμένη στην ιστορία
Μια από τις απλούστερες εξηγήσεις για το ότι η Ανατολική Ασία ποτέ δεν προσέλκυσε την ίδια προσοχή με την Ανατολική Ευρώπη κατά την πτώση του Κομμουνισμού, είναι ότι η Δύση πιάστηκε απροετοίμαστη. Πολλοί λίγοι αναλυτές στα Υπουργεία Εξωτερικών της Βρετανίας ή των ΗΠΑ περίμεναν να δουν τα κράτη της Κεντρικής Ασίας και ανακηρύττουν την ανεξαρτησία τους από τη Σοβιετική Ένωση. Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 είχαν γραφτεί στη Δύση βιβλία και άρθρα που υποστήριζαν τη θέση πως, αν και όταν κατέρρεε η ΕΣΣΔ, χώρες όπως το Τουρκμενιστάν, το Καζακστάν και το Τατζικιστάν δεν θα αποχωρούσαν.
Έτσι, δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή στην Κεντρική Ασία κάτι ανάλογο του σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης που λειτούργησε για την υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Εσθονίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας και της Ουκρανίας. Οι χώρες αυτές δεν είδαν την ίδια εισροή ξένων επενδύσεων από την οποία επωφελήθηκαν άλλες μετακομμουνιστικές χώρες στην Ευρώπη, ούτε εφάρμοσαν τις πολύ αναγκαίες δομικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούσε η εγκατάλειψη του σοβιετικού συστήματος.
Κάποιοι μάλιστα ανήκοντες στους κύκλους της εξωτερικής πολιτικής αναρωτήθηκαν γιατί οι πέντε αυτές χώρες διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους ενώ δεν έκαναν το ίδιο η Δημοκρατία της Καλμίκια, η Τούβα ή το Νταγκεστάν. Αυτός ο σκεπτικισμός έχει τις ρίζες του στην ευρύτερη ιστορία της περιοχής και στις σχέσεις αυτών των κρατών με τη Ρωσία. Αυτές οι συνοριακές περιοχές υπήρξαν μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας πριν τη γέννηση της Σοβιετικής Ένωσης, σε αντίθεση με πολλές από τις ευρωπαϊκές κτήσεις της Ρωσίας που απλώς απορροφήθηκαν από αυτήν την επομένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ρωσική κατάκτηση της Κεντρικής Ασίας ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, όμως το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής αυτής κατακτήθηκε κατά τη βασιλεία του Νικολάου Α’ και του γιου του Αλεξάνδρου Β’ κατά την περίοδο 1825-1885. Η Βρετανία είναι συμφέροντα στην περιοχή καθώς αυτή συνόρευε με την Ινδία - γεγονός που προκάλεσε τον μεγάλο ανταγωνισμό των δύο δυνάμεων.
Κατ’ όλη τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής, η Κεντρική Ασία συνέχισε να απορροφάται στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Επαναστάσεις που ξέσπασαν στην περιοχή κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου γρήγορα κατεστάλησαν, και ξεκίνησε μια διαδικασία επιθετικής ρωσοποίησης. Επίσης, η στέπα λειτούργησε ως βολική περιοχή απόθεσης πολιτικώς ανεπιθύμητων προσώπων και διάφορα γκουλάγκ ιδρύθηκαν εκεί. Είναι γνωστή η περίοδος που έζησε στην περιοχή ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν στο πλαίσιο της εσωτερικής εξορίας του στο Καζακστάν, περιτριγυριζόμενος από ληστές, τραμπούκους και μικροεγκληματίες. Το μυθιστόρημά του Σταθμός του Καρκίνου λαμβάνει χώρα σε ένα νοσοκομείο της Τασκένδης.
Κατά τη δεκαετία του 1970, η Σοβιετική Ένωση επιδιώκοντας να διασφαλίσει περαιτέρω τα σύνορά της εισέβαλε στο Αφγανιστάν από τις βάσεις της στην Κεντρική Ασία, με μεγάλο μέρος των στελεχών του σοβιετικού στρατού να προέρχονται από την περιοχή αυτή. Έτσι, η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι οι περιοχές αυτές ήταν αναπόσπαστα μέρη της Ρωσίας. Όταν τελικά αυτές οι περιοχές αποχώρησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αποτέλεσαν πολύ χαμηλότερη προτεραιότητα για τους δυτικούς πολιτικούς απ’ ό,τι το προσφάτως απελευθερωμένο ανατολικό μπλοκ.
Ένας ακόμη λόγος που η Κεντρική Ασία παρέμεινε χαμηλή προτεραιότητα είναι απλώς η γεωγραφία της. Για όσους υποστηρίζουν την ανάπτυξη της δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς, η Βαρσοβία, η Βουδαπέστη, η Πράγα και η Βαλτική είναι πολύ πιο κοντά από το Ντουσαμπέ, η Τασκένδη και το Νουρ-Σουλτάν. Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας δεν ανήκουν πλέον στη γειτονιά της Βρετανίας και συνεπώς δεν την απασχολούν πια. Ανήκουν πλέον στο παρελθόν οι εποχές των “αδειών για κυνήγι”, όταν Βρετανοί αξιωματικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι ταξίδευαν στις εξωτικές πρωτεύουσες της Ανατολής συντάσσοντας εκθέσεις για τις κινήσεις της τσαρικής Ρωσίας.
Τέλος, και ίσως πιο ανησυχητική είναι η συνεχιζόμενη αίσθηση της ανοχής της Δύσης - ένα ζήτημα που επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο αυτή τη δεκαετία όπου το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και άλλες δυτικές δυνάμεις αποφεύγουν να προάγουν και να υπερασπιστούν τις αξίες μας διεθνώς. Οι εποχές όπου ο δυτικός κόσμος λειτουργούσε ως προπύργιο της ελευθερίας και περέμβαινε ως διαμεσολαβητής σε διεθνείς συρράξεις ανήκουν πλέον σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν.
Και δεν πρόκειται μόνο για την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, μολονότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί το αποκορύφωμα της γεωπολιτικής αποτυχίας της Δύσης τα τελευταία χρόνια. Το 2020 μείναμε να παρατηρούμε τη διεξαγωγή ενός ανοιχτού συμβατικού πολέμου μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν με ελάχιστη εμπλοκή της Δύσης. Αντιθέτως, η ευθύνη της διαπραγμάτευσης μιας συμφωνίας ειρήνευσης έπεσε στα χέρια της Ρωσίας και της Τουρκίας. Το 2021 μείναμε να παρατηρούμε τη Ρωσία να υποστηρίζει το καθεστώς του Αλεξάντρ Λουκασένκο στη Λευκορωσία και την πρόκληση μιας υβριδικής επίθεσης εναντίον της Ευρώπης μέσω μιας τεχνητής μεταναστευτικής κρίσης. Και στις αρχές του 2022, μένουμε παρατηρητές καθώς η Ρωσία και οι σύμμαχοί της αναπτύσσουν δυνάμεις στους δρόμους του Νουρ-Σουλτάν, του Αλμάτι και του Σιμκέντ.
Τρεις δεκαετίες μετά την ανεξαρτησία αυτών των χωρών, η Δύση ακόμη δεν έχει αποφασίσει τι ρόλο θέλει να έχει στην περιοχή. Και όσο καθυστερούμε, η Ρωσία θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει την Κεντρική Ασία ως αυλή της. Χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να επεξεργαστούν μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την περιοχή, που θα περιλαμβάνει σχέδια έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση κατάρρευσης κάποιου καθεστώτος. Πρέπει όμως να το κάνουν γρήγορα και με προσοχή - άλλωστε, η Ανατολή είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα.
--
Ο Robert Tyler είναι διακεκριμένος σύμβουλος πολιτικής στο New Direction - The Foundation for European Reform.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 7 Ιανουαρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του CapX και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.