Του Ryan McMaken
Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Facebook Μαρκ Ζούκεμπεργκ θέλει περισσότερες κρατικές ρυθμίσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στο άρθρο που δημοσίευσε στην Washington Post στις 30 Μαρτίου, ο Ζούκεμπεργκ είπε ακόμη μια από τις συνηθισμένες του, επιφανειακά αθώες, κοινοτοπίες:
“Πιστεύω ότι χρειαζόμαστε έναν πιο ενεργό ρόλο για τα κράτη και τις ρυθμιστικές αρχές. Αν επικαιροποιήσουμε τους κανόνες του διαδικτύου, θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε τα καλύτερα στοιχεία του - την ελευθερία των ανθρώπων να εκφράζονται και των επιχειρηματιών να φτιάχνουν καινούργια πράγματα - ενώ ταυτόχρονα να προστατεύσουμε την κοινωνία από ευρύτερα δεινά”.
Τι είδους ρύθμιση όμως θα είναι αυτή; Ο Ζούκεμπεργκ την προσδιορίζει: “Χρειαζόμαστε μια νέα ρύθμιση σε τέτοια πεδία: το επιβλαβές περιεχόμενο, την ακεραιότητα των εκλογών, την ιδιωτικότητα και τη δυνατότητα μεταφοράς δεδομένων”.
Θέλει περισσότερες χώρες να υιοθετήσουν εκδοχές της Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο Ζούκεμπεργκ θέλει κρατικές ρυθμίσεις
Προφανώς, όποιος ακούσει αυτή τη δήλωση από τον Ζούκερμπεργκ θα πρέπει αμέσως να υποθέσει ότι αυτή η καινοφανής υποστήριξή του προς τη ρύθμιση είναι υπολογισμένη για να βοηθήσει οικονομικά το Facebook. Εξάλλου πρόκειται για έναν άνθρωπο που επανειλημμένα είπε ψέματα στους πελάτες του (και το Κογκρέσο) ως προς το ποιος έχει πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα των χρηστών, και πώς αυτά χρησιμοποιούνται. Είναι ένας άνθρωπος που κάποτε αποκάλεσε τους χρήστες του Facebook “Dumb Fucks” (πανηλίθιους). Το Facebook είπε ψέματα στους πελάτες του (όχι στους χρήστες τους) ως προς την επιτυχία της πλατφόρμας βίντεο του Facebook. Η ιδέα ότι τώρα ο Ζούκερμπεργκ θέλει να θυσιάσει εθελοντικά ένα μέρος της ισχύος και των χρημάτων του για ανθρωπιστικούς λόγους είναι, στην καλύτερη περίπτωση, πολύ αμφίβολη. (Μολονότι πολιτικοί όπως ο Mark Warner φαίνεται να τον πιστεύουν).
Ευτυχώς για τον Ζούκερμπεργκ, χάρη στις οικονομικές πραγματικότητες της κρατικής ρύθμισης, μπορεί να υποστηρίζει τις κρατικές ρυθμίσεις και ταυτόχρονα να πλουτίζει ο ίδιος προσωπικά.
Όσοι γνωρίζουν τα αποτελέσματα των κρατικών ρυθμίσεων δεν εκπλήσσονται που ένας δισεκατομμυριούχος διευθύνων σύμβουλος την υποστήριξε. Μεγάλες εταιρείες και κυρίαρχα μερίδια αγοράς έχουν εδώ και καιρό συμφιλιωθεί με τις κρατικές ρυθμίσεις καθώς συχνά τις βοηθούν να δημιουργήσουν και να εμπεδώσουν τη μονοπωλιακή τους ισχύ.
Πιο συγκεκριμένα, οι κρατικές ρυθμίσεις θα βοηθήσουν το Facebook κατά τρεις τρόπους.
Ένα: Οι ρυθμίσεις θα δώσουν στο Facebook μεγαλύτερη μονοπωλιακή ισχύ
Πολλοί επικριτές του Facebook ισχυρίζονται συχνά ότι το Facebook είναι ένα φυσικό μονοπώλιο. Πιστεύουν δηλαδή ότι έχει μια τόσο κυρίαρχη θέση στην αγορά, ώστε μπορεί να χρησιμιοποιήσει αυτή την υποτιθέμενη δύναμη αγοράς για να αποκλείει τους ανταγωνιστές του. Λένε ότι το Facebook έχει τόσους πολλούς χρήστες που ποτέ δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει σοβαρό ανταγωνισμό.
Θυμάστε όμως το MySpace; Κάποιοι έλεγαν ακριβώς τα ίδια και για εκείνη την πλατφόρμα. Μέχρι και το 2007, ο Guardian αναρωτιώταν “Θα χάσει ποτέ το MySpace το μονοπώλιό του;” ("Will Myspace ever lose its monopoly?"). Κάποτε η Xerox ήταν κι αυτή ένας τεχνολογικός κολοσσός. Σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Προφανώς, η απάντηση στο ερώτημα του Guardian είναι “ναι”. Τώρα όμως ακούμε ότι το Facebook είναι μονοπώλιο. Η πραγματικότητα όμως είναι πως, εκτός κι αν τα κράτη εγείρουν τεχνητά εμπόδια στην είσοδο, καμία εταιρεία δεν μπορεί να θεωρεί πως κατέχει μια ασφαλή θέση κυριαρχίας. Άλλες εταιρείες με νέες ιδέες θα έρθουν και θα απειλήσουν την κυριαρχία της παλιάς.
Η απάντηση σ' αυτό το πρόβλημα, από την οπτική μιας εταιρείας όπως το Facebook, είναι να κάνει τη ζωή των μικρών νεοφυών εταιρειών και των δυνητικών ανταγωνιστών πιο δύσκολη και ακριβή.
Το Facebook ξέρει πως αν οι κρατικές ρυθμίσεις για τις τεχνολογικές εταιρείες ενταθούν, το κόστος της επιχειρηματικότητας θα αυξηθεί. Οι μεγαλύτερες εταιρείες θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα πρόσθετα κόστη ευκολότερα απ' ό,τι οι μικρές νεοφυείς. Οι μεγάλες εταιρείες μπορούν πιο εύκολα να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Έχουν περισσότερα περιουσιακά στοιχεία. Έχουν ήδη ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς και αντέχουν να είναι πιο συντηρητικές. Οι μεγάλες εταιρείες μπορούν να απορροφήσουν υψηλά εργασιακά κόστη, υψηλότερα νομικά κόστη και άλλα υψηλά σταθερά κόστη που θα έρθουν ως αποτέλεσμα της ρύθμισης. Ένα περιβάλλον έντονης ρύθμισης είναι εχθρικό προς τις νεοφυείς - είναι ένα περιβάλλον αντιεπιχειρηματικό.
Δύο: Ο Ζούκερμπεργκ και το Facebook θα συμβάλουν στη διατύπωση των νέων κανόνων
Σε προηγούμενες περιόδους, πολλοί μπορεί να εξελάμβαναν τη νέα αυτή διακήρυξη του Ζούκερμπεργκ ως ειλικρινή. Ευτυχώς όμως ζούμε σε μια κυνική εποχή και ακόμη και μία δημοσιογράφος του Mashable ξέρει το πώς παίζεται αυτό το παιχνίδι. Η Karissa Bell λοιπόν από το Mashable γράφει:
“Μπορεί να φαίνεται προφανές το ότι η πρόταση του Ζούκερμπεργκ εξυπηρετεί τα συμφέροντά του, όμως είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι ιδέες του είναι φυσικά σχεδιασμένες έτσι ώστε να βοηθήσουν το Facebook. Και επικαλούμενο το Facebook τη δουλειά που ήδη έχει κάνει σχετικά με τις πολιτικές διαφημίσεις και τον έλεγχο του περιεχομένου, αποκτά την ευκαιρία να καθορίσει τους κανόνες που θα διέπουν και τον υπόλοιπο κλάδο”.
Ένας από τους λόγους που ο Ζούκερμπεργκ συμφιλιώθηκε με την ιδέα των κρατικών ρυθμίσεων είναι επειδή γνωρίζει πως το Facebook θα είναι μια από τις ισχυρότερες ομάδες στο διαπραγματευτικό τραπέζι όταν έρθει η ώρα να διατυπωθούν οι νέες ρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, το Facebook θα είναι σε θέση να διασφαλίσει ότι οι νέοι κανόνες το ευνοούν έναντι των ανταγωνιστών του.
Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει συχνά στα ρυθμιστικά σχήματα και είναι γνωστό ως “ρυθμιστική σύλληψη” (regulatory capture). Όταν συστήνονται νέα ρυθμιστικά σώματα για να ρυθμίσουν εταιρείες όπως το Facebook, οι θεσμοί που διακυβεύουν τα περισσότερα στις αποφάσεις του ρυθμιστικού φορέα καταλήγουν να ελέγχουν τους ίδιους τους φορείς. Το βλέπουμε αυτό διαρκώς στις περιστρεφόμενες πόρτες μεταξύ των νομοθετών, των ρυθμιστών και των επαγγελματιών του λόμπινγκ. Και είναι βέβαιο πως, εφόσον αυτό συμβεί, ο εκάστοτε κλάδος θα κλείσει την πόρτα σε νέες καινοτόμες εταιρείες που επιδιώκουν να εισέλθουν στην αγορά. Οι ρυθμιστικοί φορείς θα διασφαλίσουν την υγεία των παρόχων που ήδη λειτουργούν εις βάρος των νέων επιχειρηματιών και των νέων ανταγωνιστών.
Ακόμη, όπως επεσήμανε ο οικονομολόγος Douglass North, τα ρυθμιστικά καθεστώτα δεν βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα, αλλά εξυπηρετούν τα συμφέροντα όσων κατέχουν πολιτική εξουσία:
“Οι θεσμοί δεν δημιουργούνται αναγκαία ή έστω συχνά για να είναι κοινωνικώς αποτελεσματικοί. Αντίθετα, τουλάχιστον οι επίσημοι θεσμοί, δημιουργούνται για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα όσων έχουν τη διαπραγματευτική ισχύ να δημιουργούν νέους κανόνες”.
Εξάλλου πόσο έντονο είναι το κίνητρο του μέσου ανθρώπου να παρακολουθεί τις νέες ρυθμίσεις, να κρατά επαφή με τους ρυθμιστές, και να επιχειρεί να επηρεάσει τη ρυθμιστική διαδικασία; Το κίνητρο είναι σχεδόν μηδενικό. Από την άλλη πλευρά, το κίνητρο για τις εταιρείες που υφίστανται τη ρύθμιση είναι πολύ μεγάλο.
Μια μικρή νεοφυής εταιρεία όχι μόνο δεν θα διαθέτει τους πόρους και την πολιτική επιρροή για να αμφισβητήσει το Facebook στη σφαίρα της διατύπωσης των κανόνων, αλλά και οι μικρές αυτές εταιρείες λόγω του μεγέθους τους δεν θα θεωρηθούν σημαντικοί “ενδιαφερόμενοι” στο οποιοδήποτε επίπεδο. Έτσι, το Facebook θα συνεχίσει να έχει πολύ μεγαλύτερη ισχύ από τους μικρότερους ανταγωνιστές του μέσω της ρυθμιστικής του εξουσίας.
Τρίτον: Θα περιορίσει τη νομική έκθεση του Facebook
Ακόμη ένα μεγάλο όφελος της ρύθμισης για το Facebook θα είναι η δυνατότητα της χρήσης των κρατικών ρυθμίσεων προκειμένου να περιοριστεί η νομική ευθύνη του Facebook όταν τα πράγματα πάνε στραβά. Η Bell συνεχίζει: “Μεταφέροντας τις αποφάσεις που αφορούν το επιβλαβές περιεχόμενο, τους κανόνες ιδιωτικότητας και τις εκλογές σε τρίτα μέρη, το Facebook μπορεί να μην χρειαστεί να αναλάβει μεγάλο μέρος της ευθύνης όταν συμβούν λάθη”.
Με άλλα λόγια, το Facebook μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του τόσο από τις νομικές συνέπειες όσο και από τις συνέπειες στο επίπεδο των δημοσίων σχέσεων όταν χρησιμοποιεί την πλατφόρμα του για να σβήσει τις αναρτήσεις και να μειώσει την ορατότητα των χρηστών με τους οποίους διαφωνούν οι εργαζόμενοι σ' αυτό.
Όπως επισημαίνει ο επίτροπος της FCC, Brendan Carr, η προτεινόμενη ρυθμιστική ατζέντα του Facebook θα του επιτρέψει να “αναθέσει εξωτερικά τη λογοκρισία”. Όχι μόνο αυτό θα βάλει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση σε μια θέση να καθορίζει ευθέως το ποιες απόψεις και ιδέες θα πρέπει να εξαλειφθούν από τις τεχνολογικές πλατφόρμες, αλλά και θα επιτρέψει στο Facebook να υποκρίνεται πως είναι ένα αθώο τρίτο μέρος: “Μη μας κατηγορείται που σβήσαμε τις αναρτήσεις σας” θα μπορεί τότε να πει το Facebook. “Το κράτος μας υποχρέωσε να το κάνουμε!”.
Ακόμη, οι ρυθμίσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν από εταιρείες όπως το Facebook για να θωρακίσουν την εταιρεία από μηνύσεις. Στο πλαίσιο της αγοράς, είναι πιθανό να ασκηθούν μηνύσεις στο Facebook για τη χρήση της πλατφόρμας με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο θύματα οικογενειακής βίας ή αυτοκτονίας. Το αν η εταιρεία θα κριθεί αθώα ή ένοχη αφορά περίπλοκα νομικά ζητήματα που θα κριθούν κατά περίπτωση. Η ρύθμιση όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παράκαμψη αυτής της διαδικασίας, και για να υπηρετήσει τα συμφέροντα μεγάλων, καταχρηστικών εταιρειών.
Αυτό το φαινόμενο εξηγήθηκε από τον Murray Rothbard στο πλαίσιο των κατασκευαστικών ρυθμίσεων:
“Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι ο Α χτίζει ένα κτήριο, το πουλά στον Β και αμέσως μετά αυτό καταρρέει. Ο Α θα πρέπει να είναι υπόλογος για τη βλάβη στο πρόσωπο και την περιουσία του Β και η ευθύνη αυτή θα πρέπει να αποδειχθεί στο δικαστήριο, το οποίο μπορεί στη συνέχεια να εφαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα αποζημίωσης και τιμωρίας. Αν όμως η νομοθεσία έχει επιβάλει οικοδομικούς κώδικες και επιθεωρήσεις στο όνομα της “ασφάλειας”, τότε οι αθώοι κατασκευαστές (δηλαδή, αυτοί των οποίων τα κτήρια δεν έχουν καταρρεύσει) υπόκεινται σε αχρείαστους και συχνά κοστοβόρους κανόνες, χωρίς το κράτος να χρειάζεται να αποδείξει πως πραγματοποιήθηκε κάποιο αδίκημα ή ζημιά. Οι άνθρωποι αυτοί δεν διέπραξαν κάποιο αδίκημα, αλλά υπόκεινται σε κανόνες που πολλές φορές έχουν μακρινή μόνο σχέση με την ασφάλεια, εκ των προτέρων από τυραννικούς κρατικούς φορείς. Παρ' όλα αυτά, ένας κατασκευαστής που ανταποκρίνεται στις διοικητικές επιθεωρήσεις και τους κανόνες ασφαλείας και στη συνέχεια ένα κτήριό του καταρρέει, συχνά αφήνεται ελεύθερος από τα δικαστήρια. Δεν τήρησε άλλωστε όλους τους κανόνες ασφάλειας του κράτους, και δεν πήρε συνεπώς την έγκριση των αρχών;”.
Ας εφαρμόσουμε αυτή την ιδέα στον κλάδο της τεχνολογίας. Η εταιρεία Α είναι μία νεοφυής που έχει αναπτύξει έναν τρόπο για να κερδίσει χρήματα ικανοποιώντας τους καταναλωτές χωρίς να τους εκθέτει σε ανεπιθύμητη παρενόχληση, να τους αποκλείει από την πλατφόρμα ή να παραβιάζει την ιδιωτικότητά τους. Στο μεταξύ, το Facebook (η εταιρεία Β) συνεχίζει να χρησιμοποιεί την κυριαρχία της στη ρυθμιστική διαδικασία για να κρατήσει εν ισχύι κοστοβόρες ρυθμίσεις που εμποδίζουν νέες εταιρείες να προοδεύσουν ιδιαίτερα. Αυτές οι ρυθμίσεις όμως, συνεχίζουν να επιτρέπουν την παραβίαση της ιδιωτικότητας και άλλες καταχρήσεις ως ένα όριο το οποίο καθορίζεται από τους ρυθμιστές.
Έτσι, το αποτέλεσμα είναι το εξής: η εταιρεία Α δεν μπορεί να αναπτύξει το νέο, καινοτόμο, μη καταχραστικό μοντέλο της καθώς τα ρυθμιστικά κόστη είναι υπερβολικά υψηλά. Στο μεταξύ, το Facebook μπορεί να συνεχίσει να θέτει σε κίνδυνο και να παρενοχλεί κάποιους χρήστες του καθώς οι ρυθμίσεις το επιτρέπουν αυτό. Ακόμη, το Facebook απολαμβάνει μεγαλύτερη ασυλία από μηνύσεις καθώς συμμορφώνεται προς τις ρυθμίσεις. Έτσι οι καταναλωτές στερούνται τόσο τα οφέλη της νεοφυούς εταιρείας, όσο και τα νομικά μέσα που θα τους επέτρεπαν να μηνύσουν το Facebook για τη συνεχιζόμενη καταχρηστική του συμπεριφορά.
Εν κατακλείδι, η στάση του Ζούκερμπεργκ υπέρ των ρυθμίσεων είναι απλώς μια στάση υπέρ του εαυτού του. Η περαιτέρω πολιτικοποίηση και ρύθμιση του διαδικτύου από τους νομοθέτες θα βοηθήσει τις μεγάλες εταιρείες - και τους δισεκατομμυριούχους ιδιοκτήτες τους - να συντρίψουν τον ανταγωνισμό και να διασφαλίσουν πως το κοινό θα έχει λιγότερες επιλογές.
--
Ο Ryan McMaken είναι συντάκτης στο Mises Wire και το The Austrian.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 9 Απριλίου και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.