Attica Bank: Τι οδήγησε σε διακοπή της διαπραγμάτευσης - Ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον

Attica Bank: Τι οδήγησε σε διακοπή της διαπραγμάτευσης - Ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον

Με μεγάλες προσδοκίες συνεχίζεται η αύξηση κεφαλαίου της Attica Bank η οποία έχει μαγνητίσει τα βλέμματα των επενδυτών. Η ΑΜΚ στην ουσία είναι ήδη επιτυχημένη χάρη στα κεφάλαια των Thrivest, ΤΧΣ και Fiera Capital, που καλύπτουν το 90% της ΑΜΚ. Επανήλθε στο ταμπλό για διαπραγμάτευση η μετοχή της Attica Bank μαζί με το δικαίωμα στην αύξηση που ξεκινά.

Το μεσημέρι η μετοχή ετέθη σε αναστολή διαπραγμάτευσης, με την υπερβολή και το ανούσιο των συμμετεχόντων να ξεπερνά κάθε  προηγούμενο, με τη συνενωμένη μετοχή –και μάλιστα χωρίς το δικαίωμα στην αύξηση- να φθάνει τα 20 ευρώ. Και αξίζει να σημειωθεί ότι η μετοχή που βρέθηκε σε αυτήν την τιμή, είναι στην πραγματικότητα  μία προς 677 μετοχές μετά την αύξηση κεφαλαίου και στη συνέχεια μία προς 3.048 μετοχές μετά και την εξάσκηση και των warrants.

Εύλογα η διαπραγμάτευση διακόπηκε παρά τη σοβαρότατη προσπάθεια των επενδυτών που επενδύουν εκατοντάδες εκατομμύρια για να δημιουργήσουν μία νέα τράπεζα, ενώ τυχόν μικροεπενδυτές που θα αγόραζαν μετοχές σε αυτές τις εξωφρενικές τιμές θα έγραφαν ζημιές (ευτυχώς απ' ό,τι φαίνεται όχι μεγάλες). Οι αγοραστές, έστειλαν την υποθετική ακόμα, αντιπροσωπευτική κεφαλαιοποίηση της τράπεζας μετά την αύξηση, πάνω από τα 32 δισ. ευρώ, στο 1/3 της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς… Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λοιπόν, θα ελέγξει τι έχει συμβεί.

Τι συνέβη στο ταμπλό; Με τη συνένωση των μετοχών και το ανάποδο split, οι 100 μετοχές έγιναν μία και ο συνολικός αριθμός διαπραγματευόμενων μετοχών πριν την αύξηση, περιορίστηκε σε 530.000 μετοχές. Ταυτόχρονα όμως, με την ελεύθερη διασπορά να φθάνει μόλις το 12% απέμεναν ουσιαστικά για διαπραγμάτευση στο ΧΑ περί τις 63.000 μετοχές όλες κι όλες, οπότε ήταν εύκολο να εκτιναχθεί η τιμή. Ειδικά αν υποτεθεί  ότι η τιμή θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει περίπου την κεφαλαιοποίηση της εταιρίας με εκπλήρωση της προσδοκίας της αύξησης κεφαλαίου η οποία μπορεί να φθάσει έως τα 735 εκατ. ευρώ.

Καθώς η μετοχή επανερχόταν σε διαπραγμάτευση συνενωμένη δόθηκε η δυνατότητα ελεύθερης διαπραγμάτευσης χωρίς όρια κι εκεί ξέφυγε το πράγμα από κάθε λογική.

Οι συμμετέχοντες εκτόξευσαν την τιμή της μετοχής από τα 0,70 ευρώ που ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση, στα 20 ευρώ για κάθε μία μετοχή, η οποία χωρίς δικαίωμα, αποτελεί το 1 προς 677 των νέων μετοχών μετά την αύξηση. Μετά μάλιστα και την εξάσκηση των δικαιωμάτων η νέα αυτή μετοχή που τιμολογήθηκε προσωρινά με 20 ευρώ θα είναι το ένα προς 3.048 μετοχές!

Το περιζήτητο είναι το δικαίωμα στην αύξηση γιατί ένα δικαίωμα δίνει τη δυνατότητα για απόκτηση 3.048 μετοχών προς 1.385 ευρώ, με τη συμμετοχή στην αύξηση.

Συνεπώς, το δικαίωμα έχει αυξημένη αξία και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η τιμή του δικαιώματος ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση με καθορισμένη τιμή στα 210 ευρώ και πράγματι η τιμή του είχε αυξηθεί στα 269 ευρώ. Δηλαδή αυξήθηκε μεν αλλά με λογικά περιθώρια, καθώς αντιπροσωπεύει την ουσιαστική δυνατότητα να πάρει κανείς με κάθε δικαίωμα πάνω από 3.000 μετοχές εφόσον καταβάλει τα κεφάλαια.

Η αυξημένη τιμή του δικαιώματος, αντιπροσωπεύει την αξιόλογη ευκαιρία που δίνει, το ευνοϊκό στοιχείο της αύξησης για τους ιδιώτες επενδυτές, την επιτυχημένη συμμετοχή των επενδυτών και την προσδοκία για τη δημιουργία του πέμπτου πυλώνα. Το δικαίωμα κι όχι οι λίγες μετοχές που διαπραγματεύονται.

Για να γίνει αντιληπτό τι συνέβη:

  • Έγιναν συναλλαγές μόλις 924 μετοχών μέχρι την αναστολή
  • Έγιναν 109 πράξεις δηλαδή η μέση συναλλαγή ήταν για λιγότερες από 9 μετοχές κάθε μία
  • Ο τζίρος ήταν 8.200 ευρώ.
  • Η μετοχή πήγε από τα 10 ευρώ στα 12 ευρώ, με 168 μετοχές να αλλάζουν χέρια.
  • Η μετοχή από τα 12 ευρώ πήγε στα 15 ευρώ με 57 μετοχές να αλλάζουν χέρια.
  • Η μετοχή από τα 15 ευρώ πήγε στα 17 ευρώ, με 38 μετοχές να αλλάζουν χέρια
  • Η μετοχή πήγε από τα 17 ευρώ στα 20 ευρώ, με 140 μετοχές να αλλάζουν χέρια οπότε και η διαπραγμάτευση ανεστάλη.
  • Όλες οι πράξεις που περιγράφονται έγιναν μέσα σε λιγότερο από 15 λεπτά, ενώ οι «αυξημένες» πωλήσεις στα 20 ευρώ, προανήγγειλαν ουσιαστικά το τέλος της χονδροειδούς επιχείρησης.