Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές αναταράξεις, αναφέρει μεταξύ άλλων η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ.«Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αμβλύνει τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Βελτιωμένη η θέση των ελληνικών τραπεζών - Τα «καμπανάκια» για την οικονομία
Τράπεζα της Ελλάδος

Βελτιωμένη η θέση των ελληνικών τραπεζών - Τα «καμπανάκια» για την οικονομία

Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές αναταράξεις, αναφέρει μεταξύ άλλων η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ.«Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αμβλύνει τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα».

Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν για να αντιμετωπίσει πιθανές αναταράξεις, αναφέρει μεταξύ άλλων η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ που μόλις δημοσιοποίησε, τονίζοντας ότι «η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της χώρας αμβλύνει τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα διαγράφονται θετικές».

Αν και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι κλιμακώνονται με την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή και οι πληθωριστικές πιέσεις επιμένουν, ωστόσο η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, αναφέρεται. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε συνδυασμό με τη βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών, της κεφαλαιακής τους επάρκειας, ρευστότητας και πρόσβασης σε χρηματοδότηση, σε συνδυασμό με τη μείωση των κόκκινων δανείων στα χαρτοφυλάκιά τους, έχουν μετριάσει τους κινδύνους. 

Στην έκθεση καταγράφεται το ρεκόρ καταθέσεων 119,4 δισ. ευρώ τον Ιούνιο, η μείωση των κόκκινων δανείων σε 8,6% τότε που έχει υποχωρήσει πολύ περισσότερο πλέον. 

Ωστόσο κόκκινα δάνεια 89,4 δισ. ευρώ τον Ιούνιο δεν εξαφανίστηκαν, αλλά πέρασαν κατά 77% στην ιδιοκτησία των funds και τα διαχειρίζονται εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων  (ΕΔΑΔΠ) από τις επιδόσεις των οποίων για άλλη μία φορά κομψά μεν, η ΤτΕ είναι ξεκάθαρα δυσαρεστημένη, τονίζοντας μάλιστα έμμεσα τον κίνδυνο να καταπέσουν οι εγγυήσεις του Ηρακλής αυξάνοντας το δημόσιο χρέος που επωμίζονται όλοι οι πολίτες. 

«Επιδόσεις» των servicers και Ηρακλής

Η ΤτΕ αναφέρει συγκεκριμένα ότι «λαμβάνοντας υπόψη την έως τώρα επίδοση, κρίνεται απαραίτητη η σημαντική βελτίωση της διαχείρισης των εν λόγω δανείων από τις ΕΔΑΔΠ. Επισημαίνεται ότι οι ικανοποιητικές επιδόσεις των ΕΔΑΔΠ είναι αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του προγράμματος “Ηρακλής”, την αποτελεσματική διαχείριση του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους και την αξιοποίηση του αδρανούς παραγωγικού δυναμικού».

Δηλαδή η έκθεση τονίζει ξανά την ανάγκη της αναχρηματοδότησης των παραγωγικών στοιχείων που έχουν στα χέρια τους οι εταιρίες και τα funds και τα οποία μπορούν να αποδώσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας, αφού δεν έχουν κάνει επενδύσεις και αναχρηματοδοτήσεις, ενώ υποχρεώθηκε το ΥΠΕΘΟ και ο Κωστής Χατζηδάκης να φέρει νόμο για να τηρούνται στοιχειώδεις υποχρεώσεις όπως είναι η ενημέρωση του δανειοληπτών.

Βελτίωση κερδοφορίας

Όπως αναφέρει η έκθεση, «η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώνεται, ενώ συνεχίζεται η υλοποίηση της στρατηγικής για την οριστική απαλλαγή τους από το υφιστάμενο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών κρίνεται ικανοποιητική, αλλά οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα». Βεβαίως αυτά τα συμπεράσματα απορρέουν από στοιχεία του πρώτου εξαμήνου των τραπεζών, καθώς το τρίτο τρίμηνο και το εννεάμηνο συνολικά αποδείχθηκαν πολύ ισχυρά για τις ελληνικές τράπεζες, που μείωσαν περαιτέρω τα κόκκινα δάνειά τους, αύξησαν κι άλλο τα εποπτικά τους κεφάλαια και βελτίωσαν επίσης σε επίπεδα ρεκόρ την κερδοφορία τους.

Πληθωρισμός και επιτόκια απειλούν την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών 

Παρά τη βελτίωση της εικόνας, η ανησυχία της ΤτΕ για την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων - τυχόν αδυναμία των οποίων μπορεί να προκαλέσει νέα κόκκινα δάνεια, αν και μέχρι στιγμής δεν καταγράφεται σημαντική δημιουργία ΜΕΑ, υπογραμμίζεται στην έκθεση: «Η διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλό ακόμη επίπεδο, σε συνδυασμό με τα αυξημένα βασικά επιτόκια και την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, δοκιμάζει την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Ταυτόχρονα, τα υψηλά επιτόκια και η μεταβλητότητα στις αγορές εγκυμονούν κινδύνους για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις εκτός τραπεζικού τομέα (non-bank financial institutions) που δύναται να επηρεάσουν τις τράπεζες δευτερογενώς». 

Το ποσοστό ΜΕΔ των τραπεζών στο σύνολο των δανείων μειώθηκε οριακά στο πρώτο εξάμηνο του 2023 σε 8,6%, Δεκέμβριος 2022: 8,7%. Βεβαίως το ποσοστό ήταν σημαντικά χαμηλότερα το Σεπτέμβριο φέτος, με την ΕΤΕ να έχει πλέον ΜΕΑ 3,6% και τη Eurobank 4,9% ενώ και οι δύο άλλες τράπεζες μείωσαν περαιτέρω τα ποσοστά τους και θα συνεχίσουν έτσι μέχρι το τέλος του έτους τόσο οργανικά όσο κι επειδή έχουν ήδη συμφωνήσει σε πώληση κόκκινων δανείων 1,2 δισ. ευρώ 

Στην έκθεση πάντως επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν πλέον πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ, με μία εξ αυτών να είναι κάτω από το 5% (στις 30 Ιουνίου 2023). «Ωστόσο, θα πρέπει να συνεχιστούν οι ενέργειες που στοχεύουν στην εξυγίανση του εναπομείναντος αποθέματος ΜΕΔ και στην επίτευξη σύγκλισης με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ιούνιος 2023: 1,8%)».

Η επίπτωση των επιτοκίων

Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών διαμορφώθηκε σε υψηλό επίπεδο. Βραχυπρόθεσμα, η επίδραση από τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων στο καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα των τραπεζών είναι θετική, καθώς η πλειονότητα των δανείων τους έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. 

Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, λόγω αφενός της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και αφετέρου του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων.

Εδώ πάντως πρέπει να τονιστεί ότι με μία έκδοση από την ΕΤΕ και μετά το deal με τη UniCredit που πραγματοποίησε η Alpha Bank, όπως επίσης και με την οργανική δημιουργία κεφαλαίων και οι 4 συστημικές τράπεζες έχουν καλύψει τις απαιτήσεις για το έτος 2024 κι έχουν μπροστά τους σχεδόν δύο χρόνια για να καλύψουν την τελική απαίτηση για κεφάλαια MREL που πρέπει να διαθέτουν.

Να σημειωθεί επίσης ότι τα εποπτικά κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών έχουν αυξηθεί σημαντικά μετά από αυτά και είναι αρκετά υψηλότερα από τα στοιχεία του Ιουνίου που καταγράφει η έκθεση, με τις τράπεζες να κινούνται ταχύτατα, στο τρίτο τρίμηνο.