Σε επιβάρυνση της μηνιαίας δόσης των δανειοληπτών και αύξηση των εσόδων των τραπεζών οδηγεί η αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης που ανακοίνωσε η ΕΚΤ. Το επιτόκιο euribor που προεξοφλώντας τις κινήσεις της ΕΚΤ, σημείωνε ήδη πριν τις ανακοινώσεις της τιμή 1,577% μετά από ράλι διαρκείας που έχει ξεκινήσει από τις παραμονές Χριστουγέννων του 2021.
Η αύξηση του επιτοκίου euribor τριμήνου -που χρησιμοποιείται ως βάση στα περισσότερα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου και στα περισσότερα επιχειρηματικά, στεγαστικά, επαγγελματικά και καταναλωτικά δάνεια- βαραίνει νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Να σημειωθεί ότι στο euribor προστίθεται περιθώριο περίπου 3%.
Βεβαίως για ευάλωτα νοικοκυριά η αύξηση είναι μεγάλη, ενώ για τους πιο εύπορους είναι ανεκτή, πλην όμως είναι ενοχλητική για όλους. Μεγαλύτερες είναι οι επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις, γιατί τα ποσά δεν είναι της τάξεως των 100 -200 χιλ. ευρώ όπως στα νοικοκυριά, οπότε ανάλογα με τη διάρκεια του δανείου και το ποσό, η επιβάρυνση για μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορεί να αντιστοιχεί με το μέσο μισθό ενός επιπλέον εργαζομένου.
Για όλους όμως ισχύει η απορία και η αγωνία, πού θα κορυφώσει η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κι αν θα μπει «ταβάνι» στο σημερινό 2,50%. Υπενθυμίζεται πως η ΕΚΤ έχει θέσει ως στόχο την πτώση του πληθωρισμού μακροπρόθεσμα στο ανεκτό 2%.
Επιβαρύνσεις ανάλογα με τη διάρκεια και το ποσό του δανείου
Στα στεγαστικά οι επιβαρύνσεις που έρχονται ξεκινούν από τα 60 ευρώ μηνιαίως για μικρά δάνεια των 100.000 ευρώ, ενώ αυξάνονται μέχρι και τα περίπου 100 ευρώ για μεγαλύτερα ποσά, με μέση διάρκεια τα 10-15 χρόνια.
Επίσης η διάρκεια του δανείου παίζει ρόλο γιατί το σύνολο του ποσού που πρέπει να εξοφλήσει στο χρόνο ο δανειολήπτης είναι σαφώς μεγαλύτερο για διάρκεια 20 ετών, ενώ αν το δάνειο είναι 10ετές ή 15ετές είναι μικρότερο. Όμως οι δόσεις για το ίδιο ποσό είναι μεγαλύτερες όταν η διάρκεια του δανείου είναι μικρή, καθώς πρέπει να εξοφληθεί αντίστοιχο κεφάλαιο σε μικρότερο χρόνο.
Αυτό σημαίνει ότι οι επιβαρύνσεις των επιτοκίων αυξάνονται ανάλογα. Αν και τραπεζικά στελέχη υπογραμμίζουν ότι οι επιβαρύνσεις από τα επιτόκια αντιστοιχούν το πολύ σε τρεις επιπλέον δόσεις, το ζήτημα είναι ότι οι δανειολήπτες δεν έχουν την ευχέρεια αυτών των επιπλέον δόσεων, καθώς οι αυξήσεις θα επιμερισθούν σε κάθε μία δόση δυσχεραίνοντας την καθημερινότητά τους.
Τα δάνεια με σταθερό επιτόκιο είναι λιγοστά στα στεγαστικά δάνεια όπως και στα επιχειρηματικά, αν και επιχειρήσεις που είχαν τη προνοητικότητα και τη φερεγγυότητα ως πελάτες, κατάφεραν να κλειδώσουν τις δόσεις τους, μετά από διαπραγμάτευση.
Πάντως και στα νέα δάνεια με σταθερό επιτόκιο έχουν περάσει αντίστοιχες επιβαρύνσεις, μέσω των ομολόγων δανεισμού με τα οποία κλειδώνουν τα σταθερά επιτόκια, καθώς τα επιτόκια έχουν αυξηθεί επίσης.
Πόσο ωφελούνται οι τράπεζες από τις αυξήσεις
Οι τράπεζες ωφελούνται από τις αυξήσεις επιτοκίων με έσοδα που μπορεί να φθάσουν σε ετήσια βάση τα 800 εκατ. ευρώ έως και 1 δισ. ευρώ.
Το κλειδί εδώ για το σωστό υπολογισμό του ποσού είναι στη φράση «σε ετήσια βάση». Οι υπολογισμοί των μεγάλων οίκων του εξωτερικού και αυτοί που δίνουν οι τράπεζες στηρίζονται σε μοντέλα κλιμακωτών αυξήσεων κατά 0,5% και σε βάθος χρόνου 12 μηνών. Δεν έχουν δημοσιοποιηθεί άλλα στοιχεία.
Ωστόσο, η ΕΚΤ ανεβάζει τα επιτόκιά της με το δικό της ρυθμό και επίσης μέσα σε διάστημα λίγων μηνών η ΕΚΤ προχώρησε σε τρεις αυξήσεις.
Με βάση τα στοιχεία που έχουν δώσει οι ίδιες οι τράπεζες και τους υπολογισμούς που κάνουν οι ξένοι αναλυτές, η πρώτη αύξηση επιτοκίων 0,50% σε ετήσια βάση θα αύξανε κατά μέσο όρο τα έσοδα κατά 65 εκατ. ευρώ ανά Τράπεζα, αλλά σε ετήσια βάση.
Η δεύτερη αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ που ήρθε όμως γρήγορα και ισχύει από τα μέσα Σεπτεμβρίου ήταν μεγαλύτερη στο 0,75%. Από τη δεύτερη αύξηση επιτοκίων υπολογίστηκε ότι οι Τράπεζες θα αύξαναν τα έσοδά τους από 100 έως 130 εκατ. ευρώ επιπλέον η κάθε μία. Κάτι που δίνει μέση αύξηση 117,5 εκατ. ευρώ. Η τρίτη αύξηση δίνει κατά μέσο όρο σε κάθε τράπεζα, έσοδα περίπου 83 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Οι οίκοι υπολογίζουν ότι το margin περιθώριο των τραπεζών στο επιτόκιο, αυξήθηκε περίπου 20-24 μονάδες βάσης (0,20%-0,24%) με τη δεύτερη αύξηση επιτοκίων. Ωστόσο η άνοδος των επιτοκίων δανεισμού αργά ή γρήγορα θα μεταφραστεί και σε μικρή αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, μειώνοντας το ρυθμό με τον οποίο αυξάνεται το τραπεζικό margin.