Η αύξηση των επικίνδυνων δανείων (που έχουν μπει σε άλλο στάδιο με κίνδυνο να γίνουν κόκκινα δηλαδή) και ή αύξηση στο κόστος των δανείων, άρα και των επιτοκίων που προσφέρουν οι τράπεζες, ήταν οι σημαντικότερες επιπτώσεις της πολιτικής σύσφιξης της ΕΚΤ. Αυτό είναι το πρώτο γενικό συμπέρασμα της ΕΚΤ για τις επιπτώσεις στις τράπεζες, από τη μείωση του TLTRO 3 και τα μειωμένα ομόλογα που αγοράζει.
Όμως όπως προκύπτει, η θετική επίδραση από την αύξηση των επιτοκίων για τις τράπεζες, αρχίζει ήδη και αντισταθμίζεται σταδιακά το τελευταίο εξάμηνο και ειδικά στο πρώτο τρίμηνο του 2023, από τη δυσκολότερη χρηματοδότησή τους, την αύξηση του κόστους δανεισμού τους και το κόστος των επικίνδυνων ή κόκκινων δανείων, πράγμα που έχει (ήδη για κάποιες) επιπτώσεις στην κερδοφορία τους και καταγράφει η νέα έκθεση της ΕΚΤ.
Ειδικότερα σύμφωνα με την έρευνα της ΕΚΤ:
- Το ποσοστό αρνητικής επίπτωσης στη χρηματοδότηση των τραπεζών από τις αγορές, αυξήθηκε σε -16% από -10% στην προηγούμενη έρευνα
- Η ρευστότητα των τραπεζών μειώθηκε (ποσοστό -7% τώρα, από -5% στην προηγούμενη έρευνα)
- Η επίπτωση στο συνολικό ενεργητικό των τραπεζών ήταν αρνητική (-4% από θετική 4% στην προηγούμενη έρευνα)
Η ΕΚΤ στο σημείο αυτό σχολιάζει ότι οι επιπτώσεις συμβαδίζουν με την πολιτική σύσφιξης που εφαρμόζει (άρα ήταν αναμενόμενες), καθώς και με τη μείωση στον όγκο των δανείων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Τι περιμένουν οι τράπεζες το επόμενο εξάμηνο
Τους επόμενους έξι μήνες, οι τράπεζες της Ευρωζώνης αναμένουν συνολικά, ότι οι πολιτικές σύσφιξης της ΕΚΤ «θα συνεχίσουν να έχουν αρνητική επίδραση στις συνθήκες χρηματοδότησής τους από τις αγορές, στις θέσεις ρευστότητας και στο συνολικό ενεργητικό τους». Οι απαντήσεις είναι:
- Για τη χρηματοδότησή τους από τις αγορές -7%
- Για τη ρευστότητά τους -11%
- Για το ενεργητικό τους -20%
- Για την κερδοφορία τους το ουδέτερο ποσοστό (περίπου 1% θετικό τώρα) μετατρέπεται σε -6%
Η επίπτωση των αυξημένων επιτοκίων
Οι τράπεζες της Ευρωζώνης σε ποσοστό 47% είχαν αυξημένα καθαρά έσοδα από τα επιτόκια που σε ποσοστό 40% αύξησε μέχρι τώρα την κερδοφορία τους σύμφωνα με την έρευνα.
Όμως, όπως θα δούμε παρακάτω:
- Σε ποσοστό -17% αναφέρεται ο περιορισμός της κερδοφορίας
- Σε ποσοστό -11% φθάνουν οι απώλειες από μη επιτοκιακά έσοδα
- Σε ποσοστό -12% φθάνουν οι κεφαλαιακές απώλειες (από τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων)
- Σε ποσοστό -13% φθάνουν οι απώλειες από αμοιβές και προμήθειες
- Στο -9% φθάνουν οι απώλειες στην κερδοφορία λόγω ανάγκης σχηματισμού προβλέψεων, απομειώσεων κλπ.
Αρνητικές επιπτώσεις από το κόστος του χρήματος
Όπως προκύπτει από την έρευνα υπάρχουν κι άλλες δυσάρεστες επιπτώσεις, που φθάνουν σε κάποιες περιπτώσεις τραπεζών ακόμα και στη μείωση της κερδοφορίας τους, ενώ καταγράφεται μεγάλο ποσοστό τραπεζών των οποίων έχουν μειωθεί σε ένα βαθμό η ρευστότητα για δανεισμό και το ενεργητικό τους.
Η ΕΚΤ ειδικότερα αναφέρει ότι σύμφωνα με τις τράπεζες που συμμετείχαν στην έρευνα, η πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση (λιανικής και χονδρικής) επιδεινώθηκε το πρώτο τρίμηνο.
Για τις χρηματαγορές και τους χρεωστικούς τίτλους (ομόλογα), η επιδείνωση αναστρέφει την - όπως φαίνεται προσωρινή βελτίωση - για την πρόσβαση σε αυτές τις αγορές, που σημειώθηκε στα τέλη του περασμένου έτους.
Αντανακλά λέει η ΕΚΤ «πιθανότατα την αναταραχή των αγορών κατά το Μάρτιο φέτος και το χαμηλότερο επίπεδο πλεονάζουσας ρευστότητας συνολικά». Ειδικότερα στη λιανική χρηματοδότηση των τραπεζών, «η επιδείνωση της πρόσβασης αντανακλά τη συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων των τραπεζικών καταθέσεων και τη στροφή προς πιο υψηλά αμειβόμενους τύπους αποταμίευσης».
Οι τράπεζες ανέφεραν στην έρευνα, ότι οι αλλαγές στις χρηματοδοτικές πολιτικές της ΕΚΤ «είχαν αρνητικό αντίκτυπο στις συνθήκες χρηματοδότησης της αγοράς, τη ρευστότητα και το σύνολο του ενεργητικού τους το τελευταίο εξάμηνο». Στην κερδοφορία, η επίδραση που ανέφεραν οι τράπεζες στην έρευνα της ΕΚΤ «ήταν σε γενικές γραμμές ουδέτερη».
Όμως οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν ήδη τον όγκο των δανείων κι έτσι αρχίζει και μειώνεται η θετική επίδραση από την αύξηση των επιτοκίων που συνεχίζει να φέρνει μέχρι τώρα αύξηση στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα. «Οι εξελίξεις στο χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και η σχετική αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής είχαν καθαρή σύσφιξη στους όρους και τις προϋποθέσεις για τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά και αρνητικό αντίκτυπο στον όγκο των τραπεζικών δανείων σε όλες τις κατηγορίες δανείων», αναφέρεται.
Η κατάργηση του TLTRO 3
Οι τράπεζες της Ευρωζώνης, ανέφεραν ότι η συνεχιζόμενη σταδιακή κατάργηση του TLTRO 3, είχε αρνητικό αντίκτυπο στις θέσεις ρευστότητάς τους, την κερδοφορία και τις συνολικές συνθήκες χρηματοδότησής τους το τελευταίο εξάμηνο καθώς τα κεφάλαια TLTRO λήγουν ή αποπληρώνονται οικειοθελώς πρόωρα.
Επίσης ο αντίκτυπος στους όγκους χορηγήσεων αναμένεται να είναι αρνητικός σε όλες τις κατηγορίες χορηγήσεων κατά τους επόμενους έξι μήνες.
Ωστόσο οι τράπεζες της Ευρωζώνης, «ανέφεραν ότι οι αποφάσεις για τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ είχαν σημαντική θετική επίδραση στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια τους το τελευταίο εξάμηνο».
Όμως, «ενώ η επίδραση στη συνολική κερδοφορία των τραπεζών ήταν θετική, η θετική επίδραση στα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών αντισταθμίστηκε εν μέρει από την αρνητική επίδραση του όγκου στα καθαρά έσοδα από τόκους. «Αυτό συνάδει με τη σημαντική αποδυνάμωση της δυναμικής των δανείων και των καταθέσεων τους τελευταίους έξι μήνες. Πρόσθετες αρνητικές επιπτώσεις προήλθαν από ζημίες κεφαλαίου και καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες».
Τι κερδίζουν και τι χάνουν οι τράπεζες
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν, παρά τις θετικές επιπτώσεις που έχουν ήδη καταγραφεί και συνεχίζουν να καταγράφονται από την αύξηση των επιτοκιακών περιθωρίων από τις τράπεζες και την αύξηση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων τους.
Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν ξανά, σημαντικά θετική επίδραση από τις αποφάσεις της ΕΚΤ για τα βασικά επιτόκια στα καθαρά επιτοκιακά περιθώριά τους το τελευταίο εξάμηνο.
«Η θετική επίδραση στα επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών (καθαρό ποσοστό τραπεζών 49%) μεταφράστηκε σε υψηλό ποσοστό τραπεζών που ανέφεραν θετική επίδραση στα καθαρά έσοδα από τόκους (καθαρό ποσοστό 47%), γεγονός που οδήγησε σε μεγάλο βαθμό θετική επίδραση στη συνολική κερδοφορία τους (καθαρό ποσοστό 40%)», αναφέρει η έρευνα σε άλλο σημείο.
«Ταυτόχρονα, η επίδραση των αποφάσεων της ΕΚΤ για τα επιτόκια στον όγκο των δανείων ήταν αρνητική, ασκώντας περιοριστική επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών σύμφωνα με τις τράπεζες (καθαρό ποσοστό -17%).
Επιπλέον, οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν αρνητική επίδραση των αποφάσεων της ΕΚΤ για τα επιτόκια στην κερδοφορία μέσω των μη επιτοκιακών εσόδων τους (καθαρό ποσοστό -11%).
Αυτό οφείλεται τόσο στις κεφαλαιακές απώλειες (καθαρό ποσοστό -12%), αντανακλώντας τις απώλειες στα χαρτοφυλάκια τίτλων των τραπεζών στο πλαίσιο της αύξησης των επιτοκίων, όσο και στα καθαρά έσοδα από αμοιβές και προμήθειες (καθαρό ποσοστό -13%).
Οι τράπεζες έχουν επίσης επισημάνει αρνητική επίδραση των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στην κερδοφορία μέσω υψηλότερων αναγκών σχηματισμού προβλέψεων και απομειώσεων (καθαρό ποσοστό τραπεζών -9%) τους τελευταίους έξι μήνες, γεγονός που μπορεί να αντανακλά υψηλότερους πιστωτικούς κινδύνους».