Με το αποτύπωμα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης να έχει πλέον υποχωρήσει αισθητά και την ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται ταχύτερα από την ΕΕ, κρίσιμος παράγοντας περαιτέρω οικονομικής επιτάχυνσης είναι η αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας.
Η πρόσφατη έρευνα πεδίου της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας σε 800 επιχειρήσεις, η οποία εμβαθύνει στις εργασιακές ανάγκες των ελληνικών ΜμΕ αναδεικνύει το ρόλο της εκπαίδευσης ως αντιστάθμιση της «στενότητας» στην αγορά εργασίας.
Ξεκινώντας με μια χαρτογράφηση των αναγκών προσωπικού, διαπιστώνεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης των 2/3 του τομέα ΜμΕ (εξαιρούνται κατασκευές και πρωτογενής τομέας) βρέθηκε σε διαδικασία αναζήτησης εργαζομένων κατά την προηγούμενη διετία (έναντι 30% του τομέα κατά τις παρελθούσες περιόδους κρίσης), με υψηλότερη κινητικότητα να εντοπίζεται στους κλάδους βιομηχανίας και υπηρεσιών. Αξιοσημείωτο είναι ότι βασικό κίνητρο αναζήτησης εργαζομένων αποτελεί η αύξηση πωλήσεων (41% του τομέα, έναντι 26% προ διετίας), η οποία υπερίσχυσε των αναγκών αντικατάστασης ή προσωρινής φύσης, επιβεβαιώνοντας έτσι την αναπτυξιακή και επεκτατική δυναμική του ελληνικού επιχειρείν.
Ως καταλύτης για την υπέρβαση αυτού του προβλήματος, κυρίως για θέσεις υψηλής εξειδίκευσης, αναδεικνύεται η εκπαίδευση στο χώρο εργασίας. Ειδικότερα, βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, επιχειρήσεις που παρέχουν εκπαίδευση στο προσωπικό τους (σχεδόν 1/3 του τομέα) επιτυγχάνουν υψηλότερη κάλυψη θέσεων εργασίας (σε όλα τα μεγέθη επιχειρήσεων).
Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις που προσφέρουν τυπική εκπαίδευση κάλυψαν επιτυχώς σχεδόν το 80% των θέσεων που αναζήτησαν, έναντι 70% για αυτές που προσφέρουν μόνο εμπειρική εκπαίδευση και κάτω από 60% για εκείνες που δεν προσφέρουν καμία εκπαίδευση.
Παράλληλα αξίζει να αναφερθεί ότι η ένταση της κατάρτισης στον χώρο εργασίας ενέχει οφέλη παραγωγικότητας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Συγκεκριμένα, βάσει των εκτιμήσεων μας, η αύξηση των εκπαιδευτικών ωρών κατά 1% αυξάνει την παραγωγικότητα εργασίας κατά αντίστοιχο ποσοστό (1%) σε ορίζοντα τετραετίας.
Ενώ οι δράσεις εκπαίδευσης που προσφέρουν οι επιχειρήσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, η ένταση του προβλήματος απαιτεί πιο συνολική αντιμετώπιση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής αγοράς εργασίας.