Στην καλή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών αναφέρθηκε στην εκδήλωση του Bloomberg ο CEO της Eurobank Φωκίων Καραβίας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να «τρέξουν» ταχύτερα οι επενδύσεις.
Σε ότι αφορά την δραστηριοποίηση των τραπεζών στο εξωτερικό, ο κ. Καραβίας αναφέρθηκε στις εξαγορές του ομίλου της Eurobank σε Βουλγαρία και στην απόκτηση της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο, σημείωσε πως η τράπεζα θέλει να αναπτυχθεί και σε άλλες αγορές όπως η Ινδία, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως στις τράπεζες «μετρά το μέγεθος». Και τάχθηκε υπέρ των διασυνοριακών εξαγορών.
Σχετικά με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και την ανάγκη επενδύσεων
Καταρχάς, σας ευχαριστούμε πολύ που μας καλέσατε σε αυτή την εκδήλωση. Θεωρώ ότι είναι πολύ θετικό για την Ελλάδα να διοργανώνονται τέτοιες εκδηλώσεις εκτός Αθήνας. Πράγματι, επιτρέψτε μου να επιβεβαιώσω όσα ανέφερε ο Πρωθυπουργός.
Βρισκόμαστε σε πολύ καλή κατάσταση. Νομίζω ότι το 2023 και το 2024 ήταν ιδιαίτερα δυνατές χρονιές για τις ευρωπαϊκές τράπεζες γενικά, και ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες. Στην Eurobank , είχαμε πολύ σημαντική προοδευτική ανάπτυξη.
Είχαμε επίσης σημαντική δραστηριότητα σε εξαγορές και συγχωνεύσεις (M&A). Πιστεύουμε ότι μπορούμε να αποδώσουμε στους μετόχους μας μια απόδοση περίπου 70,5%. Οπότε, μέχρι στιγμής όλα πάνε καλά. Προτεραιότητά μας είναι να εξυπηρετούμε τους πελάτες μας και να στηρίζουμε την οικονομία.
Τι μπορούμε να κάνουμε για την ελληνική οικονομία; Ποιο είναι το πιο επείγον ζήτημα; Περισσότερες επενδύσεις.
Η χώρα έχει σήμερα επενδύσεις που φθάνουν περίπου στο 15% του ΑΕΠ, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται στο 22%. Αυτό συγκρίνεται και με την αναφορά της έκθεσης Ντράγκι, όπου ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αυξήθηκε από 22% σε 26%-27%. Υπάρχει λοιπόν ένα σημαντικό κενό που πρέπει να καλυφθεί. Και αυτό, μαζί με τους Έλληνες επιχειρηματίες, είναι και δική μας δουλειά, να χρηματοδοτήσουμε περισσότερες επενδύσεις.
Αυτό ακριβώς κάνουμε. Η πιστωτική ανάπτυξη το 2024 θα είναι πολύ ισχυρή. Και αναμένουμε να συνεχιστεί το 2025 και το 2026.
Ο ενεργειακός τομέας, για παράδειγμα, είναι ένας από τους τομείς που προσελκύουν τις περισσότερες επενδύσεις στην Ελλάδα. Και αυτό είναι μια από τις προτεραιότητες της Ευρώπης όσον αφορά τη νέα κανονιστική βάση του Αυγούστου. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στην ώθηση που παρέχουν οι ελληνικές τράπεζες στην αγορά.
Σχετικά με τις προοπτικές ανάπτυξης των ελληνικών τραπεζών
Η διαχείριση του πλεονάζοντος κεφαλαίου είναι ένα ζήτημα. Πρόκειται για ένα «ευχάριστο» πρόβλημα, αλλά παραμένει πρόβλημα. Πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτό το κεφάλαιο και την ισχυρή κερδοφορία που δημιουργούμε; Θα έλεγα ότι υπάρχουν τρεις τρόποι.
Ο πρώτος είναι η χρηματοδότηση της πιστωτικής ανάπτυξης, η οποία είναι ήδη ισχυρή και αναμένεται να παραμείνει έτσι τα επόμενα χρόνια. Ο δεύτερος είναι η αύξηση του ποσοστού απόδοσης προς τους μετόχους. Έχουμε ήδη ανακοινώσει ότι, αντί για το 40% που προβλεπόταν αρχικά για το 2025, έχουμε αναβαθμίσει τον στόχο στο 50% από τα οικονομικά αποτελέσματα του 2024. Τέλος, μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε ευκαιρίες M&A στους τομείς της τραπεζικής, της ασφάλισης και της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
Στη Βουλγαρία, που είναι η δεύτερη βασική μας αγορά, έχουμε ολοκληρώσει τρεις εξαγορές τα τελευταία χρόνια, ενισχύοντας τη θέση μας στην αγορά δανείων. Στην Κύπρο, φέτος ολοκληρώσαμε την εξαγορά πλειοψηφικού πακέτου της Ελληνικής Τράπεζας, της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας. Μέσω της Ελληνικής Τράπεζας, αποκτήσαμε και μια ασφαλιστική εταιρεία, και αναζητούμε περαιτέρω ευκαιρίες. Είμαστε μια τράπεζα με περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ σε περιουσιακά στοιχεία, εκ των οποίων το 60% προέρχεται από δραστηριότητες εκτός Ελλάδας, το 27% από την Κύπρο και το 11% από τη Βουλγαρία.
Σχετικά με τη συγκέντρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα
Θα έλεγα ότι η διασυνοριακή συγκέντρωση θα ήταν καλοδεχούμενη από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, περιλαμβανομένων των κυβερνήσεων, των ρυθμιστικών αρχών και των τραπεζών. Το ερώτημά σας αγγίζει ένα ευρύτερο ζήτημα, αυτό της συγκέντρωσης στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Κατά τη γνώμη μου, το θέμα δεν είναι αν, αλλά πότε και πώς.
Αν η Ευρώπη θέλει να προχωρήσει μπροστά και να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ, αν θέλει να παραμείνει σχετική στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, τότε η τραπεζική ένωση και η διασυνοριακή συγκέντρωση πρέπει να προχωρήσουν. Πρόκειται για δύο διαφορετικές διαδικασίες, αλλά έχουν ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την τάση.
Όσον αφορά τη συγκέντρωση στην ελληνική αγορά, δεν αναμένω κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον. Ποτέ δεν μπορείς να αποκλείσεις τίποτα, αλλά νομίζω ότι η πολιτική προτεραιότητα αυτή τη στιγμή είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού στην τοπική αγορά. Αυτό υπερισχύει της ανάγκης για συγκέντρωση και μέγεθος. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η γενική τάση στην ευρωπαϊκή πολιτική. Προτιμούν περισσότερο ανταγωνισμό έναντι του μεγέθους, όπως πρόσφατα υπογράμμισε και η έκθεση Ντράγκι.
Σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF)
Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για την οικονομία μας, τόσο λόγω της ύπαρξής του όσο και του τρόπου με τον οποίο το διαχειρίστηκε η κυβέρνηση. Ο τρόπος είναι επίσης μοναδικός, καθώς απαιτεί τη συνεργασία του ιδιωτικού τομέα και των τραπεζών για την αξιοποίηση του σκέλους δανείων του. Πιστεύω ότι όλες οι τράπεζες έχουν διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία.
Το σκέλος των δανείων αντιπροσωπεύει περίπου το 50% του συνολικού πακέτου και έχει επηρεάσει θετικά διάφορους τομείς της οικονομίας, ειδικά εκείνους που σχετίζονται με τη μεγάλη μετάβαση, τις ψηφιακές και εξαγωγικές επενδύσεις, και πολλά άλλα. Μέχρι στιγμής, όλα προχωρούν ικανοποιητικά.
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα αφορά το αν η λήξη του ΤΑΑ το 2026 θα έχει αντίκτυπο στην οικονομία. Πιστεύω ότι οι επενδύσεις αυτές δεν θα σταματήσουν σε ένα ή δύο χρόνια. Αντίθετα, η επίδρασή τους θα είναι μακροπρόθεσμα θετική για την οικονομία. Η Ευρώπη πρέπει να δημιουργήσει έναν νέο μηχανισμό ισορροπίας, όπως προτείνει η έκθεση Ντράγκι, και είμαι αισιόδοξος ότι με κάποιο τρόπο θα υπάρξει μια νέα μορφή ΤΑΑ για την ευρωπαϊκή αγορά.
Τι ρωτούν οι επενδυτές
Francine Lacqua: Ρωτούν για τις μακροπρόθεσμες ευκαιρίες μιας νέας τράπεζας ή εξακολουθούν να επικεντρώνονται σε μικρότερα, αλλά τεχνικά σημαντικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν άμεσα;
Απάντηση: Θα έλεγα και τα δύο: Για παράδειγμα, το DTC (Deferred Tax Credits) είναι ένα ζήτημα που συζητάμε συχνά με τους αρμόδιους. Οι επενδυτές ρωτούν επίσης για τις προοπτικές ανάπτυξης των τραπεζών μας, τόσο οργανικής όσο και μέσω πιθανών εξαγορών. Επιπλέον, θέλουν να μάθουν για την πολιτική μας όσον αφορά τις μερισματικές αποδόσεις.
Αυτό που είναι ενθαρρυντικό είναι ότι οι περισσότερες τράπεζες έχουν αναβαθμίσει τις προβλέψεις τους για το 2025, κάτι που δείχνει τη σταθερότητα και τη δύναμή τους. Βλέπουμε σημαντικές ευκαιρίες για ανάπτυξη, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις υπόλοιπες βασικές αγορές όπου δραστηριοποιούμαστε.
Σχετικά με το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και την Ευρώπη-ΗΠΑ
Τα τελευταία 15-20 χρόνια, υπήρξε σημαντική απόκλιση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ. Πριν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ήταν σχεδόν ισοδύναμες με τις μεγάλες αμερικανικές σε μέγεθος και κεφαλαιοποίηση. Σήμερα, μόνο δύο ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται στις 10 μεγαλύτερες παγκοσμίως.
Υπήρξαν σίγουρα τομείς στους οποίους η Ευρώπη δεν απέδωσε τόσο καλά όσο οι ΗΠΑ ή η Αγγλία. Αυτό αναδεικνύει τη σημασία της τραπεζικής ένωσης και της διασυνοριακής συγκέντρωσης.
Η εμπειρία μας από τη μόνη διασυνοριακή εξαγορά που έχει γίνει στην Ευρώπη τα τελευταία επτά χρόνια έδειξε ότι η υποστήριξη από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους πολιτικούς φορείς ήταν πολύ θετική.
Τομείς ανάπτυξης των ελληνικών τραπεζών και ο ρόλος της κυβέρνησης
Δύο σημεία: Πρώτον, συμφωνώ ότι η διαχείριση περιουσίας (asset & wealth management) και το private banking είναι σημαντικοί τομείς ανάπτυξης. Διαθέτουμε τρία κέντρα – στο Λουξεμβούργο, την Αθήνα και την Κύπρο – και βλέπουμε σημαντικές ευκαιρίες οργανικής ανάπτυξης.
Δεύτερον, τι ζητάμε από την κυβέρνηση:
- Περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
- Αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου για την παροχή κινήτρων για επενδύσεις.
- Πολιτική σταθερότητα, που αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα για τη χώρα και πρέπει να διατηρηθεί.
Σχετικά με την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI)
Η τεχνητή νοημοσύνη (AI) αποτελεί ίσως τον σημαντικότερο μοχλό αλλαγής της εποχής μας και αναμένεται να επηρεάσει πολλούς διαφορετικούς τομείς της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των μπαταριών. Κατά την άποψή μου, η AI μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο ανατρεπτικό τρόπο όπως το διαδίκτυο τη δεκαετία του '90.
Θα ήθελα να κάνω δύο σχόλια:
- Ψηφιοποίηση και AI στον τραπεζικό τομέα: Στον οργανισμό μας, εργαζόμαστε εντατικά με νευρωνικά δίκτυα και προσπαθούμε να ενσωματώσουμε την AI στο επιχειρηματικό μας μοντέλο. Ξεκινήσαμε με ένα AI-powered bot για διαδικτυακή χρήση και σχεδιάζουμε να το επεκτείνουμε για εξυπηρέτηση πελατών. Η AI διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μεταμόρφωση της πληροφορικής, ειδικά στον τομέα της συμμόρφωσης (compliance) και της καταπολέμησης ξεπλύματος χρήματος (AML). Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι έχει μεγάλη επίδραση στην παραγωγή δεδομένων (data production).
- Γεωπολιτική της AI: Όπως συνέβη με το διαδίκτυο, η εξέλιξη της AI έχει σημαντικές γεωπολιτικές προεκτάσεις. Το πρωτόκολλο του διαδικτύου αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '70, το CERN στην Ευρώπη έφερε την επανάσταση με τον Παγκόσμιο Ιστό τη δεκαετία του '80, και οι μηχανές αναζήτησης αναπτύχθηκαν ξανά στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '90. Το διαδίκτυο ήταν αποτέλεσμα μιας συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.
Η σημερινή κατάσταση με την AI είναι διαφορετική:
- Η AI αναπτύχθηκε κυρίως στις ΗΠΑ.
- Η Κίνα και οι ΗΠΑ πραγματοποιούν τεράστιες επενδύσεις.
- Η Ευρώπη φαίνεται να μένει πίσω, καθώς επικεντρώνεται κυρίως στη ρύθμιση.
Για να αλλάξει αυτό, η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερη καινοτομία και επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Η τραπεζική πρέπει επίσης να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, για να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που προσφέρει η AI και να παραμείνει ανταγωνιστική.
Σχετικά με τη βιωσιμότητα
Η βιωσιμότητα είναι απαραίτητη. Ωστόσο, η Ευρώπη δεν πρέπει να επικεντρωθεί μόνο σε αυτήν, αλλά να διασφαλίσει και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Αυτό απαιτεί δύο πυλώνες – βιωσιμότητα και οικονομική ανταγωνιστικότητα.