Fed vs ΕΚΤ: Φουντώνει η μάχη για τα επιτόκια
Shutterstock
Shutterstock

Fed vs ΕΚΤ: Φουντώνει η μάχη για τα επιτόκια

Θα μπορούσε να είναι ένας αγώνας δρόμου για το ποια κεντρική τράπεζα θα μειώσει πρώτη τα επιτόκια, αλλά εξελίσσεται περισσότερο σε μία μάχη τόσο για το… πρεστίζ, όσο και για την αξιοπιστία. Θα είναι η Fed ή η ΕΚΤ η πρώτη μεγάλη κεντρική τράπεζα που θα βροντοφωνάξει ότι νίκησε τον πληθωρισμό, αποφεύγοντας παράλληλα την ύφεση; Η ομαλή προσγείωση της οικονομίας αποτελεί σήμερα τον πιο κρίσιμο στόχο του 2024 για τον Τζερόμ Πάουελ και την Κριστίν Λαγκάρντ.

Το θέμα είναι ότι οι μειώσεις επιτοκίων που είχαν προβλεφθεί από τις αγορές για τον Μάρτιο, έχουν μετατεθεί χρονικά, με τη Fed να αναμένεται να… πατήσει το κουμπί τον Μάιο και την ΕΚΤ από τον Ιούνιο και βλέπουμε. Ακόμη και για την Τράπεζα της Αγγλίας, η εξίσωση συνεχίζει να έχει αγνώστους και η πρώτη μείωση των επιτοκίων τοποθετείται τον ερχόμενο Αύγουστο.

Ο άτυπος ανταγωνισμός των κεντρικών τραπεζών έχει και πρακτικές επιπτώσεις αφού η μείωση των επιτοκίων καθιστά φθηνότερο το χρήμα και διευκολύνει τις ροές επενδυτικών κεφαλαίων. Τα δεδομένα είναι διαφορετικά για Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι τελευταία οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης κινούνται σχεδόν συγχρονισμένα.

Η μεγάλη διαφορά έγκειται στην ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η αμερικανική οικονομία έτρεξε με τον άκρως εντυπωσιακό ρυθμό ανάπτυξης του 4,1% στο β’ εξάμηνο του 2023 και το momentum που απέκτησε της επιτρέπει να βλέπει με μεγαλύτερη αισιοδοξία το 2024. Γι’ αυτό εξάλλου και οι αναλυτές της Deutsche Bank έσπευσαν να βγάλουν από το κάδρο των προβλέψεων την πιθανότητα της ύφεσης στις ΗΠΑ, τοποθετώντας την ίδια ώρα την πρώτη μείωση επιτοκίων τον ερχόμενο Ιούνιο, «ακυρώνοντας» το βαρόμετρο των αγορών, το FedWatch Tool, που δίνει σήμερα πιθανότητα 55,2% να λάβει χώρα η πρώτη μείωση την 1η Μαΐου.

Στην Ευρωζώνη, από την άλλη, η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα εδώ και πάνω από ένα χρόνο, παλεύοντας κυριολεκτικά κάθε τρίμηνο με την ύφεση. Το ΑΕΠ της Ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 0,1% στο δ’ τρίμηνο του 2022, αναπτύχθηκε κατά μόλις 0,1% στο α’ και β’ τρίμηνο του 2023, για να συρρικνωθεί εκ νέου κατά 0,1% στο γ’ τρίμηνο και να διατηρηθεί αμετάβλητο στο τέλος της περσινής χρονιάς. Μηδέν εις το πηλίκο, δηλαδή, για μία οικονομία που επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αναιμικές επιδόσεις της Γερμανίας.

Στην Ευρώπη, οι μέσες ωριαίες απολαβές συνεχίζουν να έχουν ανοδική φορά και η παραγωγικότητα εξασθενεί, ενώ στην Αμερική συμβαίνει το αντίθετο. Στην Ευρωζώνη η ανάπτυξη παραμένει αναιμική αλλά βελτιώνεται, ενώ η πρόσφατη υποχώρηση του πληθωρισμού δεν συνεπάγεται μετά βεβαιότητας ότι έχει μπει σε τροχιά προς το 2%. Στις ΗΠΑ η οικονομία αντέχει και ο πληθωρισμός δείχνει να υποχωρεί με μεγαλύτερη ασφάλεια. Και τέλος, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει επεκτατική στην Ευρωζώνη, αν και αυτό θα αλλάξει σύντομα, όταν η αμερικανική κυβέρνηση ήδη κόβει δαπάνες.

Επομένως, όλα τα ανωτέρω διαμορφώνουν ένα διαφορετικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά τον χρόνο που θα γίνει η πρώτη μείωση αλλά και την ταχύτητα με την οποία θα μειωθούν τα επιτόκια.

Στην πλειονότητά τους, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Fed θα κάνει πρώτη κίνηση στη σκακιέρα των επιτοκίων και παράλληλα να προχωρήσει ταχύτερα στη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Για την ΕΚΤ, αντιθέτως, η όποια μείωση μετατίθεται ίσως και μετά το καλοκαίρι. Χθες, ο Γιάννης Στουρνάρας προχώρησε στην εκτίμηση ότι η μείωση των βασικών επιτοκίων θα ξεκινήσει μέσα στο 2024 χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για τον ακριβή μήνα της πρώτης μείωσης.

Το συμπέρασμα είναι ότι το τοπίο παραμένει πιο θολό στην Ευρώπη και δύσκολα κανείς μπορεί να προβλέψει ότι η πρώτη μείωση θα γίνει τον Ιούνιο, αν και αυτός είναι ο επικρατέστερος μήνας σύμφωνα με τα πονταρίσματα των επενδυτών. Ο Ιταλός αναλυτής Λορέντσο Κοντόνιο συνεχίζει, με νέα του ανάλυση, να εκτιμά ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη θα είναι πρόωρη αν έρθει στους επόμενους μήνες και υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ θα ακολουθήσει μια πιο επιφυλακτική οδό, προβαίνοντας σε μειώσεις του 0,25% ανά τρίμηνο, αρχής γενομένης από το δ’ τρίμηνο του 2024.