Το «φρένο» Πάουελ, οι τράπεζες και η Wall Street
Shutterstock
Shutterstock

Το «φρένο» Πάουελ, οι τράπεζες και η Wall Street

Χθες το βράδυ, η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) ανακοίνωσε την αύξηση των επιτοκίων αναφοράς κατά 0,25%, ανεβάζοντάς τα στο εύρος του 5% με 5,25%.

Αυτό όμως δεν λέει τίποτα από μόνο του, καθώς σχεδόν όλοι οι επενδυτές και αναλυτές ήταν σχεδόν βέβαιοι πως αυτή θα ήταν η απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Fed. Αυτό που ενδιέφερε τις αγορές ήταν όλα τα υπόλοιπα που θα μαθαίναμε από το επίσημο ανακοινωθέν και τις απαντήσεις του διοικητή Πάουελ κατά την διάρκεια της συνέντευξης Τύπου.

Πριν αναφερθούμε λοιπόν στα όσα μάθαμε από τις 21:00 μέχρι τις 22:30 χθες το βράδυ, θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ επενδυτών, αναλυτών και δημοσιογράφων εν αναμονή των επίσημων ανακοινώσεων και της συνέντευξης Τύπου. Πέρα από την βεβαιότητα για πως η αύξηση των επιτοκίων θα ήταν της τάξης του 0,25%, για πολλά άλλα υπήρχαν απορίες, προσδοκίες και ανησυχίες.

Ξεκινώντας από το τι θα ήθελαν να ακούσουν οι αγορές, σίγουρα ήθελαν να πάρουν ένα σχετικά σαφές μήνυμα πως η χθεσινή αύξηση θα ήταν και η τελευταία στην σειρά που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2022, όταν τα επιτόκια αναφοράς ξεκόλλησαν από το εύρος του 0% με 0,25%. Οι περισσότεροι επενδυτές το ήθελαν γιατί, πολύ απλά, προτιμούν πάντα τα χαμηλότερα από τα υψηλότερα επιτόκια.

Κάποιοι από αυτούς, όπως και αρκετοί αναλυτές και σχολιαστές, ήθελαν να το ακούσουν γιατί πιστεύουν πως η περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία της αμερικανικής οικονομίας, η οποία έχει ήδη αρχίσει να αδυνατίζει ελαφρά. Πολλοί υποστηρίζουν πως τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα, κυρίως στις περιφερειακές τράπεζες, θα έπρεπε να έχουν κάνει την Fed να σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων ήδη από τον περασμένο Μάρτιο. Οι απορίες έχουν σχέση με τον τρόπο με τον οποίον θα δικαιολογούσε η επιτροπή της Fed την απόφασή της για παύση της διαδικασίας των αυξήσεων.

Θα αναφερόταν στην πρόοδο που έχει σημειωθεί στην καταπολέμηση του πληθωρισμού; Στα προβλήματα των τραπεζών που έχουν κάνει πιο εύθραυστη την οικονομία; Θα απέδιδαν την απόφαση αυτή σε έναν συνδυασμό των δύο παραπάνω παραγόντων; Οι ανησυχίες ήταν δύο ειδών. Η πρώτη ανησυχία ήταν μήπως το μήνυμα από τη Fed παρέπεμπε περισσότερο σε συνέχιση της διαδικασίας των αυξήσεων και λιγότερο στο σταμάτημά τους.

Η δεύτερη είχε να κάνει με την φρασεολογία που θα περιείχε το επίσημο ανακοινωθέν και τον τρόπο με τον οποίον θα απαντούσε ο διοικητής Πάουελ στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Αυτό που ενδιαφέρει πάντα τις αγορές τέτοιες μέρες είναι αφενός να πάρει μία ιδέα για το τι περιμένει η κεντρική τράπεζα σε γενικές γραμμές το επόμενο διάστημα και αφετέρου να αντιληφθεί τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς των μελών της επιτροπής. Η ουσιαστική αντίδραση των αγορών έρχεται πάντα μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης Τύπου αφού οι επενδυτές «χωνέψουν» αυτά που διάβασαν και άκουσαν.

Παρά το γεγονός πως οι ανακοινώσεις της Fed σχετικά με τις μεταβολές στη νομισματική πολιτική πάντα προκαλούν το ενδιαφέρον και την ανησυχία των επενδυτών, μπορούμε να πούμε πως η χθεσινή μέρα ήταν αρκετά πιο σημαντική από πολλές προηγούμενες, κάτω από την σκιά της κατάρρευσης της First Republic Bank και τη χθεσινή πολύ αρνητική αντίδραση των μετοχών αρκετών άλλων περιφερειακών τραπεζών. 

Αν πρέπει να περιγράψουμε σύντομα το πως είδαν οι αγορές τις επίσημες ανακοινώσεις και την παρουσία του διοικητή Πάουελ, πρέπει να πούμε πως με το άκουσμα των επίσημων ανακοινώσεων δεν έκαναν την παραμικρή αντίδραση. Ίσως, να είμαστε λίγο υπερβολικοί αλλά μία κίνηση για τον δείκτη S&P 500 από το +0,20% στο +0,50% στην πραγματικότητα δεν σημαίνει τίποτα. Η αλήθεια είναι πως αυτά που άκουσαν ήταν περίπου αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Η αύξηση των επιτοκίων ήταν όντως κατά 0,25% και η Fed υπονόησε πως η χθεσινή αύξηση είναι πιθανώς η τελευταία, εκτός αν τα οικονομικά δεδομένα που θα έρθουν το επόμενο διάστημα καταστήσουν αναγκαία μία νέα παρόμοια κίνηση.

Τα μέλη της επιτροπής της τράπεζας ανέφεραν πως νοιώθουν άνετα με αυτή τη νέα (και αναγκαία κατ’ αυτούς) αύξηση των επιτοκίων γιατί εκτιμούν πως το τραπεζικό σύστημα της χώρας είναι γερό και ανθεκτικό (sound and resilient), παρά τους προβληματισμούς που εκφράζονται μετά τις περιπέτειες των περιφερειακών τραπεζών. Σχετικά με το ζήτημα των τραπεζών, πρόσθεσαν πως είναι πολύ νωρίς να πουν αν μία πιθανή αλλαγή της χρηματοδοτικής πολιτικής τους (σαν συνέπεια της κρίσης σε μερικές περιφερειακές τράπεζες) θα επιδράσει πάνω στην πορεία της οικονομίας και του πληθωρισμού. 

Τα πράγματα όμως άλλαξαν προς το χειρότερο, καθώς εξελισσόταν η συνέντευξη Τύπου του διοικητή Πάουελ. Το τέλος της χρηματιστηριακής συνεδρίασης της Wall Street βρήκε όλους τους κλάδους να κλείνουν με απώλειες, με τον δείκτη τραπεζών και τον δείκτη των ενεργειακών μετοχών να δείχνουν τον δρόμο προς τα κάτω, πέφτοντας κοντά στο 2%. Τελικά, ο δείκτης S&P 500 έκλεισε με απώλειες 0,70%, σημειώνοντας πτώση μεγαλύτερη του 1% από τα σημεία στα οποία βρέθηκε με το άκουσμα των ανακοινώσεων. Διαβάζοντας τον διεθνή Τύπο, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον λόγο για τον οποίον οι επενδυτές προχώρησαν σε πωλήσεις.

Ο διοικητής Πάουελ απέκλεισε το ενδεχόμενο να προχωρήσει σύντομα σε μείωση των επιτοκίων αναφοράς τονίζοντας πως η κατάσταση της οικονομίας και της αγοράς εργασίας δεν είναι τόσο αδύναμες που να δικαιολογούν μία τέτοια κίνηση. Πέρα από αυτό, δεν απέκλεισε τις περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων στην περίπτωση που τα οικονομικά στοιχεία το απαιτήσουν, επαναλαμβάνοντας ό,τι περιείχε και η επίσημη ανακοίνωση της Fed. Κάποιος μπορεί να παρατηρήσει πως αυτά που είπε ο διοικητής είναι απόλυτα φυσιολογικά και πως θα ήταν δύσκολο να πει κάτι διαφορετικό. Αυτό μπορεί να ισχύει, αλλά οι επενδυτές πάντα έχουν την κρυφή ελπίδα πως το χρήμα μπορεί να γίνει φθηνότερο και ο διοικητής δεν τους έκανε τη χάρη να τους αναπτερώσει τις ελπίδες τους. 

Προσπαθώντας να συνοψίσουμε την αντίδραση των αγορών σε αυτά που μας είπε η Fed, θα λέγαμε το εξής: παρά το διαφαινόμενο «φρένο» που έβαλε η Fed στις συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων, η ανακούφιση των επενδυτών περιορίστηκε από το άλλο «φρένο», αυτό που έβαλε ο διοικητής Πάουελ στις ελπίδες για σύντομη έναρξη της πορείας μείωσης τους.