Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας εκτίμησε τη Δευτέρα ότι ο καταλληλότερος χρόνος για τη μείωση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη είναι στο τέλος του α' εξαμήνου του 2024, ενώ σημείωσε ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη μείωση του πληθωρισμού, στο 2,8% τον Ιανουάριο. Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη να παραμείνει συνετή η νομισματική πολιτική της ΕΕ, «ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει πιθανές μελλοντικές διαταράξεις της σταθερότητας των τιμών, οποιασδήποτε φύσης και κατεύθυνσης».
Σε ομιλία του που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ της Βρετανίας με τίτλο «Διδάγματα από την εμπειρία της παρατεταμένης περιόδου μηδενικών επιτοκίων και των μη συμβατικών μέτρων νομισματικής πολιτικής», ο Γ. Στουρνάρας ανέφερε ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη μείωση του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ (ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο του 2022 είχε κορυφωθεί σε 10,6%, ενώ τον Ιανουάριο του 2024 διαμορφώθηκε σε 2,8%). Όπως είπε χαρακτηριστικά, «αυτή η πρόοδος έχει επιτευχθεί χωρίς να προκληθεί ύφεση ή χρηματοπιστωτική αστάθεια, υποδηλώνοντας μια "ομαλή προσγείωση”».
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, «δύο βασικές αρχές θα πρέπει να αποτελούν γνώμονα των ενεργειών μας: ο ρεαλισμός και η σταδιακή προσέγγιση».
Όπως είπε χαρακτηριστικά, «οι όποιες προσαρμογές στην άσκηση νομισματικής πολιτικής πρέπει να ακολουθούν μια σταδιακή προσέγγιση ώστε να μην προκαλούν ανεπιθύμητες διακυμάνσεις στις αγορές. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τις αποφάσεις περί επιτοκίων, αλλά και για εξελίξεις που σχετίζονται με το αποτύπωμα της κεντρικής τράπεζας στις αγορές (δηλ. το μέγεθος του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος)».
Παράλληλα, τόνισε ότι η άσκηση νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους εξής παράγοντες:
- Η θεσμική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ακόμη ατελής σε διάφορους τομείς, όπως ιδίως η Τραπεζική Ένωση και η θέσπιση πλαισίου για τη διαχείριση τραπεζικών κρίσεων και την εγγύηση των καταθέσεων.
- Τα διδάγματα που αντλήθηκαν από τις προηγηθείσες κρίσεις: η νομισματική πολιτική πρέπει να παραμένει ευέλικτη, ώστε να διασφαλίζει την ομαλή μετάδοσή της στη ζώνη του ευρώ.
- Το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ παραμένει κατακερματισμένο μεταξύ και εντός των χωρών. Η νομισματική πολιτική μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον περιορισμό του κινδύνου δυσμενών εξελίξεων στις αγορές και των συναφών κινδύνων κατακερματισμού, συμβάλλοντας έτσι στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
- Η αβεβαιότητα παραμένει εξαιρετικά υψηλή, υπό την επίδραση των δυσμενών διεθνών και γεωπολιτικών εξελίξεων.
Για τη μείωση των επιτοκίων, ο Γ. Στουρνάρας είπε χαρακτηριστικά: «Κατά τη γνώμη μου, το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2024 θα ήταν ίσως ο πιο κατάλληλος χρόνος για την πρώτη μείωση των επιτοκίων μας, εφόσον βεβαίως τα εισερχόμενα δεδομένα δεν αλλάξουν την εικόνα που μόλις περιέγραψα. Τα ζητήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνονται υπόψη από τους φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής κατά τη λήψη αποφάσεων στο πλαίσιο της επιδίωξης της σταθερότητας των τιμών».
Και πρόσθεσε: «Η άποψη αυτή αντανακλάται στην επανεξέταση της στρατηγικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ το 2021, όπου αναγνωρίστηκε ότι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα αποτελεί προϋπόθεση για τη σταθερότητα των τιμών και αντιστρόφως. Πράγματι, στο πλαίσιο της επανεξέτασης της στρατηγικής μας, αξιολογήσαμε ότι η δέσμη συμβατικών και μη συμβατικών εργαλείων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ που εφαρμόστηκε στο περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού (και περιλάμβανε αρνητικά επιτόκια, προγράμματα αγοράς τίτλων και πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης) ήταν αποτελεσματική όσον αφορά τη σύγκλιση του πληθωρισμού προς τον καθορισμένο στόχο, ενώ παράλληλα στήριξε την άνοδο του προϊόντος και της απασχόλησης».