Κάθε φορά που δημιουργείται στη χώρα μας μια έκτακτη δημοσιονομική ανάγκη για να καλυφθούν ζημίες ή για να επιδοτηθούν κάποιες κοινωνικές ομάδες, το πρώτο πράγμα που έρχεται στη σκέψη του πολιτικού προσωπικού είναι η έκτακτη φορολόγηση.
Και ποιοι είναι οι πιο εύκολοι στόχοι των έκτακτων φορολογήσεων; Μα ποιος άλλος εκτός από τις τράπεζες, που ούτως ή αλλιώς βρίσκονται στο στόχαστρο των λαϊκιστών εδώ και χρόνια. Το γεγονός πως οι τράπεζες κατέρρευσαν για να σωθεί το κράτος, παραγνωρίζεται. Το γεγονός πως οι διαδοχικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου που απαιτήθηκαν για να καλυφθούν οι ζημίες από τα ομόλογα και τα κόκκινα δάνεια, εξαφάνισαν τους παλαιούς μετόχους, παραγνωρίζεται και αυτό.
Το γεγονός της απαλλαγής των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια, ώστε να αρχίσουν να δανειοδοτούν εκ νέου την οικονομία, ερμηνεύεται σαν ξεπούλημα της περιουσίας των δανειοληπτών. Η μετάβαση των τραπεζών στη νέα ψηφιακή εποχή, που οδηγεί σε συρρίκνωση των δικτύων των υποκαταστημάτων και σε μείωση του προσωπικού μέσω γενναίων εθελουσίων εξόδων, καταδικάζεται με ευκολία από την επικρατούσα αντίληψη. Και η τήρηση συγκεκριμένων αυστηρών κριτηρίων για την εκταμίευση δανείων, χαρακτηρίζεται σαν άρνηση των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την επιχειρηματικότητα.
Μέσα από αυτήν την οπτική η πρόσκαιρη αύξηση των τραπεζικών κερδών από την αύξηση των επιτοκίων έχει ανοίξει την όρεξη των κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη για την επιβολή έκτακτων φορολογιών, ώστε να χρηματοδοτηθούν συγκεκριμένες δημόσιες πολιτικές. Η πρόταση για έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών είχε πέσει και πέρσι στο τραπέζι μαζί με τη φορολόγηση των κερδών των ενεργειακών εταιρειών. Και ευτυχώς παρέμεινε πρόταση στα χαρτιά και δεν υιοθετήθηκε. Σήμερα η πρόταση αυτή επανέρχεται δοκιμαστικά στο δημόσιο διάλογο, ψαρεύοντας αντιδράσεις.
Και αν μέσα στο 2022 υπήρχε έστω και ένα ψιχίο λογικής πίσω από την πρόταση σήμερα, η σημερινή παραφιλολογία για την επιβολή έκτακτου φόρου στις τράπεζες βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου. Το 2022 η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δούλευε σαν ένα δίκοπο μαχαίρι. Που από τη μια πλευρά του αύξανε τα κέρδη των τραπεζών και από την άλλη αύξανε τον αριθμό των κόκκινων δανείων, αφού γινόταν πιο ακριβή η εξυπηρέτηση των δανείων, για όλους τους δανειολήπτες με κυμαινόμενα επιτόκια.
Σήμερα, με το λογική πως η έκτακτη φορολόγηση θα κατευθυνθεί στην αποκατάσταση των ζημιών στο Θεσσαλικό κάμπο, τα πράγματα είναι αρκετά πιο πολυσύνθετα. Ποια είναι η κατάσταση; Οι ζημίες από τη θεομηνία στα τραπεζικά δανειακά χαρτοφυλάκια, αλλά και στα χαρτοφυλάκια που διαχειρίζονται οι servicers, δεν έχουν ακόμα αποτιμηθεί. Ήταν που ήταν δύσκολα τα πράγματα από τα αυξημένα επιτόκια, ήρθε τώρα η καταστροφή ολόκληρων επιχειρηματικών μονάδων, η διακοπή λειτουργίας κάποιων άλλων και η παύση πληρωμών από στεγαστικά και προσωπικά δάνεια.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως μια σειρά από δάνεια θα ενταχθούν στις κατηγορίες της καθυστέρησης και θα πρέπει να χαρακτηρισθούν σαν «επικίνδυνα» σύμφωνα με τις προδιαγραφές των ευρωπαϊκών εποπτικών και ελεγκτικών μηχανισμών. Είναι σίγουρο πως οι κατηγορίες των πορτοκαλί δανείων με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 30 ημερών και των κόκκινων δανείων με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, θα επιβαρυνθούν σύντομα. Με αποτέλεσμα να μεταβληθεί «επί τα χείρω» η εικόνα των λογιστικών καταστάσεων και των δεικτών των τραπεζών.
Επομένως, οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής έκτακτης φορολόγησης των τραπεζικών κερδών θα μπορούσε να δυναμιτίσει την ευστάθεια των συστημικών τραπεζών. Και σε τι θα εξυπηρετούσε; Στο χάιδεμα της παγιωμένης λαϊκίστικης αντίληψης για το τραπεζικό σύστημα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος, για να αντιληφθεί πως η άσκηση «κόστους – οφέλους» στο ενδεχόμενο φορολόγησης των τραπεζών, θα κλίνει επικίνδυνα προς την πλευρά του κόστους.