Κατά την ομιλία του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επιχειρώντας έναν απολογισμό για τις ωφέλειες των ανακεφαλαιοποιήσεων αναφέρθηκε σε μια σειρά από θετικές επιπτώσεις που είχε η αναδιάταξη του τραπεζικού κλάδου κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Παράλληλα αναφέρθηκε στο ταμειακό όφελος που είχε για το Δημόσιο το PSI και η σταδιακή αποεπένδυση από τις μετοχές των τραπεζών. Το σκορ δείχνει ότι τελικά το Δημόσιο βγήκε κερδισμένο από όλη αυτή την ιστορία με 3 δισ. ευρώ με κυρίαρχη τη συνεισφορά του PSI από την οποία οι ελληνικές τράπεζες «έχασαν» περίπου 38,2 δισ. ευρώ.
Τα νούμερα δεν αμφισβητούνται αυτό όμως που δεν προσμετράται στη συνολική εικόνα είναι τα απόνερα των ανακεφαλαιοποιήσεων. Και μπορεί κάποιες από τις συνέπειες να μην έχουν μετρήσιμο αποτέλεσμα έχουν όμως σίγουρα ποιοτικές αρνητικές αναγνώσεις και ανυπολόγιστο κόστος ευκαιρίας. Κατά την άποψη του γράφοντος οι σημαντικότερες αρνητικές επιπτώσεις που ακολούθησαν μετά τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών ήταν οι εξής:
Για να αποπληρώσουν τον ELA (τη βραχυπρόθεσμη γραμμή ρευστότητας από την ΕΚΤ) οι τράπεζες πίεσαν την αποπληρωμή δανείων επιτείνοντας την έλλειψη ρευστότητας στην οικονομία, ενώ προχώρησαν σε πώληση θυγατρικών στην Ελλάδα και το εξωτερικό αποψιλώνοντας την ισχυρή παρουσία τους κυρίως στα Βαλκάνια γεγονός το οποίο έχει και πολιτική σημασία για τη θέση της χώρας. Το συνολικό ενεργητικό των εγχώριων τραπεζών στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης ξεπερνούσε το 2010 τα 55 δισ. ευρώ. Θυγατρικές με συμπληρωματικές δραστηριότητες (ασφαλιστικές, leasing, κάρτες) πουλήθηκαν το ίδιο έγινε και με άλλες εμβληματικές θυγατρικές όπως το ξενοδοχείο του Αστέρα.
Ο αριθμός των εμπορικών τραπεζών μειώθηκε αναγκαστικά, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες πλέον έχουν μερίδια αγοράς άνω του 90% αθροιστικά. Ο ανταγωνισμός πρακτικά έπαψε να υπάρχει τόσο στα δάνεια όσο και στις καταθέσεις ενώ νέες τραπεζικές άδειες δεν δίνονταν. Η πιστωτική επέκταση ήταν αρνητική ή εξαιρετικά μικρή επιτείνοντας το πρόβλημα των καθυστερήσεων: Τα δανειακά υπόλοιπα από 306 δισ. ευρώ το 2010 υποχώρησαν σε 10 χρόνια στα 148,6 δισ. ευρώ ενώ το σύνολο ενεργητικού από τα 460 δισ. ευρώ υποχώρησε στα 296 δισ. ευρώ.
Το προσωπικό των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε από 134 χιλιάδες εργαζόμενους το 2010 (ενοποιημένα στοιχεία μόνο για εισηγμένες τράπεζες) σε 34 χιλιάδες το 2023. Τα μεγέθη αφορούν ενοποιημένα στοιχεία, περιλαμβάνουν δηλαδή και τις θυγατρικές στο εξωτερικό. Επίσης, η μείωση των εργαζομένων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι υπήρξε αντίστοιχη αύξηση των ανέργων αφού η μείωση τους συνδέεται με αλλαγή ιδιοκτησίας, ένα μέρος ωστόσο έμεινε ανενεργό για μεγάλο χρονικό διάστημα με ότι αυτό συνεπάγεται για το διαθέσιμο εισόδημα τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους που παράγει.
Όλα αυτά βέβαια αφορούν το παρελθόν καθώς οι τράπεζες σήμερα βρίσκονται στην ευχάριστη θέση να παρουσιάζουν διψήφιους ρυθμούς απόδοσης των κεφαλαίων τους. Οι ισολογισμοί έχουν εξυγιανθεί, η προοπτική δείχνει ιδιαίτερα ευοίωνη και φέτος θα είναι η πρώτη χρονιά που θα μοιραστεί μέρισμα μετά τη χρήση του 2007, θα έχουμε δηλαδή μια πλήρη αποκατάσταση της κανονικότητας. Μπορεί το δημόσιο να μην έχασε από τη διάσωση των τραπεζών στο μέρος που μπορεί να θεωρηθεί άμεσα μετρήσιμο ωστόσο υπήρξαν ευρύτερες αρνητικές παρενέργειες στην οικονομία και την κοινωνία από ένα συρρικνωμένο τραπεζικό σύστημα.