Οι τράπεζες έχουν επιτύχει μονοψήφιους δείκτες ΜΕΔ, η χώρα μπορεί να κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα υπό προϋποθέσεις και η Ελλάδα έχει επιδείξει σαφή δέσμευση και προσήλωση σε μεταρρυθμίσεις. Ο διοικητής της ΤτΕ κατά τη διάρκεια της συνέντυξης που παραχώρησε στη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης της AXIA Ventures ανέφερε για το πρόγραμμα εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου και τις τιτλοποιήσεις:
«Για τρεις τιτλοποιήσεις (Frontier 2 από την Εθνική Τράπεζα, Sunrize 3 από την Πειραιώς και το Solar - η κοινή τιτλοποίηση από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες) έχει υποβληθεί αίτηση ένταξης στο πρόγραμμα, αλλά καμία από αυτές δεν έχει ακόμα εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή του προγράμματος. Προσωπικά δεν θεωρώ απαραίτητη την παράταση του προγράμματος. Και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν επιτύχει μονοψήφιους δείκτες ΜΕΔ και η απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ προβλέπεται να καλυφθεί με οργανικό τρόπο ή μέσω απευθείας πωλήσεων εκτός του Σχεδίου Ηρακλής»
Σε ό,τι αφορά τα ΜΕΔ ο κ.Στουρνάρας επεσήμανε πως «δεν θεωρώ απαραίτητη την παράταση του προγράμματος. Και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν επιτύχει μονοψήφιους δείκτες ΜΕΔ και η απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ προβλέπεται να καλυφθεί με οργανικό τρόπο ή μέσω απευθείας πωλήσεων εκτός του Σχεδίου «Ηρακλής».
Σχετικά με την κατάκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας ο κ.Στουρνάρας τόνισε πως «η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας θα είναι ένας σημαντικός παράγοντας που θα συμβάλει στη μείωση του κόστους δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών) στην Ελλάδα. Εφόσον η Ελλάδα εκπλήξει ευχάριστα με (α) τις δημοσιονομικές εξελίξεις το 2022 και (β) το ρυθμό ανάπτυξης το 2022, συνεχίζοντας παράλληλα την υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, δεν θεωρώ ότι οι επερχόμενες εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν εμπόδιο στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας».
Σχετικά με τις ελληνικές τράπεζες και τα ΜΕΔ ο κ.Στουρνάρας σημείωσε πως «οι ελληνικές τράπεζες θα επιτύχουν περαιτέρω σύγκλιση με το μέσο όρο των δεικτών ποιότητας ενεργητικού της ΕΕ. Σε ένα βασικό σενάριο και όπως προβλέπεται από τις στρατηγικές των τραπεζών, το χάσμα θα μειωθεί σημαντικά μέχρι το 2024. Προσδοκία μας είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες θα επιτύχουν περαιτέρω σύγκλιση με το μέσο όρο των δεικτών ποιότητας ενεργητικού της ΕΕ. Σε ένα βασικό σενάριο και όπως προβλέπεται από τις στρατηγικές των τραπεζών, το χάσμα θα μειωθεί σημαντικά μέχρι το 2024».
Ερωτηθείς για τα αποτελέσματα που ανακοίνωσαν τα τραπεζικά ιδρύματα ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμανε πως «μετά από σειρά ζημιογόνων χρήσεων και τα τέσσερα σημαντικά ιδρύματα επέστρεψαν στην κερδοφορία. Τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά σε σύγκριση με το παρελθόν» και προσέθεσε πως «ως εποπτική αρχή, βλέπουμε πάντα την ευρύτερη εικόνα με μια πιο συντηρητική προσέγγιση στην εκτίμηση των οικονομικών αποτελεσμάτων και των εποπτικών δεικτών. Για παράδειγμα, και ενώ ακόμα δεν έχουμε αξιολογήσει πλήρως τα αποτελέσματα του γ΄ τριμήνου, βλέπουμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν τομείς όπου χρειάζεται βελτίωση, όπως η εξάρτηση των λειτουργικών εσόδων από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη, η μείωση των καθαρών εσόδων από προμήθειες μετά την πώληση του κλάδου αποδοχής καρτών, η αναμενόμενη υποχώρηση των εσόδων από ΜΕΔ μετά την περαιτέρω μείωση του αποθέματος ΜΕΔ».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Διοικητή της ΤτΕ:
Η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει σημαντικά τη δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα;
Η κρίση δημόσιου χρέους στην Ελλάδα το 2010 οδήγησε, μεταξύ άλλων, σε ευνοϊκή αναδιάρθρωση του χρέους μετά την εφαρμογή τριών Προγραμμάτων Προσαρμογής σε συμφωνία με τους πιστωτές της χώρας. Ως αποτέλεσμα αυτής της αναδιάρθρωσης: (α) η μεσοσταθμική υπολειπόμενη διάρκεια του δημόσιου χρέους είναι 19,8 έτη (στο τέλος Ιουνίου του 2022), (β) το μεσοσταθμικό έμμεσο κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (implicit interest rate) είναι 1,3% (στο τέλος του 2021), χαμηλότερο από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ με υψηλό χρέος, (γ) το ποσοστό των υποχρεώσεων σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του δημόσιου χρέους είναι σχεδόν 100% (στο τέλος Ιουνίου του 2022), (δ) η μέση σταθμική διάρκεια ανατιμολόγησης του χρέους είναι περίπου 19 έτη (γεγονός που σημαίνει ότι το τρέχον χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σταθερό επί μακρόν, θωρακίζοντας έτσι το ελληνικό χρέος απέναντι σε πιθανή αναταραχή στις αγορές) και (ε) σχεδόν 75% του δημόσιου χρέους αποτελείται από υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα (κυρίως EFSF/ESM). Ως εκ τούτου, ο επιτοκιακός κίνδυνος από την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα είναι σχετικά περιορισμένος για το Ελληνικό Δημόσιο.
Όμως, η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους με όρους αγοράς αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση (μεσοπρόθεσμα) του κινδύνου αγοράς του ελληνικού χρέους. Στο πλαίσιο αυτό, είναι θετικό ότι ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2023 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ, ενώ για τα επόμενα έτη προβλέπεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα προσεγγίζει τις καθαρές πληρωμές τόκων επί του δημόσιου χρέους.
Πιστεύετε ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023; Ή οι επερχόμενες εθνικές εκλογές αποτελούν εμπόδιο; Πόσο αποτελεσματικός είναι μέχρι στιγμής ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) για την Ελλάδα;
Η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας θα είναι ένας σημαντικός παράγοντας που θα συμβάλει στη μείωση του κόστους δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών) στην Ελλάδα. Εφόσον η Ελλάδα εκπλήξει ευχάριστα με (α) τις δημοσιονομικές εξελίξεις το 2022 και (β) το ρυθμό ανάπτυξης το 2022, συνεχίζοντας παράλληλα την υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, δεν θεωρώ ότι οι επερχόμενες εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν εμπόδιο στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την επίτευξη των σχετικών οροσήμων του RRF, προβαίνοντας νωρίτερα από το αρχικό χρονοδιάγραμμα σε αιτήσεις πληρωμών. Ειδικότερα:
(α) Όσον αφορά τις επιχορηγήσεις, η Ελλάδα έχει ήδη εισπράξει περίπου 1/4 των προγραμματισμένων πόρων του RRF. Επιπλέον, έχουν εγκριθεί επενδυτικά σχέδια ύψους 13,5 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 1,7 δισεκ. ευρώ έχουν ήδη εκταμιευθεί στους δικαιούχους.
(β) Όσον αφορά τα δάνεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει μέχρι στιγμής εκταμιεύσει στην Ελλάδα 3,5 δισεκ. ευρώ (πάνω από 1/4 του συνολικού κονδυλίου), ενώ οι αιτήσεις για δάνεια RRF ανέρχονται σε 2,8 δισεκ. ευρώ.
Γενικά, η Ελλάδα έχει επιδείξει σαφή δέσμευση και προσήλωση στην έγκαιρη και επιτυχή υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, παρέχοντας στις αγορές κεφαλαίων και στους οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης ένα σημαντικό μήνυμα αξιοπιστίας αναφορικά με τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια.
Οι θετικές επιδράσεις του RRF στην επενδυτική δραστηριότητα είναι ήδη ορατές στην ελληνική οικονομία. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία διετία και ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ διαμορφώνεται πλέον σε επίπεδο που είχε καταγραφεί για τελευταία φορά πριν από την εκδήλωση της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010.
Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, ο RRF αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη σε όρους προϊόντος και απασχόλησης, αλλά και σε όρους παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Όμως, για να είναι μόνιμα αυτά τα οφέλη, η Ελλάδα πρέπει να υλοποιήσει πιστά όλες τις μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με τον RRF.
Η συνολική ποιότητα του ενεργητικού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει βελτιωθεί σημαντικά, καθώς ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) προσεγγίζει το 10% σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτή η μείωση όμως έχει προέλθει κυρίως από τις προσπάθειες των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για εξυγίανση των ισολογισμών τους, ενώ ο δείκτης ΜΕΔ των μικρότερων τραπεζών παραμένει γύρω στο 50%. Ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ποιες είναι οι προτεραιότητές σας προκειμένου να εξασφαλίσετε ότι θα μπορέσουν να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους και οι μικρότερες τράπεζες που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για το πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων; Θεωρείτε ότι θα βοηθούσαν οι συγχωνεύσεις και εξαγορές μικρότερων τραπεζών ή υπάρχει άλλος καλύτερος τρόπος;
Πράγματι, το ποσοστό των ΜΕΔ στον τομέα των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων (ΛΣΙ) είναι πολύ υψηλότερο από αυτό των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών και η εξυγίανση των ισολογισμών τους είναι η κορυφαία εποπτική μας προτεραιότητα. Σε αντίθεση με τα συστημικά ιδρύματα, τα ΛΣΙ δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από το πρόγραμμα παροχής εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (γνωστό ως Σχέδιο «Ηρακλής»), το οποίο λόγω του σχεδιασμού του ήταν ουσιαστικά μη εφαρμόσιμο στις μικρότερες τράπεζες. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα του πόσο σημαντική είναι η έλλειψη ενός συστημικού εργαλείου, αναφέρω ότι από το Δεκέμβριο του 2019 που η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε το σχέδιο «Ηρακλής», η συνολική μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ σε επίπεδο συστήματος ανήλθε σε 53,7 δισεκ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης δεν επιτεύχθηκε μέσω αναδιάρθρωσης δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων ή αποπληρωμών, αλλά μέσω πωλήσεων δανείων (και, σε μικρότερο βαθμό, διαγραφών).
Όσον αφορά τα ΛΣΙ, όπως θα γνωρίζετε, τα δύο μεγαλύτερα από αυτά (Τράπεζα Αττικής και Παγκρήτια Τράπεζα) ήδη κάνουν κινήσεις για να ενισχύσουν σημαντικά την κεφαλαιακή τους βάση και να είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά το απόθεμα των ΜΕΔ τους (μέσω απευθείας πωλήσεων, τιτλοποιήσεων ΜΕΔ χωρίς κρατικές εγγυήσεις, αναδιάρθρωσης δανείων κ.λπ.) και να αναπτυχθούν. Τόσο η Τράπεζα Αττικής όσο και η Παγκρήτια Τράπεζα ολοκλήρωσαν με επιτυχία αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (μάλιστα η Τράπεζα Αττικής θα κάνει μία δεύτερη τους επόμενους μήνες σύμφωνα με το κεφαλαιακό της σχέδιο), ενώ η Παγκρήτια Τράπεζα έχει συμφωνήσει να συγχωνευθεί με τη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων και να απορροφήσει το δίκτυο καταστημάτων της HSBC στην Ελλάδα.
Στην πράξη, οι δύο τράπεζες (μαζί με τη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων) θα κατέχουν πάνω από 2/3 του συνολικού ενεργητικού του τομέα των ΛΣΙ στην Ελλάδα, ο οποίος ήδη παρουσιάζει έναν από τους υψηλότερους βαθμούς συγκέντρωσης μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Αυτή τη στιγμή δεν θεωρούμε ότι χρειάζονται περαιτέρω συγχωνεύσεις και εξαγορές στον τομέα των ΛΣΙ στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να γίνουν ενέργειες από πολύ μικρές τράπεζες πέρα από την Τράπεζα Αττικής και την Παγκρήτια.
Στην τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος γίνεται λόγος για τη μελλοντική διαχείριση των ΜΕΔ που έχουν μεταφερθεί από το τραπεζικό σύστημα στις εταιρίες διαχείρισης. Πιστεύετε ότι αυτά τα ΜΕΔ, εφόσον αποκατασταθεί η τακτική εξυπηρέτησή τους, είναι μια ευκαιρία ώστε οι τράπεζες να επιτύχουν ταχύτερη της αναμενόμενης ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια ή θεωρείτε ότι αποτελούν κίνδυνο στην παρούσα φάση του οικονομικού κύκλου;
Πρώτον, θέλω να επαναλάβω τη θέση μας ότι ο ρόλος των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) είναι σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα, καθώς καλούνται να διαχειριστούν αποτελεσματικά οφειλέτες που σήμερα βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος. Θα πρέπει να προσφέρουν αποτελεσματικές λύσεις αναδιάρθρωσης στους βιώσιμους οφειλέτες ή, για τους μη βιώσιμους, να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά το αδρανές ενέχυρο, το οποίο θα πρέπει να επανέλθει στην οικονομία και να γίνει ξανά παραγωγικό.
Πιστεύω πάντως ότι υπάρχουν σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες σε αυτά τα ΜΕΔ, εφόσον αποκατασταθεί η τακτική εξυπηρέτησή τους, όπως σωστά επισημάνατε. Δεν είμαστε αντίθετοι στην επάνοδο αυτών των πελατών στο τραπεζικό σύστημα υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτό θα βοηθήσει τις εγχώριες τράπεζες να επιτύχουν τους στόχους τους για πιστωτική επέκταση.
Το πρόγραμμα παροχής εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου έληξε στο τέλος Οκτωβρίου, αν και υπάρχουν ορισμένες τιτλοποιήσεις που έχουν εγκριθεί αλλά δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Αναμένετε ανανέωση του προγράμματος;
Για τρεις τιτλοποιήσεις (Frontier 2 από την Εθνική Τράπεζα, Sunrize 3 από την Πειραιώς και το Solar - η κοινή τιτλοποίηση από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες) έχει υποβληθεί αίτηση ένταξης στο πρόγραμμα, αλλά καμία από αυτές δεν έχει ακόμα εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή του προγράμματος. Προσωπικά δεν θεωρώ απαραίτητη την παράταση του προγράμματος. Και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν επιτύχει μονοψήφιους δείκτες ΜΕΔ και η απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ προβλέπεται να καλυφθεί με οργανικό τρόπο ή μέσω απευθείας πωλήσεων εκτός του Σχεδίου «Ηρακλής». Παράλληλα, σε ένα βασικό σενάριο, η επίδραση των νέων ΜΕΔ λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης θα είναι διαχειρίσιμη. Βεβαίως, αρμόδια να αποφασίσει την παράταση ή μη του προγράμματος είναι η ελληνική κυβέρνηση.
Στην τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδόθηκε πριν από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εννεαμήνου του 2022, αναφέρεται ότι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να μην είναι ιδιαίτερα ικανοποιητική, δεδομένου ότι ενδέχεται να αυξηθεί το κόστος του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων γ΄ τριμήνου που δείχνουν υψηλότερη κερδοφορία για τις ελληνικές τράπεζες (οι δείκτες αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων διαμορφώνονται μεταξύ 7% και 11,5%), αισθάνεστε πιο άνετα;
Μετά από σειρά ζημιογόνων χρήσεων και τα τέσσερα σημαντικά ιδρύματα επέστρεψαν στην κερδοφορία. Τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών έχουν βελτιωθεί σημαντικά σε σύγκριση με το παρελθόν. Ως εποπτική αρχή, βλέπουμε πάντα την ευρύτερη εικόνα με μια πιο συντηρητική προσέγγιση στην εκτίμηση των οικονομικών αποτελεσμάτων και των εποπτικών δεικτών. Για παράδειγμα, και ενώ ακόμα δεν έχουμε αξιολογήσει πλήρως τα αποτελέσματα του γ΄ τριμήνου, βλέπουμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν τομείς όπου χρειάζεται βελτίωση, όπως η εξάρτηση των λειτουργικών εσόδων από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη, η μείωση των καθαρών εσόδων από προμήθειες μετά την πώληση του κλάδου αποδοχής καρτών, η αναμενόμενη υποχώρηση των εσόδων από ΜΕΔ μετά την περαιτέρω μείωση του αποθέματος ΜΕΔ.
Παράλληλα, οι τράπεζες έχουν λάβει σημαντικά μέτρα περιορισμού του κόστους, ενώ θετικά στην κερδοφορία τους επιδρούν η ήπια πιστωτική επέκταση και η έντονη μείωση του κόστους του πιστωτικού κινδύνου. Στο μέλλον η επίτευξη των στόχων των τραπεζών για διψήφιο δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (RoE) θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, που σαφώς επηρεάζει όλες τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ, αλλά και από ορισμένους παράγοντες που αφορούν ειδικά τις ελληνικές τράπεζες, όπως η ανάγκη έκδοσης ομολόγων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL) τα επόμενα χρόνια. Και πάλι όμως, παραμένουμε αισιόδοξοι για τις προοπτικές κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών.
Όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, είναι γεγονός ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ, περίπου 10%) από το μέσο όρο της ΕΕ (1,8%). Όμως, οι πρόσφατες τάσεις δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες συγκλίνουν με την ΕΕ, καθώς το ποσοστό των ΜΕΔ μειώνεται, ο δείκτης κάλυψης ΜΕΔ από προβλέψεις αυξάνεται και το ποσοστό των δανείων που περιλαμβάνονται στο στάδιο 2 υποχωρεί. Αναμένετε να συνεχιστεί αυτή η τάση και να μειωθεί περαιτέρω το χάσμα από το μέσο όρο της ΕΕ;
Προσδοκία μας είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες θα επιτύχουν περαιτέρω σύγκλιση με το μέσο όρο των δεικτών ποιότητας ενεργητικού της ΕΕ. Σε ένα βασικό σενάριο και όπως προβλέπεται από τις στρατηγικές των τραπεζών, το χάσμα θα μειωθεί σημαντικά μέχρι το 2024. Σε κάθε περίπτωση, θέλω να τονίσω ότι, κατά την άποψή μας, κίνδυνοι για όλες τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ στο προσεχές διάστημα απορρέουν από τη συνδυαστική επίδραση της αύξησης των επιτοκίων και των υψηλών τιμών ενέργειας σε ορισμένους ευάλωτους δανειολήπτες, ιδίως όσους βρίσκονται ακόμα σε πορεία ανάκαμψης από την πανδημία. Για το λόγο αυτό, σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς συνιστούμε προσοχή και εγρήγορση, ώστε να αποτραπεί η δημιουργία νέας γενιάς ΜΕΔ.
Ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ: τι έχει επιτευχθεί έως τώρα και ποια είναι τα επόμενα βήματα;
Στην ΕΚΤ έχουμε επιτύχει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Όχι μόνο αρχίσαμε να αυξάνουμε τα επιτόκια τον Ιούλιο, αλλά και νωρίτερα είχαμε λάβει μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση, σε σχέση με τις καθαρές αγορές τίτλων μέσω των προγραμμάτων αγοράς περιουσιακών στοιχείων, τη σταδιακή άρση της χαλάρωσης των κανόνων για την αποδοχή ενεχύρων και τη λήξη της ισχύος των πολύ ευνοϊκών όρων που εφαρμόζονταν στις πράξεις TLTRO III.
Με την τελευταία αναπροσαρμογή των επιτοκίων στις 27 Οκτωβρίου, έχουμε αυξήσει τα βασικά μας επιτόκια σωρευτικά κατά 200 μονάδες βάσης.
Τα επιτόκια βρίσκονται σε πορεία που θα μας επιτρέψει να επιτύχουμε το στόχο μας για πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα εξέλιξη του πληθωρισμού και του προϊόντος. Θα αποφύγω να χρησιμοποιήσω τεχνικούς όρους όπως «ουδέτερο» επιτόκιο ή «τελικό επίπεδο επιτοκίου συμβατό με το στόχο (TCΤR)». Οι εκτιμήσεις αυτών των επιτοκίων βασίζονται σε μη παρατηρήσιμα στοιχεία και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε μεγάλη αβεβαιότητα. Συζητήσαμε την έννοια του ουδέτερου επιτοκίου στην τελευταία μας συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική και κρίναμε ότι «δεν είναι απαραίτητα χρήσιμη».
Κατόπιν τούτου, θα συνεχίσουμε να αποφασίζουμε το ρυθμό αύξησης των επιτοκίων μας ανά συνεδρίαση, με βάση την εξέλιξη των προοπτικών του πληθωρισμού και του προϊόντος.
Θεωρείτε ότι η ζώνη του ευρώ οδεύει προς ύφεση; Υπάρχουν ενδείξεις δευτερογενών πληθωριστικών επιπτώσεων; Ποια είναι η επίδραση των τιμών της ενέργειας; Έχει λάβει υπόψη αυτούς τους παράγοντες η ΕΚΤ;
Σαφώς υπάρχουν αυξανόμενοι κίνδυνοι να εισέλθει η ζώνη του ευρώ σε ύφεση. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι αποτέλεσμα κυρίως των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας που σημειώθηκαν εφέτος. Τόσο ο υψηλός πληθωρισμός που είχαμε μέχρι τώρα – 10,7% τον Οκτώβριο, που είναι υπερβολικά υψηλό επίπεδο – όσο και οι κίνδυνοι ύφεσης έχουν την ίδια γενεσιουργό αιτία: τις αλλεπάλληλες διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, μεταξύ των οποίων και οι υψηλότερες τιμές ενέργειας.
Οι πιο πρόσφατοι προπορευόμενοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας σηματοδοτούν συρρίκνωση σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ (ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Δείκτης Επιχειρηματικού Κλίματος του ινστιτούτου Ifo και ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος του ινστιτούτου ZEW). Μάλιστα, ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) για τη ζώνη του ευρώ κατέγραψε τον Οκτώβριο τη μεγαλύτερη πτώση της τελευταίας διετίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από καταγεγραμμένα στοιχεία (hard data), με δεδομένη την πιο πρόσφατη προκαταρκτική εκτίμηση (flash estimate) για αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,2% σε τριμηνιαία βάση το γ΄ τρίμηνο του 2022. Η ενεργειακή κρίση θα προκαλέσει ισχυρή υφεσιακή διαταραχή στην οικονομία. Η εξασθένηση των οικονομιών μας, αλλά και της αμερικανικής και της παγκόσμιας οικονομίας, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της ζήτησης. Οι κίνδυνοι είναι ήδη καθοδικοί και στη συνεδρίαση για τη νομισματική πολιτική του Δεκεμβρίου θα ξέρουμε πλέον αν το δυσμενές σενάριο των προβολών του Ευρωσυστήματος του Σεπτεμβρίου θα έχει ήδη υλοποιηθεί.
Η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχει λάβει υπόψη αυτούς τους παράγοντες. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΕΚΤ προχώρησε σε εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής της αργότερα και πιο σταδιακά από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve), η οποία τα τελευταία χρόνια βρέθηκε αντιμέτωπη με σημαντικό πληθωρισμό τροφοδοτούμενο από την πλευρά της ζήτησης ως αποτέλεσμα της εξαιρετικά επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, συμφωνώ ότι στη ζώνη του ευρώ η προσαρμογή των επιτοκίων θα πρέπει να γίνει με προσεκτικά βήματα. Πρέπει να μειώσουμε τον πληθωρισμό χωρίς να συμβάλουμε σε ύφεση. Επί του παρόντος, οι δευτερογενείς επιδράσεις και οι πληθωριστικές προσδοκίες παραμένουν συγκρατημένες. Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε προσεκτικά τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις και εξελίξεις ούτως ώστε να επιτύχουμε το στόχο μας για σταθερότητα των τιμών.
Επίσης, παρά την πολύ ενθαρρυντική πρόσφατη πτώση των τιμών των καυσίμων, ιδίως του φυσικού αερίου, οι αγορές ενέργειας εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από μεταβλητότητα και αβεβαιότητα, τουλάχιστον μέχρι να θωρακιστεί η οικονομία από την επίπτωση των υψηλών τιμών της ενέργειας μέσα από σημαντικού ύψους στοχευμένες παρεμβάσεις. Σε μεγάλο βαθμό, οι εξελίξεις αυτές απαιτούν συνεχή και προσεκτική παρακολούθηση εν όψει των προσεχών μακροοικονομικών προβολών μας του Δεκεμβρίου.
Πότε και σε ποιο επίπεδο αναμένετε να κορυφωθούν τα επιτόκια στην ευρωζώνη;
Στο σημερινό περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε το επίπεδο και το χρόνο κορύφωσης των επιτοκίων. Επί του παρόντος δεν φαίνεται να λήγει σύντομα ο φοβερός πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος, πέρα από το ανθρώπινο δράμα του ουκρανικού λαού, προκαλεί επίσης σοβαρή διαταραχή στην οικονομία της ζώνη του ευρώ. Υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών, της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Με βάση τις μέχρι σήμερα διαθέσιμες ενδείξεις, απέχουμε ακόμα από την κορύφωση των επιτοκίων. Όπως προανέφερα όμως, ο ρυθμός αύξησης και το τελικό επίπεδο των επιτοκίων θα εξαρτηθούν από την εξέλιξη των συνθηκών του πληθωρισμού και του προϊόντος, τις οποίες θα αξιολογούμε από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Η δημοσιονομική πολιτική στην ευρωζώνη είναι συμβατή με την τρέχουσα κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ;
Επειδή η ζώνη του ευρώ είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας, αντιμετωπίζει ένα οξύ πρόβλημα πληθωρισμού από την πλευρά της προσφοράς (δηλ. ο πληθωρισμός είναι εισαγόμενος και οφείλεται πρωτίστως στις τιμές της ενέργειας). Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η νομισματική πολιτική, στην προσπάθεια να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα οξύ δίλημμα πολιτικής. Χρειάζεται τη συνδρομή της δημοσιονομικής πολιτικής (καθώς και της ενεργειακής πολιτικής, τουλάχιστον για όσο συνεχίζεται η εργαλειοποίηση των τιμών της ενέργειας στον πόλεμο στην Ουκρανία). Τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις κατά τη διακριτική τους ευχέρεια θα πρέπει να είναι καταλλήλως στοχευμένα, αποβλέποντας στην προστασία των πιο ευάλωτων εισοδηματικών ομάδων. Επίσης, πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, χωρίς να μεταβάλλουν τη συνολικά περιοριστική κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Τέλος, θα πρέπει να είναι σχεδιασμένα κατά τρόπο ώστε να παρέχουν κίνητρα και να διευκολύνουν την αποδοτικότερη κατανάλωση ενέργειας. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να παραμείνουν προσηλωμένες στο στόχο της μείωσης του λόγου του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ενώ οι διαρθρωτικές πολιτικές θα πρέπει να είναι σχεδιασμένες ώστε να αυξάνουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ζώνης του ευρώ.
Η έγκαιρη υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων και των μεταρρυθμίσεων μέσω του προγράμματος Next Generation EU αποτελεί σημαντικό συμπληρωματικό εργαλείο για την επίτευξη αυτών των στόχων. Επίσης, το προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα RePowerEU θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα των οικονομιών της Ευρώπης απέναντι στην παρούσα ενεργειακή κρίση και σε οποιαδήποτε άλλη που τυχόν θα εμφανιστεί στο μέλλον.
Πότε αναμένετε να ξεκινήσει η ποσοτική σύσφιξη; Υπάρχουν κίνδυνοι που να σχετίζονται με την ποσοτική σύσφιξη;
Θα συζητήσουμε τις πιθανές μελλοντικές μας ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ το Δεκέμβριο. Οι όποιες ενέργειες θα πρέπει να είναι προσεκτικές και σταδιακές, καθώς η ποσοτική σύσφιξη ενισχύει τις αυξήσεις των επιτοκίων σε όλο το μήκος της καμπύλης αποδόσεων.
Μάλιστα, σε ένα πρόσφατο Δοκίμιο Εργασίας της Τράπεζας της Ελλάδος (“A global monetary policy factor in sovereign bond yields” (Ιούλιος 2022), οι συγγραφείς Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος και Πέτρος Μηγιάκης καταλήγουν ότι τα μεγάλης κλίμακας προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων που εφάρμοσαν οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο συνέβαλαν σε σημαντική και διαρκή μείωση των μακροπρόθεσμων αποδόσεων παγκοσμίως, μείωση που κυμαίνεται από περίπου 330 μονάδες βάσης για κρατικά ομόλογα με διαβάθμιση AAA έως 800 μονάδες βάσης κρατικά ομόλογα με διαβάθμιση κάτω της επενδυτικής βαθμίδας.
Συνεπώς, η συσταλτική μεταβολή της νομισματικής πολιτικής με τη σταδιακή μείωση του μεγέθους του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών στα προ της κρίσης επίπεδα είναι δυνατόν να οδηγήσει σε απότομες αυξήσεις των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων παγκοσμίως και σε διεύρυνση των διαφορών αποδόσεων εις βάρος των πιο ευάλωτων χωρών, με σοβαρές συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις οικονομικές προοπτικές.
Στη ζώνη του ευρώ, βρισκόμαστε σε ετοιμότητα να χρησιμοποιήσουμε το Μέσο για την Προστασία της Μετάδοσης (TPI), στο βαθμό που χρειάζεται, για να αντισταθμίσουμε ανεπιθύμητες, μη εύρυθμες εξελίξεις στην αγορά που συνιστούν απειλή για την oμαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες-μέλη.