Ο συναγερμός που είχε ηχήσει στα αυτιά των επενδυτών, σχετικά με την πορεία των τραπεζικών μετοχών, έληξε. Το σενάριο της έκτακτης αναδρομικής φορολόγησης, έμεινε στα χαρτιά. Ο συνολικός μηδενισμός των πάσης φύσεως προμηθειών αποφεύχθηκε. Και όπως ήταν λογικό και φυσικό, το κοινοβούλιο δεν θα μπορούσε να αποφασίσει για το ύψος των επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού.
Με δύο λόγια, δεν επήλθε η συντριπτική αλλαγή των τραπεζικών δεδομένων, την οποία επιχειρούσε εδώ και καιρό το γνωστό αντιπολιτευτικό μέτωπο που παραμένει ταμπουρωμένο πίσω από το σύνθημα «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη».
Σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού, οι περισσότεροι έμειναν ικανοποιημένοι. Η κυβέρνηση, διότι έκανε ένα βήμα που ουδείς στην αντιπολίτευση ανέμενε. Το ΠΑΣΟΚ, διότι αυτοαναγορεύεται νικητής καθώς υποστηρίζει ότι όλα συνέβησαν λόγω της δικής του κοινοβουλευτικής πρωτοβουλίας. Δεν συνέβη το ίδιο με τα κόμματα της αριστεράς, τα οποία παραμένουν εγκλωβισμένα στις ιδεοληψίες περί τραπεζικού κρατισμού.
Παράλληλα, και η επενδυτική κοινότητα υποδέχθηκε με ήπιο τρόπο τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, τόσο στα τραπεζικά έσοδα, όσο και στην «εθελοντική» συμβολή τους με 100 εκατ. ευρώ για το πρόγραμμα ανακατασκευής σχολείων και με 100 εκατ. για τη δημιουργία του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων.
Δυσαρεστημένοι δεν φάνηκαν ούτε οι ισχυροί θεσμικοί επενδυτές που είχαν τοποθετηθεί τους τελευταίους μήνες μέσω των private placements στη μετοχική βάση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, στα πλαίσια της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οι οποίοι θα είχαν κάθε λόγο να διαμαρτυρηθούν για την αλλαγή των κανόνων του παιχνιδιού. Μια αλλαγή που μεταβάλλει τη χρηματοοικονομική εικόνα των τραπεζών και τις προβλέψεις που έχουν διατυπωθεί, πάνω στις οποίες βασίστηκαν οι επενδυτικές αποφάσεις των ξένων θεσμικών. Καθώς οι αποφάσεις της Βουλής, σχετικά με τη μείωση των προμηθειών, θα συνοδεύουν τα τραπεζικά έσοδα για αρκετά χρόνια.
Οι επενδυτές, λοιπόν, ανέμεναν το γεγονός. Και το είχαν ήδη αποτιμήσει στις επενδυτικές τους κινήσεις. Ήδη, από τον Μάρτιο του 2024, οι πάντες γνώριζαν ότι από τις αρχές του 2025, θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται στα πλαίσια της ενιαίας αγοράς πληρωμών ένας νέος κανονισμός που θα αφορά τις άμεσες μεταφορές πίστωσης σε ευρώ. Έτσι ώστε να μην υπάρχει διαφορά στη μεταφορά χρημάτων μεταξύ λογαριασμών ενός δικαιούχου, μεταξύ λογαριασμών της ίδιας τράπεζας ή λογαριασμών σε διαφορετικές τράπεζες εντός της ΕΕ.
Το γεγονός ότι σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό της χώρας δεν αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της «μάχης της Βουλής», ούτε αναφέρεται κατά τη διάρκεια των θριαμβευτικών εμφανίσεων στα τηλεοπτικά πάνελς, στο συγκεκριμένο κανονισμό, δεν πρέπει να μας παραξενεύει. Το λαϊκίστικο αντιτραπεζικό αφήγημα, προσφέρει ψήφους. Οι τραπεζικές προμήθειες, το επιτοκιακό περιθώριο και η «άρνηση δανειοδότησης» των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αποτελούν μέρος του αφηγήματος.
Η αναφορά στον κοινοτικό κανονισμό, αλλά και στις κινήσεις των τραπεζών να προσφέρουν «πακέτα συναλλαγών» με φιξαρισμένο χαμηλό κόστος περίπου 5 λεπτά ανά μεταφορά, θα χαλούσε το αφήγημα και γι’ αυτό αποσιωπήθηκαν. Έτσι, σήμερα η μείωση των τραπεζικών προμηθειών εμφανίζεται σαν νίκη των πολιτικών απέναντι στις τράπεζες. Όπως και η προσπάθεια παράκαμψης του τραπεζικού συστήματος, μέσω των μη τραπεζικών εταιρειών χρηματοδοτήσεων, δηλαδή των εταιρειών παροχής πιστώσεων, εμφανίζεται σαν μια εξαιρετική ευκαιρία. Αφού υπόσχεται πιο χαλαρούς κανόνες και κριτήρια δανειοδοτήσεων.
Ας δούμε όμως και τα καθαρά νούμερα, όσον αφορά τις επιπτώσεις από τις αποφάσεις της Βουλής. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση του μεγέθους των επιπτώσεων στους τραπεζικούς ισολογισμούς και στα αποτελέσματα χρήσεως, στην οποία προέβη η Citi, η Εurobank θα εμφανίσει μια ετήσια μείωση εσόδων από το 2025 και μετά, της τάξης των 25 εκατ. ευρώ και μια εφ’ άπαξ επιβάρυνση της τάξης των 25 εκατ. ευρώ για το πρόγραμμα ανακατασκευής σχολικών κτιρίων. Μια επιβάρυνση που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί απλά μέρος του προγράμματος εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Ωστόσο, η Citi παραμένει θετική, εκτιμώντας ότι οι προβλέψεις της κερδοφορίας της τράπεζας για το 2026 θα αυξηθούν κατ’ ελάχιστον από +11% έως +17%. Η τιμή στόχος για τη μετοχή της Eurobank βρίσκεται στα 2,80 ευρώ.
Για την Εθνική Τράπεζα, η Citi εκτιμά ότι η μείωση των εσόδων από προμήθειες θα έχει αρνητικό αντίκτυπο 22 εκατ. ευρώ και θα οδηγήσει σε μείωση της κερδοφορίας κατά -2% για τα οικονομικά έτη 2025 και 2026. Η εφ’ άπαξ επιβάρυνση της τάξης των 25 εκατ. ευρώ για το πρόγραμμα ανακατασκευής σχολικών κτιρίων θα επιβαρύνει τα αποτελέσματα του Q4 του 2024. Η τιμή – στόχος για τη μετοχή της βρίσκεται στα 9,50 ευρώ.
Για την Τράπεζα Πειραιώς, η Citi αναμένει μείωση από προμήθειες κατά 28 εκατ. ευρώ από το 2025 και μετά και την εφ’ άπαξ επιβάρυνση των 25 εκατ. για το Q4 του 2024. Παράλληλα, σημειώνει ότι ο αρνητικός αντίκτυπος από τη μείωση των προμηθειών θα αντισταθμιστεί από την καλύτερη λειτουργική απόδοση της τράπεζας που θα οδηγήσει σε αύξηση των προβλεπόμενων καθαρών εσόδων από τόκους. Η τιμή - στόχος για τη μετοχή βρίσκεται στα 5,40 ευρώ.
Τέλος, για την Alpha Bank αναμένει μια μικρή υποχώρηση των κερδών ανά μετοχή της τάξης του -1% το 2025 και εκ νέου αύξηση από το 2026. Η τιμή - στόχος για τη μετοχή βρίσκεται στα 2,35 ευρώ.
Εντυπωσιακές παραμένουν οι μερισματικές αποδόσεις των τραπεζικών μετοχών, που τις διαφοροποιούν επί το θετικότερο από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Για την Eurobank είναι 7,3% για το 2024, 8,7% για το 2025 και 9,7% για το 2026. Για την Εθνική Τράπεζα είναι αντίστοιχα 9,6%, 9,9% και 10,8%. Για την Τράπεζα Πειραιώς είναι 7,5% για το ’24, 9,8% για το ’25 και 9,6 για το ’26. Για την Alpha Bank, οι αναμενόμενες μερισματικές αποδόσεις εκτιμώνται για το 2024 στο 7,3%, για το 2025 στο 8,7% και για το 2026 στο 9,7%.
H Citi εκτιμά, δηλαδή, ότι οι σημερινοί μέτοχοι των τραπεζών θα εισπράξουν μόνο σε μερίσματα, μέσα στην επόμενη τριετία μια απόδοση από 25% έως 29%, επί της επένδυσής τους.
Ο φόβος για τη διόρθωση των τραπεζικών μετοχών που θα συμπαρέσυρε τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών προς τις 1350 μονάδες, δεν βρίσκεται πλέον στο τραπέζι. Ο Γ.Δ. πλησιάζει οριακά το πάνω όριο της ζώνης των 1460 -1350 μονάδων. Η κίνηση προς τα πάνω θα απαιτήσει υψηλότερους όγκους και μια γενναία ανοδική διάσπαση των επιπέδων αυτών. Η αγορά θέλει να κατακτήσει το 1470 για να κινηθεί υψηλότερα με στόχο το 1500 και το 1550. Σε διαφορετική περίπτωση, οι 1440 και οι 1400 μονάδες θα λειτουργήσουν σαν μαγνήτες για πτώση.
Το γεγονός ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών αφήνει πίσω του τις σκιές από τις έκτακτες φορολογήσεις και τις κρατικές παρεμβάσεις, παραμένοντας αλώβητο, κρίνεται θετικό και υπόσχεται καλύτερες ημέρες.