«Καμπανάκι» Στουρνάρα για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ

«Καμπανάκι» Στουρνάρα για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ

Την εκτίμηση ότι ολοκληρώθηκε ο κύκλος αυξήσεων των επιτοκίων της Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζας και ότι η διατήρηση τους στα επίπεδα που βρίσκονται σήμερα για κάποιο χρονικό διάστημα θα οδηγήσουν σε επιστροφή του πληθωρισμού στο 2% εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξη που παρεχώρησε στην Borsen Zeitung.

Παράλληλα ο κ. Στουρνάρας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας ότι μια υπερβολική αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής αποτελεί κίνδυνο για το τραπεζικό σύστημα και την ίδια την οικονομία.  

Όπως ανέφερε, χαρακτηριστικά, ο ίδιος «ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή είναι να το παρακάνουμε. Δεν πρέπει και δεν χρειάζεται να εξοντώσουμε την οικονομία. Ο πληθωρισμός θα μειωθεί σημαντικά τους προσεχείς μήνες. Μέχρι το τέλος του έτους εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 3%. Ο πυρήνας του πληθωρισμού φαίνεται να αναστρέφεται. Ο πυρήνας του πληθωρισμού ακολουθεί τον γενικό δείκτη με κάποια χρονική υστέρηση. Και οι δύο δείκτες κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει επίσης να αντλήσουμε διδάγματα από το παρελθόν. Δεν χρειάζεται να αυστηροποιήσουμε την πολιτική μας σε σημείο που να προξενήσουμε σοβαρή βλάβη στο τραπεζικό σύστημα ή στην οικονομία».

Αναφερόμενος στην αυστηροποίηση της πορείας της οικονομίας, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «ο  πρωταρχικός μας σκοπός είναι η σταθερότητα των τιμών και θέλουμε να επαναφέρουμε εγκαίρως τον πληθωρισμό στο 2,0% ‒ αυτό είναι σαφέστατο. Αλλά κοιτάμε και την οικονομία, μας ενδιαφέρει η ανάπτυξη και η απασχόληση. Αισθανόμαστε ότι έχουμε ευθύνη απέναντι στην κοινωνία. Επιπλέον, η χαμηλότερη ανάπτυξη οδηγεί σε μικρότερο πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η νομισματική πολιτική επιδρά με χρονική υστέρηση. Έτσι, με δεδομένη τη σημαντική αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από τον Ιούλιο του 2022 και εξής, πολλές άλλες επιδράσεις προς περιοριστική κατεύθυνση αναμένεται να εκδηλωθούν αργότερα».

Παράλληλα, ο κ. Στουρνάρας στην ίδια συνέντευξη προσπαθεί  να επιστήσει την προσοχή της ΕΚΤ στο να βλέπει τις μελλοντικές εξελίξεις και να μην είναι στραμμένη στο παρελθόν. 

Η ΕΚΤ δίνει υπερβολική σημασία στα τρέχοντα επίπεδα και όχι στις προοπτικές του πληθωρισμού, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας. «Ειδικά», όπως πρόσθεσε, «στη Γερμανία είναι στο DNA τους να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τον πληθωρισμό. 

Ερωτηθείς σχετικά για τον κίνδυνο να υπάρξει δεύτερο κύμα πληθωρισμού, όπως στη δεκαετία του ’70 ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι Οι καταστάσεις δεν είναι συγκρίσιμες και υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Τότε, πολλές χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, εφάρμοζαν τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών. Σήμερα αυτό ισχύει μόνο σε πολύ λίγες χώρες. Ταυτόχρονα, τα εργατικά σωματεία είναι πολύ πιο αδύναμα από ό,τι πριν. Και έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας, με αποτέλεσμα να είναι πολύ πιο ευέλικτες σήμερα. Δεν είμαστε πια στη δεκαετία του 1970.

Αναφορικά με το αν οι μισθοί εγκυμονούν σοβαρό κίνδυνο πληθωρισμού ο κ. Στουρνάρας επεσήμανε ότι «είναι φυσιολογικό να υπάρχει μια διαδικασία ανάκτησης της σημαντικής απώλειας που έχουν υποστεί οι μισθοί σε πραγματικούς όρους. Αλλά μέχρι στιγμής οι μισθολογικές αυξήσεις είναι μέσα σε λογικά πλαίσια. Επισημαίνω με την ευκαιρία ότι οι μισθοί στη ζώνη του ευρώ αυξάνονται περίπου όσο και στις ΗΠΑ, όπου ο πληθωρισμός έχει ήδη μειωθεί πολύ πιο έντονα». «Στη ζώνη του ευρώ, όμως», πρόσθεσε, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχει καταγράψει πολύ μεγαλύτερη αύξηση. Γιατί αυτό; Επειδή εδώ η παραγωγικότητα είναι τόσο χαμηλή και μάλιστα πρόσφατα μειώθηκε. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους. 

Ένας λόγος είναι ότι οι επιχειρήσεις διατηρούν το προσωπικό τους ακόμη και σε περιόδους κρίσης, επειδή ‒ σε μια εποχή έλλειψης ειδικευμένων εργαζομένων ‒ ανησυχούν ότι διαφορετικά δεν θα μπορέσουν να προσλάβουν άλλους αργότερα. 

Ένας δεύτερος σημαντικός λόγος είναι ότι η ζώνη του ευρώ είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας. Αυτό σήμερα επηρεάζει δυσμενώς την παραγωγικότητα μέσω της επιδείνωσης των όρων εμπορίου. Ωστόσο, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό από πλευράς νομισματικής πολιτικής. Αντίθετα, αν αυξήσουμε τα επιτόκια, οι επενδύσεις θα μειωθούν και η παραγωγικότητα θα υποχωρήσει ακόμη περισσότερο. Επομένως, το δίλημμά μας είναι ακόμη μεγαλύτερο από ό,τι στις ΗΠΑ».