Τρεις παράγοντες θα ενισχύσουν τον δανεισμό επιχειρήσεων και νοικοκυριών και τα τραπεζικά έσοδα το επόμενο διάστημα ενισχύοντας την ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα εν γένει. Πρόκειται για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τη βελτίωση της αγοράς εργασίας και την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων
Τους παράγοντες αυτούς έρχονται βέβαια να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και τα χαμηλότοκα δάνεια σε επιχειρήσεις για επενδύσεις μέσα από νέα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Με τα τραπεζικά επιτόκια να αυξάνονται λόγω των αυξήσεων της ΕΚΤ, όλες οι τράπεζες στην Ευρωζώνη και φυσικά και οι ελληνικές είδαν τα καθαρά έσοδά τους από τόκους να απογειώνονται και σύμφωνα με συγκεντρωτικά στοιχεία εννεαμήνου που δίνει η ΤτΕ, έφθασαν στα 6,33 δισ. ευρώ από 3,988 δισ. ευρώ στο εννεάμηνο πέρυσι.
Πρόκειται για αύξηση 58,9% στο εννεάμηνο των καθαρών εσόδων από τόκους, η οποία προοιωνίζει μεγάλο έσοδο στο τέλος της χρονιάς και ανακοινώσεις κερδών που θα είναι ρεκόρ. Όχι ίσως σε πραγματικό νούμερο, αλλά σίγουρα σε απόδοση κεφαλαίων, όπου οι ελληνικές τράπεζες ξεπερνούν τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν κλείσει εννεάμηνο με καθαρά κέρδη που ξεπερνούν τα 3 δισ. ευρώ (3,009 δισ. ευρώ, από συγκεντρωτικά κέρδη 2,877 δισ. ευρώ στο εννεάμηνο πέρυσι). Η αύξηση στο εννεάμηνο είναι 4,6% από πέρυσι που ήταν επίσης μία εξαιρετική χρονιά, η οποία σηματοδότησε την επιστροφή στην κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, «η οργανική κερδοφορία των τραπεζών κατά το εννεάμηνο του 2023 αυξήθηκε σε ετήσια βάση, λόγω της σημαντικής αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους και της μείωσης του κόστους του πιστωτικού κινδύνου. Το Σεπτέμβριο του 2023 οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2022, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητοι, ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε περαιτέρω».
Τα επιτόκια θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τις εξελίξεις στους επόμενους μήνες. «Στο άμεσο μέλλον, ακόμη και αν τα επιτόκια νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος διατηρηθούν στα παρόντα επίπεδα, οι παρελθούσες αυξήσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής θα εξακολουθήσουν για κάποιο χρόνο να ασκούν ανοδικές πιέσεις στο κόστος τραπεζικού δανεισμού» αναφέρει η ΤτΕ.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Σύμφωνα με την ΤτΕ, «μία άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, επιδρά αρνητικά στο υπόλοιπο των δανείων προς τις επιχειρήσεις και έχει εκτιμηθεί ότι η επίδραση αυτή μεγιστοποιείται μετά από περίπου 5 τρίμηνα και τείνει να μηδενιστεί μετά από 3 έτη».
Μετά από κάθε αύξηση μισής μονάδας δηλαδή η επίπτωση θέλει 15 μήνες για να ωριμάσει «περνώντας» σε όλα τα δάνεια και αυξάνοντας την επίδραση τόσο στο κόστος δανεισμού της επιχείρησης, όσο και στα έσοδα της τράπεζας από την άλλη πλευρά, μέχρι η επίδρασή της να αφομοιωθεί μετά από 36 μήνες.
Αντίστοιχα όμως, υπέρ των καταθετών και σε βάρος των τραπεζών λειτουργεί και η μετακίνηση κεφαλαίων στις καταθέσεις προθεσμίας που δίνουν μεγαλύτερο τόκο. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η μετακίνηση κεφαλαίων από καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας προς τις υψηλότερου επιτοκίου καταθέσεις προθεσμίας.
Όταν πλέον τα βασικά επιτόκια αρχίσουν να μειώνονται, καθώς ο πληθωρισμός θα προσεγγίσει το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίω».
Οι ευνοϊκοί παράγοντες και ποιοι έχουν καταθέσεις προθεσμίας
Σύμφωνα με την ΤτΕ «ευνοϊκά αναμένεται να συμβάλουν:
α) η πρόσφατη απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία ασκεί καθοδικές πιέσεις στο κόστος άντλησης ρευστών διαθεσίμων από τις αγορές κεφαλαίων και ομολόγων,
β) η παρατηρούμενη βελτίωση στην αγορά εργασίας, η οποία ενδυναμώνει την πιστοληπτική ικανότητα των υποψήφιων δανειοληπτών, και
γ) η παρατηρούμενη βελτίωση στην αγορά ακινήτων που ισοδυναμεί με ενίσχυση της αξίας των προσφερόμενων εξασφαλίσεων για τη λήψη δανείων και συνηγορεί υπέρ της συγκράτησης του περιθωρίου επιτοκίου.
Τέλος, οι όροι και η διαθεσιμότητα των πιστώσεων επιχειρηματικής πίστης θα συνεχίσουν να υποστηρίζονται από τα χαμηλότοκα δάνεια που χορηγούνται στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από τα νέα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων».
Να σημειωθεί ότι στα ευνοϊκά τα δάνεια μέσω του Μηχανισμού, το ελάχιστο επιτόκιο δανεισμού στο σκέλος των δανείων που χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους ορίστηκε, από 24 Οκτωβρίου 2022, σε 0,35% για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και σε 1% για τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.
Οι καταθέσεις από την πλευρά τους συμβάλλουν θετικά στη φθηνή τραπεζική χρηματοδότηση. Ποιοι έχουν όμως τις καταθέσεις προθεσμίας που αυξάνονται και στην πορεία θα αυξήσουν περισσότερο το τραπεζικό κόστος την ώρα που θα αρχίσουν να μειώνονται τα επιτόκια;
«Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων προθεσμίας των Μη Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων, παραμένει θετικός και ιδιαίτερα υψηλός (Οκτώβριος 2023: 80,1%, μέσος όρος έτους 2022: 9,3%), υποδηλώνοντας μάλιστα υπερδιπλασιασμό του υπολοίπου των καταθέσεων προθεσμίας, σε ετήσια βάση, από τον Ιούνιο έως και το Σεπτέμβριο του 2023», λέει η ΤτΕ.
Υπερδιπλασιάστηκαν λοιπόν μέσα σε ένα τρίμηνο οι καταθέσεις προθεσμίας των επιχειρήσεων σε σχέση με πέρυσι. «Πάντως, ο κύριος όγκος της καταθετικής βάσης των τραπεζών εξακολουθεί να απαρτίζεται από ρευστά διαθέσιμα που τηρούνται σε λογαριασμούς διάρκειας μίας ημέρας (75% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα).
Την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023 η σταδιακή ενσωμάτωση των αυξήσεων των επιτοκίων στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων οδήγησε σε συνολική μείωση του υπολοίπου των καταθέσεων μίας ημέρας κατά 7% για τις επιχειρήσεις και κατά 7,7% για τα νοικοκυριά, ενώ ταυτόχρονα οι καταθέσεις προθεσμίας παρουσίασαν αύξηση κατά 9,1% για τις Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις και 50,4% για τα νοικοκυριά.
Η διατήρηση αξιόλογων ρυθμών ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, αναμένεται ότι θα συμβάλει σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων.
Τυχόν μεγαλύτερος βαθμός ενσωμάτωσης στο εγγύς μέλλον των αυξήσεων των επιτοκίων στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, και μάλιστα σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη διατήρηση του ρυθμού πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, επίσης θα τονώσει τα αποταμιευτικά κίνητρα των ιδιωτών και επομένως τη ζήτηση τοκοφόρων καταθέσεων.
Από την άλλη πλευρά, τυχόν επιβράδυνση του ΑΕΠ θα επιδρούσε αρνητικά στον ρυθμό μεταβολής της ζήτησης για τραπεζικές καταθέσεις», λέει η ΤτΕ.
Συμπερασματικά, ο βαθμός αδράνειας για τις μετακυλίσεις των καταθέσεων σε αυτές με μεγαλύτερο επιτόκιο είναι σημαντικός κρίνει η ΤτΕ που μάλιστα σχολιάζει ότι στον προηγούμενο κύκλο αυξήσεων επιτοκίων της ΕΚΤ το 2007 οι καταθέσεις μετακινήθηκαν πολύ ταχύτερα και σε μεγαλύτερο ποσοστό.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη φθηνή χρηματοδότηση των τραπεζών, οι οποίες μάλιστα έχουν εδώ πλεονέκτημα έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους.
Η ΤτΕ σχολιάζει ότι «το μερίδιο συμμετοχής των καταθέσεων (στη ρευστότητά τους), αυξήθηκε από 51% στα μέσα του 2015 σε 81% στις αρχές του 2020 -πριν από την πανδημία- και σε 84% το Σεπτέμβριο του 2023, που είναι το υψηλότερο ποσοστό με βάση τα ιστορικά στοιχεία από την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ».
Βεβαίως, με τον δείκτη των δανείων στο 64,6% των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες έναντι 105,1% στην Ευρωζώνη, αυτό σημαίνει άφθονη ρευστότητα για τις ελληνικές τράπεζες. Τι συμπεραίνει η ΤτΕ; «Οι τράπεζες δεν έχουν σημαντικό κίνητρο να αυξήσουν τα επιτόκια ώστε να προσελκύσουν νέες καταθέσεις. Το ίδιο συμβαίνει αν η ρευστότητα που προσφέρεται προς τις εμπορικές τράπεζες από την κεντρική τράπεζα είναι άφθονη».
Με άφθονη ρευστότητα λοιπόν μεγαλύτερη από την Ευρωζώνη, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να αξιοποιήσουν τα κεφάλαιά τους όπως νομίζουν, να δώσουν νέα δάνεια, να τοποθετηθούν σε ομόλογα ή σε νέες αγορές, να κάνουν εξαγορές και επενδύσεις.
Ακόμα κι αν αρχίσει η μείωση των επιτοκίων η αγορά θα χωνεύει ακόμα τις αυξήσεις κι όταν ισορροπήσει οι τράπεζες θα κερδίσουν δίνοντας περισσότερα νέα δάνεια αλλά με μικρότερα περιθώρια κέρδους, καθώς έχουν τη ρευστότητα.