Οι δεύτερες αναγνώσεις των αποτελεσμάτων των τραπεζών
shutterstock
shutterstock

Οι δεύτερες αναγνώσεις των αποτελεσμάτων των τραπεζών

Οι επισημάνσεις και τα σχόλια με τα οποία υποδέχθηκε η αγορά την κερδοφορία του 2023 και την προοπτική της επόμενης τριετίας για τον τραπεζικό κλάδο είχαν θετική χροιά τόσο στο σύνολο, όσο και επιμέρους. Υπάρχουν ωστόσο ποιοτικές αναγνώσεις που πέρασαν κάτω από το ραντάρ της αγοράς. Η συγκέντρωση των κεφαλαίων για τους στόχους των ελάχιστων εποπτικών κεφαλαίων, η αναβαλλόμενη φορολογία και η εξυγίανση του χαρτοφυλακίου καθυστερήσεων ήταν παράμετροι που δείχνουν να συμβαδίζουν με τις δυνατές επιδόσεις της περυσινής χρονιάς. Πιο αναλυτικά:

  • Στις αρχές του 2026 οι συστημικές τράπεζες θα πρέπει να έχουν δείκτες MREL άνω του 27%. Ο δείκτης υπολογίζει τα ίδια κεφάλαια και τα ομόλογα τα οποία εκδίδουν οι τράπεζες για να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητες τους ως προς τη θέση των έντοκων στοιχείων ενεργητικού (RWA). Επομένως, για την ενίσχυση των κεφαλαίων τους υπάρχουν δύο επιλογές: Είτε να απευθυνθούν στις αγορές εκδίδοντας νέα ομόλογα είτε να δημιουργήσουν νέο κεφάλαιο από την κερδοφορία τους. Και σε αυτή την περίπτωση οι ελληνικές τράπεζες έχουν πετύχει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα: Περιόρισαν το σχετικό μέγεθος των κεφαλαιακών τους αναγκών από τα 8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022 σε 3,4 δισ. ευρώ σε ένα χρόνο. Μάλιστα η ικανότητα των τραπεζών να δημιουργούν νέο κεφάλαιο μπορεί με την εκτιμώμενη κερδοφορία τους (4,1 δισ. ευρώ με βάση τα επενδυτικά πλάνα των τεσσάρων) να μειώσει το σχετικό κονδύλι σε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια στο τέλος της φετινής χρήσης. Βέβαια, έως το τέλος του 2025 οι τράπεζες θα χρειαστεί να αναχρηματοδοτήσουν κάποιες παλιές εκδόσεις ωστόσο το περιβάλλον θα διαπνέεται από την επενδυτική βαθμίδα και ενδεχομένως χαμηλότερα επιτόκια.

                                             Πού βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τον στόχο του MREL

       

Η αναβαλλομενη φορολογία έχει μειωθεί σημαντικά σαν απόλυτο νούμερο αλλά και σαν ποσοστό του CET-1. Από τα 14,6 δισ. ευρώ και 75% συμμετοχή στο CET-1 το 2022 η αναβαλλόμενη φορολογία έχει μειωθεί στα 12,8 δισ. ευρώ και 55,7% στα βασικά εποπτικά των τραπεζών. Η άσκηση μείωσης του DTC τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση καθώς εκτός από την μικρή κερδοφορία και τις επιβαρύνσεις των πωλήσεων κόκκινων δανείων οι τράπεζες είχαν να αντιμετωπίσουν και την σταδιακή μείωση των κεφαλαίων τους από την εφαρμογή του IFRS-9.

Το 2023 ήταν η τελευταία χρονιά αυτής της προσαρμογής και «στοίχησε» στις τράπεζες 1,3 δισ. ευρώ σε ένα σύνολο επιβαρύνσεων 5,15 δισ. ευρώ οι οποίες ενσωματώθηκαν προοδευτικά από το 2018. Με δυνητική καθαρή κερδοφορία 16,4 δισ. ευρώ στα επόμενα τρία χρόνια οι τράπεζες μπορούν να μειώσουν πολύ την παρουσία του σχετικού κονδυλίου του DTC στο 33%. Καιπάλι το μέγεθος δεν είναι ικανοποιητικό θα δίνει ωστόσο μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας στο μέρισμα και πιθανόν σε κινήσεις εξαγορών. Οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να επιταχύνουν τον ρυθμό αύξησης της απόσβεσης του DTC αν οι συνθήκες το επιτρέψουν ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει καμία εποπτική οδηγία για μίνιμουμ μέγεθος αναβαλλόμενης φορολογίας στα επόμενα χρόνια.

       

  • Οι μετατοπίσεις των ανοιγμάτων σε διάφορα στάδια καθυστερήσεων δεν εμφανίζουν ιδιαίτερη κινητικότητα, επιμέρους υπήρξαν και μικρές βελτιώσεις στα απόλυτα μεγέθη των καθυστερήσεων. Η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική ως προς την ποιότητα των υφιστάμενων δανείων αλλά και την αντοχή των δανείων που βρίσκονται σε στάδιο επιστροφής σε ενήμερη κατάσταση. Με εξαίρεση την Alpha Bank οι συστημικές τράπεζες φαίνεται να έχουν ολοκληρώσει την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου τους. Σε απόλυτα νούμερα η συμπίεση των NPEs θα επιβραδυνθεί καθώς ο βαθμός κάλυψης μαζί με την αξία των καλυμμάτων των δανείων υπερκαλύπτουν τα ανοίγματα των τραπεζών. Η τακτική αυτή θα βοηθήσει στο να μην επιβαρυνθούν με νέες απομειώσεις τα δανειακά χαρτοφυλάκια και το μέσο κόστος απομειώσεων να πέσει κάτω από τις 70 μονάδες βάσης, υποστηρίζοντας την καθαρή κερδοφορία.

Όλα τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν στις επιδόσεις ρεκόρ του 2023 και τις άριστες προοπτικές των επόμενων χρήσεων. Στα βασικά ζητούμενα οι τράπεζες έχουν δώσει απαντήσεις χτίζοντας πλέον το αφήγημα της επόμενης ημέρας για τους μετόχους τους: Αυτό της προσδοκώμενης υψηλής εσωτερικής απόδοσης.