Η εισβολή των fintech και η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού αλλάζουν το πρόσωπο του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα. Για τις αλλαγές που συντελούνται, τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις η καθηγήτρια Αναστασία Γιακουμέλου μιλάει στο Liberal. Η ίδια αναφέρεται στις μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση, καθώς επίσης και για το μέλλον των ελληνικών τραπεζών.
Η κ. Γιακουμέλου είναι καθηγήτρια Χρηματοοικονομικών στο Università Bocconi, στο Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne, στο Università Ca' Foscari Venezia και στο ESCP Business School.
Συνέντευξη στον Νικόλα Ταμπακόπουλο
Σε πρόσφατη επιστημονική δημοσίευσή σας με θέμα: «ESG and FinTech funding in the EU» αναφέρεστε στις αλλαγές που επιφέρει τόσο το οικοσύστημα του FinTech, όσο και η εφαρμογή των πολιτικών ESG στο παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα. Ποιες είναι αυτές οι αλλαγές;
Εν προκειμένω, χρειάζονται δύο απαντήσεις, μολονότι τα δύο «φαινόμενα» παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία. Το οικοσύστημα FinTech, που βρίσκεται πλέον αισίως στην τρίτη του γενιά, αποτελεί ουσιαστικά ένα disruption στο ίδιο το business των παραδοσιακών τραπεζών.
Έχει επιφέρει ένα νέο τοπίο ανταγωνισμού που είναι πολύ μακριά από τις πρακτικές που εφήρμοσαν μέχρι τώρα οι παραδοσιακοί και ώριμοι παίκτες σε επιχειρηματικά μοντέλα, σε τρόπους συλλογής δεδομένων ως προς τους πελάτες αλλά και ως προς το ρίσκο, σε προσέλκυση και διαχείριση πελατών, ακόμη και στην εσωτερική διοργάνωση των ίδιων των τραπεζών (ανθρώπινο δυναμικό και στρατηγικές δεξιότητες).
Ο τραπεζικός κλάδος υπήρξε ένας οικονομικός χώρος πολύ χαμηλής καινοτομίας διαχρονικά, ενώ, τόσο στα αγγλοσαξονικά συστήματα οργάνωσης της οικονομίας όσο και στο μοντέλο της ηπειρωτικής Ευρώπης και παρά τους διαφορετικούς ρόλους που αντιστοιχούν στις τράπεζες στα δύο αυτά συστήματα, αυτές χαίρουν πάντα ενός ιδιαίτερα υψηλού κεφαλαίου «εμπιστοσύνης» και μιας προνομιακής θέσης στο σύνολο της οικονομίας, παράγοντας που προφανώς δικαιολογείται πλήρως από την ίδια τη δομή του χρηματοοικονομικού συστήματος, αλλά οδήγησε σε μη συμπεριφορές που δεν ήταν βέλτιστες, συχνά καθοριζόμενες από έντονη νομοθεσία και τη σχετική παθητικότητα που επιφέρει ένας μειωμένος ανταγωνισμός (ισχυρό παράδειγμα η Ελλάδα, με 4 συστημικές τράπεζες να ελέγχουν πάνω από 95% των τραπεζικών assets).
Σήμερα ξαφνικά, αν και όχι αναπάντεχα, καλούνται να αντιμετωπίσουν για πρώτη φορά παίκτες που είναι γενετικά διαφορετικοί από μια τράπεζα, αλλά απόλυτα ικανοί και νόμιμα κατοχυρωμένοι να παρέχουν ένα τεράστιο σύνολο των υπηρεσιών των παραδοσιακών τραπεζών. Αυτοί οι νέοι παίκτες εμφανίζουν χαρακτηριστικά που από τη μια ευθέως ανταγωνίζονται τα τραπεζικά ιδρύματα, ενώ από την άλλη ευνοούν ταυτόχρονα τους ίδιους με μια πιο ευέλικτη και γρήγορη σε αντανακλαστικά διαχείριση.
Το παραπάνω ανταγωνιστικό τοπίο σε συνδυασμό με την εδραίωση του ESG mega-trend που μεταφράστηκε σε δραστικές αλλαγές των προσδοκιών των επενδυτών, των κανονισμών της χρηματαγοράς ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες οικονομίες, και ο νομοθετικός κατακλυσμός που αφορά τη βιωσιμότητα (προς το παρόν μόνο στην ΕΕ επίσημα) διαγράφουν μία πολύ μεταβλητή πραγματικότητα για τις τράπεζες και απαιτούν μία ραγδαία μετάβαση, που κατά τη γνώμη μου, κρύβει πολλαπλούς κινδύνους, τόσο για τις τράπεζες όσο και για τις εταιρείες.
Η βιωσιμότητα με όλες τις προαναφερθείσες διαστάσεις της και με έναν υψηλό τεχνολογικό συντελεστή απαραίτητο για την αποτελεσματική εφαρμογή της, το κυριότερο σημείο επαφής με το οικοσύστημα FinTech, προκαλεί μία επανάσταση αυτή τη στιγμή στον τραπεζικό, και όχι μόνο, τομέα.
Η μέτρηση του ρίσκου οφείλει να αλλάξει εντός ενός πολύ περιορισμένου διαστήματος, η κατανομή των χαρτοφυλακίων το ίδιο κατ’ επέκταση, η συμβουλευτική και επενδυτική δραστηριότητα επίσης (εκτός του πλαισίου SFDR που άμεσα αφορά τον πυρήνα της τραπεζικής λειτουργίας, έχουμε μεταρρύθμιση του MiFID), μία μεγάλη γκάμα νέων τραπεζικών προϊόντων που ήταν ήδη διαθέσιμα στην αγορά από λίγους σχετικά παίκτες τώρα απέκτησαν δικούς τους επίσημους κανόνες με νομικές συνέπειες για τους εκδότες τους.
Αυτή είναι μία μόνο σύνοψη της πλειάδας αλλαγών που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες σήμερα. Σε αυτό δε το σημείο, αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα παραπάνω καλούνται να εφαρμοστούν σε ένα τοπίο που εμφανίζει τρία σημαντικά προβλήματα: (1) υπάρχει νομοθετική σύγχυση, (2) υπάρχει έλλειψη της κατάλληλης κατάρτισης στην αγορά και (3) οι χρόνοι είναι περιορισμένοι.
Τι ευκαιρίες βλέπετε να έχουν οι νέοι παίκτες του FinTech, απέναντι στο παραδοσιακό και «μη καινοτόμο» ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα; Ποια είναι τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα;
Η παράπλευρη, επιτρέψτε μου να την αποκαλέσω, βιομηχανία του FinTech παρουσιάζει ένα σημαντικό αριθμό ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων έναντι του ώριμου και εδραιωμένου τραπεζικού συστήματος.
Πρώτο και ουσιαστικότερο πλεονέκτημα, αν και προσωπικά θεωρώ ότι δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο, είναι η σημαντική ευελιξία που χαρακτηρίζει τους νέους αυτούς παίκτες σε επίπεδο compliance. Οι τράπεζες αποτελούν τον πιο έντονα νομοθετημένο κλάδο της οικονομίας, η μεγαλύτερη φέτα των assets τους (χρόνος, κεφάλαιο, ανθρώπινο δυναμικό) είναι αφιερωμένη στη συμμόρφωση τα τελευταία χρόνια παρά στην ίδια την οικονομική τους δραστηριότητα, κάτι που αν συνέβαινε σε άλλον κλάδο θα ήμασταν παρατηρητές μίας επανάστασης.
Ταυτόχρονα, πρόκειται για μικρότερου μεγέθους παίκτες με κέντρο βάρους την καινοτομία και την υψηλή κεφαλαιακή ένταση σε ανθρώπινο όμως κεφάλαιο. Όπως μπορούμε να αντιληφθούμε, έχουμε να κάνουμε με παίκτες που είναι πολύ πιο έτοιμοι και ιδιαίτερα ευέλικτοι να διαχειριστούν τόσο τη μετάβαση της οικονομίας προς τη βιωσιμότητα, όπως επιτάσσει η Ατζέντα 2030 των Ηνωμένων Εθνών και η Συμφωνία του Παρισίου που υιοθετούν σταδιακά όλες οι κυβερνήσεις παγκοσμίως, όσο και τις απαιτήσεις των νεότερων γενεών καταναλωτών.
Έχουμε σαφή δεδομένα που υποδεικνύουν ένα προφίλ πελάτη για τις γενιές millennial και Gen Z που, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή, οι παραδοσιακές τράπεζες δεν έχουν καταφέρει να ικανοποιήσουν. Όχι τυχαία, παρατηρήσαμε και συνεχίζουμε να παρατηρούμε μία εκπληκτική άνοδο νέων πλατφόρμων με χρηματοοοικονομικό χαρακτήρα, όσο και νέες επενδυτικές θέσεις ως προς το δόγμα του ρίσκου/απολαβής.
Το μόνο μειονέκτημα που επιβραδύνει μια δυνητική επέλαση των νέων παικτών FinTech θεωρώ ότι έχει να κάνει με μία μειωμένη αίσθηση εμπιστοσύνης ή/και εξοικείωσης με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.
Η κρίση του 2008 μας έμαθε ότι η πραγματική κρίση, η διάρκεια και ένταση αν μη τι άλλο, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα οφείλεται σε μια κρίση εμπιστοσύνης στο σύστημα, παράγοντα που δεν ανακτήσαμε πλήρως έκτοτε. Ενώ οι παραδοσιακές τράπεζες έχουν μία επιμηκη ιστορία να επιδείξουν, οι νέοι παίκτες πρέπει να χτίσουν ανάλογη σχέση τόσο με το ίδιο το σύστημα που ακόμη δεν τους γνωρίζει σε βάθος όσο και με τη γενική οικονομία και τον απλό καταναλωτή.
Το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα που οφείλει να συμμορφώνεται διαρκώς στις αλλαγές του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού και κανονιστικού πλαισίου, παρουσιάζει αυξανόμενες κεφαλαιακές ανάγκες. Είναι πρόθυμοι οι επενδυτές να συμμετέχουν στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών ή μήπως αναζητούν ευκαιρίες επένδυσης στο καινοτόμο οικοσύστημα των FinTech;
Οι τράπεζες σίγουρα έχουν δει καλύτερους καιρούς, αλλά είμαστε πολύ μακριά από μία θεσμική απομάκρυνση από αυτές, αν μπορώ να συνοψίσω την παρούσα φάση που διανύει το τομέας. Ωστόσο, θα ήθελα να διευκρινίσω κάτι που συχνά παραβλέπεται και έχει να κάνει με το πώς διαδρούν σήμερα οι παραδοσιακοί μας παίκτες με τους καινοτόμους νεοεισελθέντες.
Δεν είναι μία αμοιβαία αποκλειόμενη δυναμική η δυάδα παραδοσιακή τράπεζα - FinTech και αυτό το γνωρίζουν τόσο οι τράπεζες όσο και οι επενδυτές. Για την ακρίβεια, υπάρχει σημαντική επένδυση στην τεχνολογική εξέλιξη και την αλλαγή μοντέλου των τραπεζών, όπως υπάρχει έντονη δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών παικτών FinTech από τράπεζες σε μία απόπειρα brownfield, όπου η καινοτομία ή/και ο ανταγωνισμός μπορεί να αγορασθεί
και να ενσωματωθεί αντί να αναπτυχθεί εσωτερικά (υπερισχύει το χρονικό πλεονέκτημα, αν και ελλοχεύουν υψηλά ρίσκα τριβής στην ενσωμάτωση και κανιβαλισμού της εξαγοράζουσας τράπεζας). Θεωρώ ότι είναι μία σημαντική και παραγωγική στιγμή στην τραπεζική ιστορία, που όπως σε κάθε ανάλογη περίοδο στο παρελθόν θα προκαλέσει την οριστική κρίση πολλών ιδρυμάτων αλλά και την άνοδο ανανεωμένων και ανθεκτικότερων.
Θα θέλατε να κάνετε κάποιες εκτιμήσεις για την πορεία και κατεύθυνση του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης μέσα στο 2024;
Παρατηρώ ήδη, οπότε απομακρύνομαι λίγο από τη λογική της πρόβλεψης, μία περίοδο αναταράξεων, όπως είναι αναμενόμενο σε κάθε συστημική μετάβαση και είναι ακριβώς αυτό που βιώνουμε σήμερα: μία συστημική μετάβαση. Έχουμε τράπεζες που αντιμετωπίζουν με ελαφρότητα τις νέες απαιτήσεις, τόσο τεχνολογικές όσο και απαιτήσεις σε βιωσιμότητα και απαιτήσεις των νεότερων καταναλωτών, που θα ανακαλύψουν με δυσάρεστο τρόπο ότι η συμμόρφωση με τους κανόνες δεν εγγυάται την επιβίωση, αν δε συνδυαστεί με ουσιαστική στρατηγική ευθυγράμμιση του οργανισμού.
Ξέρουμε ήδη, ακαδημαϊκοί και νομοθέτες ότι η παρούσα μετάβαση δε θα βρει όλους τους παίκτες της σημερινής οικονομίας και στη νέα της κατεύθυνση ζωντανούς, αλλά επαναλαμβάνω ότι κάθε συστημική μετάβαση επιβεβαιώνει αυτόν τον κανόνα. Σε γενικές γραμμές, θεωρώ ότι η Ευρωζώνη, που για πρώτη φορά είναι η νομοθετικά καινοτόμος (διαχρονικά υπήρξαμε οι early adopters των νομοθετικών τάσεων στις ΗΠΑ), θα κληθεί να διαχειριστεί ακριβώς αυτό που εμπερικλείει αυτός ο ρόλος, τα ρίσκα αλλά και τις μοναδικές ευκαιρίες που επιφέρει το να γίνεις ο norm-setter σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κρατάω κάποιες αμφιβολίες για την ετοιμότητα του μηχανισμού να ανταπεξέλθει υγιώς στον χρονικό ορίζοντα της ατζέντας ΕΕ, κυρίως γιατί ήδη παρατηρούμε κάποιες «βίαιες» αλλά όχι αδικαιολόγητες αντιδράσεις, αλλά και γιατί η νομοθετική αμφιθυμία με μπρος-πίσω σε μέτρα είναι δηλητήριο στην αγορά και στο αίσθημα αβεβαιότητας. Δε θα ήθελα να γίνουμε μάρτυρες ένος παραδείγματος του «Ο δρόμος για την κόλαση είναι σπαρμένος με καλές προθέσεις»…
Με την ιδιότητα της καθηγήτριας Χρηματοοικονομικών σε επιφανή Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, που διαθέτει επιτρέψτε μου να πω μια οπτική ελικοπτέρου (helicopter view) για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, θα μπορούσατε να μας περιγράψετε ποια εικόνα έχουν για την Ελλάδα οι ευρωπαϊκοί επενδυτικοί οίκοι;
Η παρούσα κυβέρνηση έχει επιδείξει ένα κρίσιμο ταλέντο τα τελευταία έτη, που δεν είναι άλλο από τη στιβαρή επικοινωνία με το εξωτερικό. Για να μην παρεξηγηθεί αυτό που λέω, είναι σαφές ότι έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες και τιτάνια άλματα στην ελληνική οικονομία, αλλά αυτό καλώς ή κακώς δεν επαρκεί σε μια αγορά που, λόγω μόνιμα αυξανόμενου «θορύβου» προκληθέντος από τα άπειρα πλέον μέσα πληροφόρησης, έχει γίνει επιρρεπής στο «συναίσθημα».
Σε επιτεύγματα ως χώρα που ελκύουν το ξένο κεφάλαιο έχουμε σήμερα μία σημαντική λίστα που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία. Πρωτίστως, παρουσιάζουμε αισθητά αυξημένη πολιτική σταθερότητα, μία κυβέρνηση εξωστρεφή προς στρατηγικούς εταίρους και νέες συνεργασίες, φιλική προς τους ξένους επενδυτές και, φυσικά, μία
πορεία του ελληνικού χρέους που καθησύχασε μέχρι και τους πιο σκεπτικούς. Καταβάλλεται, παράλληλα, αξιοσημείωτη νομοθετική προσπάθεια τόσο σε καίρια σημεία της οικονομίας (όπως για παράδειγμα η αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους, που θα είναι ωφέλιμη και για τις ελληνικές τράπεζες) όσο και γενική επένδυση στον εκμοντερνισμό της Ελλάδας με στόχο να καλύψει τα διαχρονικά της κενά συγκριτικά με τις πιο ανεπτυγμένες δυτικές οικονομίες.
Παραμένουμε μια χώρα, παρά το δραματικό brain drain της τελευταίας δεκαετίας, με αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό σε χαμηλά κόστη για τα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Το τελευταίο θεωρώ ότι θα είναι σημείο-κλειδί για το μέλλον της χώρας, που και οι οίκοι αξιολόγησης προσμετρούν στην αξιολόγηση της μελλοντικής μας πορείας.
Ο δημόσιος τομέας παραμένει σταθερά ένα βάρος που δεν έχει αντιμετωπιστεί, οι μισθοί θα πρέπει να επανεξεταστούν ανάλογα με το τι οικονομία θέλουμε να χτίσουμε μακροπρόθεσμα, ανειδίκευτοι-φτηνοί-δυνητικά βραχυπρόθεσμοι εργάτες ή ανθρώπινο κεφάλαιο που θα προσελκύσει και σημαντικής κλίμακας επενδύσεις (η προσπάθεια που καταβλήθηκε και αντικατοπτρίζεται στις ηχηρές αφίξεις του τελευταίου και του επόμενου έτους καλό θα ήταν να εντατικοποιηθούν με πιο οργανωμένο και στρατηγικό τροπο).
Κλείνοντας, το θετικό κλίμα των ξένων επενδυτών και των οίκων αξιολόγησης διαφαίνεται τόσο στα upgrades που απολαύσαμε και μας ενέταξαν ξανά στην επενδυτική βαθμίδα όσο και στην επιτυχία που είχαν οι τελευταίες εκδόσεις χρέους μας αλλά και τα επίπεδα foreign direct investment που έχουμε να επιδείξουμε για το 2023.