Οι ελληνικές τράπεζες είναι το αγαπημένο πεδίο συζήτησης της αγοράς. Οι «haters» του κλάδου στα χαμηλά των κεφαλαιοποιήσεων έβλεπαν νέες ανακεφαλαιοποιήσεις, νέες φουρνιές κόκκινων δανείων και χαμηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων. Τώρα που οι τράπεζες βελτίωσαν θεαματικά την απόδοση των κεφαλαίων τους η επιχειρηματολογία των απαισιόδοξων μετατοπίστηκε στη δυνατότητα επανάληψης των κερδών της γραμμής των εσόδων από τόκους.
Έσοδα από τόκους σε ένα τρίμηνο κοντά στα 2 δισ. ευρώ οι ελληνικές τράπεζες είχαν δει για τελευταία φορά το 2015 με χαρτοφυλάκιο δανείων περίπου 220 δισ. ευρώ. Φέτος πέτυχαν αυτήν την επίδοση με ανοικτά υπόλοιπα χορηγήσεων ύψους 153 δισ. ευρώ. Ο λόγος που τα έσοδα από τόκους αυξήθηκαν έχει να κάνει με την γρήγορη αύξηση των επιτοκίων του ευρώ και την πρόθεση της ΕΚΤ να περιορίσει τον πληθωρισμό σε όλο το φάσμα της κατανάλωσης μετά τις έντονες ανατιμητικές τάσεις, κυρίως στον κλάδο της ενέργειας. Η πιστωτική συρρίκνωση του α’ εξαμήνου σαφώς και βάζει ένα θέμα παραγωγής νέων δανείων, το οποίο ωστόσο έχει πολλούς αστερίσκους.
Η μείωση των υπολοίπων χορηγήσεων στο τέλος του α’ εξαμήνου του 2022 έχει να κάνει κυρίως με την μείωση των αναγκών σε κεφάλαια κίνησης σε βιομηχανικές εταιρείες και δη σε εταιρείες ενέργειας. Το κόστος βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων δεν είναι καθόλου αμελητέο και είναι λογικό αδρανείς πιστωτικές γραμμές να κλείνουν άμεσα αφού περιορίζουν τα κέρδη της τελικής γραμμής.
Ακόμα, στο α’ εξάμηνο του 2023 οι εγχώριες εταιρείες ήταν πολύ διστακτικές να επενδύσουν λόγω των αβεβαιοτήτων της προεκλογικής περιόδου. Έτσι, εκτός από τα επιχειρηματικά πλάνα που συνδέονται με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης οι νέες δανειοδοτήσεις στην Ελλάδα έμειναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Επιπλέον, οι τράπεζες στο β’ εξάμηνο του 2022 προετοιμάστηκαν για τα τεστ αντοχής της ΕΚΤ περιορίζοντας το ρίσκο των έντοκων στοιχείων του ενεργητικού τους προκειμένου να αποφύγουν κάποιο ανεπιθύμητο αποτέλεσμα την αξιολόγησή τους. Ο ορισμός των κριτηρίων και ο καθορισμός των ορίων φερεγγυότητας στα δύο σενάρια αντοχής έγινε μετά την έλευση του 2023 και είναι λογικό οι διοικήσεις να υιοθετήσουν μια πιο συντηρητική στάση μέχρι να κλείσει η διαδικασία.
Τέλος, το αξιόχρεο πολλών ελληνικών επιχειρήσεων παραμένει προβληματικό και καθώς οι ελληνικές τράπεζες εξέρχονται από μια περίοδο που το μισό βιβλίο χορηγήσεων του τραπεζικού συστήματος «κοκκίνισε» στα τέλη του 2015 είναι πιο σφιχτές στις πιστοδοτικές τους αποφάσεις. Προτίμησαν δε να αγοράσουν ομόλογα υψηλής απόδοσης ελέγχοντας την έξοδό τους με πιο ικανοποιητικό τρόπο, αξιοποιώντας έτσι μέρος της υπερβάλλουσας ρευστότητας που διέθεταν.
Επιμέρους μέχρι το α’ εξάμηνο του 2023 η Τράπεζα Πειραιώς εμφάνισε τη μεγαλύτερη καθαρή πιστωτική μείωση με 1,8 δισ. ευρώ εκ των οποίων ωστόσο τα 1,5 δισ. ευρώ αφορούν εποχικές χρηματοδοτήσεις προς τους αγρότες που λαμβάνουν χώρα στο τέλος του έτους. Η Eurobank είχε μείωση 700 εκατ. ευρώ, η Εθνική Τράπεζα μείωση 700 εκατ. ευρώ και η Alpha Bank είχε μείωση υπολοίπων 200 εκατ. ευρώ.
Στα αναθεωρημένα επιχειρηματικά πλάνα οι τράπεζες αναμένουν αύξηση της πιστωτικής επέκτασης κατά 20% - 25% τα επόμενα τρία χρόνια, ενώ για το υπόλοιπο της χρονιάς αναμένεται σημαντική ανάκαμψη του ρυθμού των καθαρών χρηματοδοτήσεων και να κινηθεί προς τα 5 δισ. ευρώ.
Με τη δυναμική της αύξησης των εσόδων από τόκους στο γ’ τρίμηνο θα δούμε την κορύφωση της οργανικής απόδοσης. Με αυτή την τάση οι τράπεζες θα εμφανίζουν συνολικά καθαρά κέρδη κοντά στα 900 εκατ. ευρώ ανά τρίμηνο. Μέχρι το τέλος του 2024 αναμένεται να εμφανίσουν περίπου 5 δισ. ευρώ καθαρά κέρδη, γεγονός που θα ενδυναμώσει κεφαλαιακά τους δείκτες φερεγγυότητας, ενώ θα έχουν αυξήσει τις χορηγήσεις τους «φρενάροντας» μια πιθανή φθορά από ενδεχόμενες μειώσεις επιτοκίων.
Παράλληλα σε αυτό το ενδεχόμενο το χαρτοφυλάκιο των ομολόγων τους θα ανατιμηθεί σημαντικά (το μέγεθος των χαρτοφυλακίων ομολόγων βρίσκεται μεταξύ 14 και 16 δισ. ευρώ ανά τράπεζα) ενώ το κόστος των ομολόγων MREL θα μειωθεί περιορίζοντας τα έξοδα από τόκους.
Όταν θα ξεκινήσει επομένως η μείωση των επιτοκίων η κανονικότητα στην κερδοφορία των τραπεζών θα είναι αισθητά διαφορετική αφού και κεφάλαια έχουν για να χρηματοδοτήσουν την αγορά (ο δείκτης μόχλευσης βρίσκεται στο 69%) και νέα «έκτακτα» μπορούν να αναπληρώσουν μέρος από το χαμένο έδαφος.
Παρόλα αυτά θα πρέπει να επισημανθεί ότι διαπιστώνεται μια γενικότερη αμηχανία στην αξιοποίηση της υπερβάλλουσας ρευστότητας. Αν και οι πρόσφατες εξαγορές μη οργανικών στοιχείων θα μπορούσαν συνδυαστικά να παράξουν θετικό αποτέλεσμα ή να μειώσουν κόστος κινούνται έξω από την βασική περίμετρο των τραπεζικών εργασιών ή μιας ανάπτυξης που θα λειτουργούσε αμιγώς συμπληρωματικά με το βασικό τραπεζικό αντικείμενο.
Ίσως οι τράπεζες να μην είναι ακόμα έτοιμες για μια κίνηση μεγαλύτερου βεληνεκούς. Ενδεχομένως να χρειαστεί να περιμένουμε λίγο ακόμα για τέτοιες κινήσεις, καθώς η παρουσία του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο να λειτουργεί ανασταλτικά στην ολοκλήρωση τέτοιων συναλλαγών που έχουν καθολική επίδραση στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση των τραπεζικών δραστηριοτήτων.