Πού οφείλεται το μπαράζ αναβαθμίσεων των τραπεζών - Τι αναφέρει για μεγέθη και προοπτικές
S&P

Πού οφείλεται το μπαράζ αναβαθμίσεων των τραπεζών - Τι αναφέρει για μεγέθη και προοπτικές

Υψηλή κερδοφορία, επέκταση στο εξωτερικό, νέα δάνεια, γρηγορότερη απόσβεση του αναβαλλόμενου φόρου και μερίσματα αποτελούν τους καταλύτες που οδήγησαν τον S&P στην αναβάθμιση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Συγκεκριμένα, ο οίκος αναβάθμισε:

  • την Εθνική Τράπεζα και την Eurobank στην επενδυτική βαθμίδα (BBB- με σταθερές προοπτικές από ΒΒ+),
  • την Τράπεζα Πειραιώς στη βαθμίδα BB+ με σταθερές προοπτικές από ΒΒ και
  • την Aegean Baltic Bank στη βαθμίδα BB με σταθερές προοπτικές από ΒΒ-

«Η άποψή μας για το θεσμικό πλαίσιο των ελληνικών τραπεζών είναι τώρα ευθυγραμμισμένη με αυτό των περισσότερων τραπεζών της Ευρωζώνης. Η σταδιακή οικονομική ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών έχει δώσει στην Εποπτική Αρχή μεγαλύτερο περιθώριο να ενεργεί προληπτικά και να αντιμετωπίζει τα εναπομείναντα θέματα από τη χρηματοπιστωτική κρίση», αναφέρει η S&P.

«Η άσκηση των ρυθμιστικών και εποπτικών καθηκόντων μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες, στις οποίες αντιστοιχεί το 95% του συνολικού ενεργητικού του συστήματος, στηρίζει επίσης την άποψή μας», προσθέτει.

Ο οίκος σημειώνει ότι η Τράπεζα της Ελλάδος βοήθησε στην εφαρμογή πρωτοβουλιών για την επιτάχυνση της εξυγίανσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μετά τη δεκαετή χρηματοπιστωτική κρίση. Η ρυθμιστική Αρχή στήριξε επίσης τις τράπεζες στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν τα μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) που είχαν από την περίοδο της κρίσης, μαζί με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

«Ειδικότερα, το πρόγραμμα «Ηρακλής» ήταν επιτυχημένο, παρέχοντας κρατικές εγγυήσεις για να βοηθήσει τις τράπεζες στην τιτλοποίηση και διάθεση των NPEs από τους ισολογισμούς τους. Αυτό οδήγησε σε σημαντική βελτίωση του πιστωτικού προφίλ των τραπεζών, με το ποσοστό των NPE του τραπεζικού συστήματος να βελτιώνεται στο 4,6% στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024 από 56,3% στο τέλος του 2016».

«Μετά την αποκατάσταση της ποιότητας ενεργητικού και της ικανότητας κερδοφορίας, πιστεύουμε ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει φθάσει σε ένα σημείο καμπής και τώρα θα επιζητά να χρησιμοποιεί κεφάλαια για να μεγεθύνει τον ισολογισμό του και να διατηρεί την κερδοφορία, περιορίζοντας παράλληλα τις εισροές νέων κόκκινων δανείων... Αναμένουμε ότι το ποσοστό NPE των εγχώριων συστημικά σημαντικών τραπεζών κυμαινόταν από 2,5% έως 4% στο τέλος του 2024.

Μελλοντικά, η μείωση των επιτοκίων και η συμπίεση του περιθωρίου θα πιέσει τις τράπεζες να έχουν νέους μοχλούς κερδών για την προστασία της κερδοφορίας τους. Σε αυτούς τους μοχλούς περιλαμβάνεται μία σημαντική αύξηση στον δανεισμό κατά 4%-5% ετησίως το 2025-2026, χάρη στη συνέχιση των μεγάλων κρατικών επενδύσεων και των κεφαλαίων του Next Generation EU καθώς και στην επέκταση των δυνατοτήτων για δημιουργία προμηθειών», σημειώνει ο S&P.

Για την Εθνική Τράπεζα ο οίκος περιμένει ότι ο δείκτης NPE θα μειωθεί περαιτέρω κάτω από 3,0% μέχρι το τέλος του 2026 από 3,3% στις 30 Σεπτεμβρίου 2024, με την κάλυψη να παραμένει υψηλή και κοντά στο 86% που πέτυχε η Εθνική στο τέλος Σεπτεμβρίου 2024. Κατά συνέπεια , προβλέπει ότι το κόστος του κινδύνου θα μειωθεί κοντά στις 50 μονάδες βάσης (bps) -55 bps έως τέλος έτους 2026 από 95 bps στις 31 Δεκεμβρίου 2023.

Ενώ αναμένει ότι το ROE (απόδοση ιδίων κεφαλαίων) θα μειωθεί σταδιακά από το 16,9% που προβλέπουμε για το 2024, θα παραμείνει σταθερό στο 14,3% περίπου το 2026.

Για την Eurobank οι αναλυτές επισημαίνουν πως η τράπεζα ανακοίνωσε ότι θα επιταχύνει την απόσβεση των DTC (αναβαλλόμενος φόρος). Αυτά αντιπροσώπευαν το 36% των κοινών μετοχικών κεφαλαίων Tier 1 (CET1) στα τέλη Σεπτεμβρίου 2024. Θα πρέπει να μειωθούν σε περίπου 20% έως το τέλος του 2027 και να εξαλειφθούν πλήρως έως το 2033.

Οι τρέχουσες αξιολογήσεις αντικατοπτρίζουν τη σταθερή θέση της Eurobank στην αγορά στην Ελλάδα, την Κύπρο και τη Βουλγαρία, καθώς και την υγιή κεφαλαιοποίηση και την ποιότητα του ενεργητικού της. Αυτό εξισορροπεί την πίεση στους κινδύνους κεφαλαιοποίησης και εκτέλεσης της Eurobank που περιβάλλουν τα σχέδια ανάπτυξης και τις πιθανές εξαγορές της.

«Οι σταθερές προοπτικές αντανακλούν την άποψή μας ότι η Eurobank θα διατηρήσει το πιστωτικό της προφίλ τους επόμενους 12-24 μήνες. Παρά τον αρνητικό κεφαλαιακό αντίκτυπο από την εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας, την αύξηση των ανταμοιβών των μετόχων και το πλήγμα κεφαλαίου από την πρόσθετη απόσβεση DTC, αναμένουμε ότι ο δείκτης RAC θα βελτιωθεί στο εύρος 7,2%-7,7% το 2025-2026» αναφέρει η S&P .

Για την Alpha Bank οι αναλυτές τονίζουν πως κερδίζει δυναμική, το απόθεμα NPEs (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) παραμένει ελαφρώς υψηλότερο από εκείνο των άλλων ελληνικών τραπεζών. Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο δείκτης NPE της Alpha Bank διαμορφώθηκε στο 4,6% και το κόστος κινδύνου στα 126 bps (συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων πωλήσεων και τιτλοποιήσεων), ενώ η κάλυψή της, στο 41,4%, ήταν επίσης χαμηλότερη από τις εγχώριες ομολόγους της. Οι ακόμη υψηλές πιστωτικές απομειώσεις επιβαρύνουν την κερδοφορία της τράπεζας, η οποία υποαποδίδει εκείνη των ομοτίμων. Το ROE της Alpha Bank, το οποίο υπολογίζουμε σε σχεδόν 10% στο τέλος του 2024, είναι σημαντικά κάτω από το μέσο όρο του 16,5% για τις υπόλοιπες τρεις συστημικές τράπεζες.

Οι αναλυτές περιμένουν ότι ο δείκτης NPE της Alpha Bank θα μειωθεί κοντά στο 3% και το κόστος κινδύνου θα μειωθεί κοντά στις 70 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος του 2026, έναντι 2,8% και 58 bps για τις υπόλοιπες τράπεζες. Ο δείκτης RAC της Alpha Bank θα πρέπει να ενισχυθεί, κυμαινόμενος γύρω στο 7,3%-7,7% μέχρι το τέλος του 2026, όχι πολύ μακριά από το κατώτερο όριο του εύρους 7%-10% για μια επαρκή κεφαλαιακή αξιολόγηση.

Τέλος, για την Πειραιώς οι αναλυτές επισημαίνουν πως ανακοίνωσε ότι θα επιταχύνει την απόσβεση των DTC, μειώνοντας το μερίδιό τους στο CET1 από 78% το 2023 σε 30% το 2027 και αποσβένοντας τους πλήρως έως το 2034.

Ο S&P περιμένει ότι ο δείκτης RAC της Τράπεζας Πειραιώς θα διατηρήσει την ανοδική του τροχιά, αλλά θα παραμείνει κάτω από το όριο του 7%, φτάνοντας το 6,4%-6,6% τους επόμενους 24 μήνες, έναντι 5,1% στο τέλος του 2023. Περιμένει ότι το ROE θα μειωθεί σταδιακά από το ανώτατο όριο του 2024, αλλά θα παραμείνει σταθερό στο 12,6% το 2026. Η αποδοτικότητα θα παραμείνει επίσης ισχυρή, στο 35,4%, ακόμη και αν αντιπροσωπεύει μια αποδυνάμωση από το ιστορικό χαμηλό του 29,5% τον Σεπτέμβριο του 2024.

Τέλος, ο δείκτης NPE της τράπεζας θα πέσει κάτω από το 3% μέχρι το τέλος του 2024, ανοίγοντας το δρόμο για καλύτερες προοπτικές κόστους-ασφάλειας στο μέλλον. Η κεφαλαιοποίηση της τράπεζας θα βελτιωθεί τους επόμενους 12 μήνες, αλλά θα συνεχίσει να περιορίζει τις αξιολογήσεις.