S&P: Οι επιπτώσεις στις ελληνικές τράπεζες από τα μέτρα της ΕΚΤ

S&P: Οι επιπτώσεις στις ελληνικές τράπεζες από τα μέτρα της ΕΚΤ

Μικρές και περιορισμένες επιπτώσεις θα έχουν οι ελληνικές τράπεζες αλλά και οι τράπεζες της Ευρωζώνης γενικότερα, σε περίπτωση που η ΕΚΤ αυξήσει το ποσοστό των άτοκων υποχρεωτικών καταθέσεών τους, σύμφωνα με ανάλυση του οίκου αξιολόγησης S&P. Η ανάλυση επιβεβαιώνει ουσιαστικά σχετικό ρεπορτάζ του Liberal.gr που δημοσιεύτηκε την περασμένη Πέμπτη.

Σύμφωνα με την ανάλυση του διεθνούς οίκου ο διπλασιασμός του ποσοστού των υποχρεωτικών καταθέσεων από 1% στο 2%, υπολογίζεται ότι θα μείωνε κατά 1% τα έσοδά τους και κατά 2% τα προ φόρων κέρδη τους. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι στην Αθήνα δεν συζητήθηκε το θέμα. Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξη στη γερμανική Handelsblatt,  ερωτήθηκε για την αυστηροποίηση των μέτρων και για τη συρρίκνωση του ενεργητικού του Ευρωσυστήματος. Ο ίδιος στην απάντησή του διερωτάται για ποιο λόγο θα έπρεπε να ληφθούν αυστηρότερα μέτρα, όταν η ΕΚΤ μειώνει ταχύτερα το ενεργητικό της μεταξύ των μεγάλων Κεντρικών Τραπεζών. Εμμέσως πλην σαφώς δηλώνει αντίθετος.

Ωστόσο μία αύξηση των υποχρεωτικών άτοκων καταθέσεων των τραπεζών στην ΕΚΤ, θα μείωνε την απόδοση των κεφαλαίων τους και τη διαθέσιμη ρευστότητά τους, αλλά η αυτή η μείωση θα ήταν περιορισμένη, εφόσον η αύξηση δεν είναι μεγάλη, όπως εκτιμά ο οίκος S&P. 

Σύμφωνα με τον οίκο, το γεγονός ότι τα επίπεδα ρευστότητας και κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών είναι σε υψηλά επίπεδα, θα απορροφούσε πιο εύκολα την επίπτωση μίας ανάλογης κίνησης από την ΕΚΤ.

Καθώς η ΕΚΤ επανεξετάζει τα διαθέσιμα εργαλεία που μπορεί να αξιοποιήσει στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται και το σενάριο αύξησης του συντελεστή υποχρεωτικών καταθέσεων των τραπεζών από το 1% σήμερα στο 2%. Το μέτρο των υποχρεωτικών καταθέσεων επιβάλλεται στο σύνολο των καταθέσεων, των ομολόγων και άλλων σχετικών στοιχείων παθητικού των τραπεζών.

Σε περίπτωση που η ΕΚΤ αυξήσει τον συντελεστή υποχρεωτικών διαθεσίμων στο 2%, λέει ο οίκος, τα καθαρά έσοδα των ελληνικών τραπεζών από τόκους θα μειώνονταν σε σχέση με το 2022 κατά μόλις 1% και τα προ φόρων κέρδη τους κατά 2%. Για τις τράπεζες της Ευρωζώνης συνολικά, ο αντίκτυπος θα ήταν μεγαλύτερος, με μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους κατά 2% και των προ φόρων κερδών κατά 3,3%.

Ακόμη, όμως, και αν ο συντελεστής αυξηθεί στο 4%, η επίπτωση για τις ελληνικές τράπεζες θα ήταν μία μείωση κατά 6% των κερδών τους, ενώ στην Ευρωζώνη η μείωση θα έφθανε στο 10%.

Περιορισμένη επίσης είναι η επίπτωση και στη ρευστότητα των τραπεζών, σύμφωνα με το διεθνή οίκο.  Αύξηση των υποχρεωτικών διαθεσίμων στο 2% θα μείωνε τον συντελεστή ρευστότητας LCR για τις ελληνικές τράπεζες στο 200% από 205%, συνεπώς θα παρέμενε πολύ υψηλά. Για το σύνολο των τραπεζών της Ευρωζώνης, ο δείκτης ρευστότητας θα υποχωρούσε στο 160% από 165%.

Επίσης, αύξηση των υποχρεωτικών διαθεσίμων από την ΕΚΤ σύμφωνα με την S&P θα μπορούσε να επηρεάσει το επενδυτικό κλίμα για τράπεζες της Ευρωζώνης, οι οποίες θα πρέπει το επόμενο διάστημα να εξοφλήσουν δάνεια TLTRO που είχαν πάρει από την ΕΚΤ με πολύ χαμηλά επιτόκια. Αυτό, σύμφωνα με τον οίκο αφορά κυρίως τις ιταλικές τράπεζες και σε μικρότερο βαθμό τις ελληνικές, αλλά θεωρεί ότι οι όποιες πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες τους θα είναι διαχειρίσιμες.

Τελικά, ο οίκος υπολογίζει ότι μία αύξηση των υποχρεωτικών διαθεσίμων στο 2% σε συνδυασμό με την υποχρέωση αποπληρωμής δανείων TLTRO, θα οδηγούσε σε μία μείωση των ελεύθερων διαθεσίμων τους (excess reserves) κατά περίπου 70% για τις ιταλικές τράπεζες και κατά 45% για τις ελληνικές τράπεζες. Ο αντίκτυπος στις τράπεζες των άλλων χωρών της Ευρωζώνης θα ήταν πιο περιορισμένος, με την πτώση των ελεύθερων διαθεσίμων τους να εκτιμάται στο 10%-20%.

Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πληροφορίες οι ελληνικές τράπεζες έχουν ήδη μειώσει σημαντικά τον δανεισμό τους και τον Ιούνιο μόνον, είχαν επιστρέψει περί τα 12 δισ. ευρώ δανεισμού τους και συνολικά 15 δισ. ευρώ στο πρόγραμμα TLTRO, που στην κορύφωσή του είχε δανείσει 50 δισ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες. Οι τράπεζες έχουν δυνατότητα να κλείσουν εντελώς το δανεισμό τους μέχρι το Σεπτέμβριο 2024 και φυσικά μπορούν να δανεισθούν με άλλους τρόπους από την ΕΚΤ, οι οποία έχει κι άλλα προγράμματα.