Σήμερα το βράδυ κατά τις 21:00 δική μας ώρα, θα μάθουμε από τον διοικητή της Fed Τζέι Πάουελ την απόφασή της αρμόδιας επιτροπής της τράπεζάς του για το ύψος των επιτοκίων αναφοράς. Οτιδήποτε άλλο από μία αύξηση κατά 0,25% θα αποτελέσει τεράστια έκπληξη, τουλάχιστον σύμφωνα με αυτά που γνωρίζουμε αυτή την στιγμή.
Αύριο το απόγευμα στις 15:15 θα μάθουμε την αντίστοιχη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την πρόεδρό της Κριστίν Λαγκάρντ.
Εδώ τα πράγματα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρα, καθώς φαίνεται πως μέσα στην αρμόδια επιτροπή δεν υπάρχει ακόμα ομοφωνία για το αν τα επιτόκια αναφοράς θα πρέπει να αυξηθούν κατά 0,25% ή κατά 0,50%. Σίγουρα πάντως θα δούμε και εδώ μία νέα άνοδο των επιτοκίων.
Το γιατί θα αυξηθούν τα επιτόκια για μία ακόμα φορά είναι γνωστό σε όλους μας: οι αξιωματούχοι των κεντρικών τραπεζών θεωρούν πως το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται αυτή την στιγμή ο πληθωρισμός δεν τους αφήνει κανένα περιθώριο χαλάρωσης της πολιτικής που ακολουθούν από τις αρχές του 2022 μέχρι τώρα.
Θεωρητικά έχουν δίκιο, αφού το βασικό μέγεθος που τους απασχολεί, δηλαδή ο δομικός πληθωρισμός εμφανίζεται πολύ πιο ανθεκτικός από τον ονομαστικό πληθωρισμό και παραμένει και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού πάνω από το 5%, με το ανώτατο «επιτρεπόμενο» όριο για τις κεντρικές τράπεζες να βρίσκεται στο 2% (ο δομικός πληθωρισμός υπολογίζεται χωρίς την συμμετοχή των μεταβολών στις τιμές των καυσίμων και των τροφίμων).
Εκτός από αυτό το πρόβλημα, οι υπεύθυνοι για την χάραξη της νομισματικής πολιτικής προβληματίζονται και από τις ανοδικές τάσεις που εμφανίζει το κόστος εργασίας, καθώς φοβούνται για τις πιθανές παρενέργειες από μία υπερθέρμανση της αγοράς εργασίας.
Σε αντίθεση με ό,τι έκαναν μέχρι το τέλος του 2021, οι υπεύθυνοι των κεντρικών τραπεζών δείχνουν διατεθειμένοι να επιμείνουν στην περιοριστική πολιτική που επιτάσσει η μάχη κατά του πληθωρισμού και να αποδεχθούν ένα σημαντικό πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα και στην αγορά εργασίας.
Ενώ τότε επέμεναν στην πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική παρά τα εμφανή σημάδια ανόδου του πληθωρισμού, υποθέτοντας πως ο πληθωρισμός θα είχε παροδικό χαρακτήρα, τώρα επιμένουν στην περιοριστική πολιτική υποθέτοντας πως η πιθανή ύφεση θα έχει παροδικό χαρακτήρα όταν και εφόσον έρθει.
Τα πράγματα όμως δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα για τις αγορές, όσο φαίνεται να είναι για τις κεντρικές τράπεζες. Εδώ και καιρό, οι αγορές ομολόγων προβλέπουν πως η πολιτική αυξήσεων των επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος της. Αυτή την εκτίμηση την βασίζουν στην πεποίθησή τους πως τα σημάδια επιβράδυνσης του πληθωρισμού και αδυνατίσματος της οικονομίας θα ήταν αρκετά για να πείσουν τον Πάουελ, την Λαγκάρντ και τους υπόλοιπους κεντρικούς τραπεζίτες πως έχει έρθει η ώρα να πατήσουν φρένο.
Αυτή η άποψη κέρδισε πολύ περισσότερο έδαφος μετά την εκδήλωση της τραπεζικής κρίσης στα μέσα Μαρτίου αλλά και πάλι, οι κεντρικοί τραπεζίτες δείχνουν σχεδόν απτόητοι. Αυτή η σύγκρουση απόψεων μεταξύ μεγάλου μέρους των επενδυτών και των κεντρικών τραπεζών κάνει τις επικείμενες αποφάσεις της Fed και της ΕΚΤ πολύ σημαντικές για την περαιτέρω πορεία των αγορών μετοχών, ομολόγων και εμπορευμάτων.
Οι επενδυτές θα περιμένουν με πολύ ενδιαφέρον να διαβάσουν τα επίσημα ανακοινωθέντα και κυρίως θα περιμένουν να ακούσουν τις απαντήσεις των δύο διοικητών στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων Τύπου που θα ακολουθήσουν τις επίσημες ανακοινώσεις.
Η άποψή μας είναι πως όσο πιο ελαστικοί ακουστούν ο Πάουελ και η Λαγκάρντ τόσο πιο ομαλή θα είναι η αντίδραση των επενδυτών. Οι αγορές θέλουν να ακούσουν από τα χείλια των κεντρικών τραπεζιτών πως οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν φθάσει στο τέλος τους.
Αυτό δεν θέλουν να το ακούσουν μόνο από συνήθεια, καθώς ξέρουμε πως πάντα προτιμούν τα χαμηλότερα επιτόκια και το φθηνό χρήμα, αλλά και γιατί φοβούνται για τις παρενέργειες των ανοδικών επιτοκίων. Για πολλούς από αυτούς, τα μεγάλα προβλήματα των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ μας δείχνουν καθαρά πως η οικονομία έχει αρχίσει να νοιώθει τις συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων παρά το γεγονός πως ο πληθωρισμός ακόμα δεν το δείχνει καθαρά.
Φοβούνται πως η επιμονή των αρχών σε περαιτέρω αυξήσεις θα προκαλέσει ακόμα πιο σοβαρά προβλήματα στον τραπεζικό τομέα και θα αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο για απότομη προσγείωση της οικονομίας. Κάτι παρόμοιο είχε υποστηρίξει προ εβδομάδων ο πρώην πρόεδρος της Dallas Fed Ρόμπερτ Κάπλαν, στις απόψεις του οποίου είχαμε αναφερθεί πρόσφατα (Επιστρέφει το «φάντασμα» της τραπεζικής κρίσης; | Liberal.gr).
Θυμίζουμε πως ο Κάπλαν εκτιμά πως η αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25% στις 22 Μαρτίου, όπως και η αναμενόμενη για σήμερα θα αποδειχθούν λανθασμένες. Τα οικονομικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες στις ΗΠΑ ενίσχυσαν την άποψη του Κάπλαν καθώς έδειξαν ένα γενικό αδυνάτισμα της οικονομίας, και ευθύνονται μέχρις ενός σημείου για την κακή πορεία των αμερικανικών χρηματιστηρίων (η μεγάλη πτώση των μετοχών των περιφερειακών τραπεζών και των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών έπαιξε και αυτή σημαντικό ρόλο).
Από την μεριά της Ευρώπης, ο φόβος είναι πως τυχόν αύξηση των επιτοκίων κατά 0,50% θα επιτείνει την επιβράδυνση στην εκταμίευση νέων δανείων. Η επιβράδυνση που ήδη εμφανίζεται αποδίδεται στην αύξηση του κόστους των δανείων για τους δανειολήπτες και στην πολύ αυστηρή πολιτική δανειοδότησης που εφαρμόζουν οι τράπεζες.
Κάτι άλλο που επισημαίνουν παρατηρητές της αγοράς είναι πως τον επόμενο μήνα θα πρέπει να αρχίσει η αποπληρωμή δανείων πολύ χαμηλού επιτοκίου που είχε χορηγήσει η ΕΚΤ την περίοδο της πανδημίας. Όσο πιο ψηλά είναι τα επιτόκια τόσο περισσότερο θα δυσκολευθούν οι τράπεζες στην αποπληρωμή τους.
Αρθρογράφοι του Reuters υποστήριζαν χθες πως η ΕΚΤ θα πρέπει να προχωρήσει σε μία συγκρατημένη αύξηση κατά 0,25% βασιζόμενη στα στοιχεία που δείχνουν εξασθένηση της πιστωτικής επέκτασης. Και στην Ευρωζώνη, ο φόβος είναι πως η επιμονή στην περιοριστική νομισματική πολιτική τελικά θα βλάψει την οικονομία της.
Δεν ξέρουμε αν η χθεσινή έκπληξη από την κεντρική τράπεζα της Αυστραλίας, η οποία αύξησε τα επιτόκια αναφοράς κατά 0,25% αιφνιδιάζοντας τους περισσότερους αναλυτές, θα αποτελέσει προάγγελο αντίστοιχης αυστηρής στάσης από την Fed και την ΕΚΤ. Θεωρητικά έχουν δίκιο επιμένοντας στο περαιτέρω σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής.
Ο δομικός πληθωρισμός είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερος του ανεκτού, ενώ η αγορά εργασίας (κυρίως στις ΗΠΑ) δείχνει ακόμα πολύ δυνατή. Διαβάζοντας ένα χθεσινό άρθρο του Reuters σχετικά με την εξαιρετικά μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζουν στην πολιτεία της Μιννεσότα όσες επιχειρήσεις χρειάζονται νέους εργαζομένους, αντιλαμβανόμαστε τους φόβους της Fed.
Σε αυτό το άρθρο είδαμε τον επικεφαλής του αμερικανικού παραρτήματος της ιαπωνικής εταιρείας κλιματιστικών Daikin να λέει ξεκάθαρα πως η επιχείρησή του θα προσλάβει αμέσως όσο περισσότερους νέους εργαζόμενους μπορεί. Ο ίδιος πρόσθεσε πως βλέπει καμία ένδειξη παύσης στην συνεχή αύξηση του μισθολογικού κόστους. Είναι σίγουρο πως τέτοιες αναφορές αυξάνουν την ανησυχία του διοικητή Πάουελ και των συνεργατών του και ίσως να αυξάνουν τις πιθανότητες για τήρηση σκληρής στάσης.
Οι αγορές από την μεριά τους ελπίζουν πως οι δύο μεγάλες κεντρικές τράπεζες δεν θα λάβουν υπόψη τους μόνο τον υψηλό δομικό πληθωρισμό και την σφιχτή αγορά εργασίας (κυρίως στις ΗΠΑ). Ελπίζουν πως θα συνυπολογίσουν τους τριγμούς που ακούγονται από τον τραπεζικό τομέα και αυτό που πάντα λένε, πως δηλαδή τα αποτελέσματα του σφιξίματος της νομισματικής πολιτικής δεν φαίνονται ποτέ αμέσως.
Από τις αποφάσεις τους είναι πιθανόν να κριθεί σε σημαντικό βαθμό και η πορεία των αγορών από εδώ και πέρα. Μιλώντας για πορεία δεν αναφερόμαστε στην άμεση αντίδραση των αγορών αλλά στην επίδραση αυτών των αποφάσεων στην οικονομία των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Αν οι ειδικοί όπως ο Ρόμπερτ Κάπλαν έχουν δίκιο, δεν θα αργήσουμε να πληρώσουμε ακριβά μία επιθετική στάση των δύο αυτών κεντρικών τραπεζών σήμερα και αύριο.