Τα τρία ατού των τραπεζών στις μειώσεις των επιτοκίων

Τα τρία ατού των τραπεζών στις μειώσεις των επιτοκίων

Την εκτίμηση ότι τα καθαρά κέρδη των ελληνικών τραπεζών θα υπερβούν φέτος τα 4 δισ. ευρώ, κάνει η αγορά, η οποία, με βάση αυτό, προβλέπει να επιστρέψουν στους επενδυτές τους, με μερίσματα σε μετρητά και αγορές ιδίων μετοχών, συνολικό ποσό κοντά στο 1,5 δισ. ευρώ!

Στην πραγματικότητα, αυτά τα νούμερα μπορεί να αποδειχθούν και συντηρητικά, με βάση το εννεάμηνο που παρουσίασαν οι 4 μεγάλες ελληνικές τράπεζες, οι οποίες έχουν επίσης προβλέψει ότι θα διανείμουν στους μετόχους κεφάλαια, που θα κυμανθούν στο 35%-50% των καθαρών κερδών τους.

Ωστόσο, επικρατεί αμφιβολία για τη βραχυχρόνια αύξηση ή διατήρηση αυτού του επιπέδου κερδών και ειδικά στο μεταβατικό διάστημα του 2025. Το 2025, αναμένεται να κλιμακώσει και να κορυφώσει τις κινήσεις μείωσης επιτοκίων η ΕΚΤ, οδηγώντας το επιτόκιο παρέμβασης στο 2%. Κάποιοι το βλέπουν έως το τέλος του 2025, κάποιοι άλλοι όμως εκτιμούν ότι μπορεί να μειωθούν μέχρι το Σεπτέμβριο του 2025.

Η μείωση των επιτοκίων επιτρέπει στις οικονομίες της Ευρωζώνης να αναπτυχθούν και ειδικά στην ελληνική, που επιτυγχάνει ανάπτυξη και σε περιβάλλον που η γερμανική και γαλλική οικονομία υποφέρουν από στασιμότητα, θα έχει επιπλέον δυναμική. Ωστόσο, αυτή η ώθηση, που μεταφράζεται σε φθηνά δάνεια και άρα σε πιστωτική επέκταση για τις τράπεζες, θα περάσει σταδιακά στις οικονομίες. Οι ουσιαστικές επιπτώσεις από τα φθηνότερα δάνεια θα αρχίσουν να γίνονται αισθητές στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, ενώ οι αναλυτές, ειδικά των αμερικανικών οίκων, προβλέπουν ότι στο μεταξύ οι τράπεζες θα μετρούν απώλειες εσόδων από μικρότερους τόκους. 

Έτσι, βλέπουμε να χαμηλώνουν τις εκτιμήσεις τους για κέρδη, με αφορμή την πεποίθησή τους ότι τα έσοδα από τόκους, που είναι ο βασικότερος τροφοδότης κερδοφορίας, έχουν κορυφώσει. Γιατί τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν πολύ καλύτερα από ό,τι αναμένουν;

Πώς οι τράπεζες θα φέρουν μεγάλα έσοδα το 2025

Πρώτον, γιατί τα επιτόκια δεν μειώνονται μόνον από την πλευρά των δανείων, αλλά και από την πλευρά των καταθέσεων. Ήδη, αυτό είναι ορατό στις ελληνικές τράπεζες, ακόμα και σε αυτές που έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο καταθέσεων προθεσμίας, όπως η Eurobank και Alpha Bank. Τα μερίδια καταθέσεων προθεσμίας, σε σχέση με τις φθηνότερες καταθέσεις Ταμιευτηρίου δεν αυξάνονται, αλλά μένουν στάσιμα ή μειώνονται.

Η αιτία είναι ότι κανένας κεφαλαιούχος ή επιχείρηση δεν δεσμεύει το 100% των καταθέσεων σε προθεσμιακές καταθέσεις, ενώ οι καταθέσεις που παρέμειναν σε φθηνότερα επιτόκια, δεν πρόκειται να μετακινηθούν τώρα που ξεκίνησε η αντίστροφη κίνηση. Η άλλη αιτία είναι ότι οι κεφαλαιούχοι και οι επιχειρήσεις αναζητούν αποδόσεις σε έντοκα γραμμάτια και ομόλογα, μερίδια Αμοιβαίων όπως δείχνει και η αύξηση του ενεργητικού των Αμοιβαίων. Αυτά φέρνουν καλύτερες αποδόσεις, αλλά αφήνουν και έσοδο στις τράπεζες από τη διαχείριση των κεφαλαίων, αντί να επιβαρύνουν με κόστος. 

Δεύτερον, αυτός είναι και ένας βασικός λόγος, για την αύξηση των εσόδων από προμήθειες. Οι αποδόσεις των κεφαλαίων υπό διαχείριση, αντί να επιβαρύνουν, όπως οι τόκοι που πληρώνουν οι τράπεζες, φέρνει έσοδα και κέρδη.

Τα έσοδα από τόκους και το «αγκάθι»

Οι τράπεζες, βέβαια, εξετάζουν συνολικά την παράμετρο των εσόδων από αμοιβές και προμήθειες. Είναι ακανθώδες ζήτημα γιατί τα έσοδα αυτά μπορούν να είναι μεγαλύτερα από πιθανές απώλειες εσόδων από τόκους, αλλά αν οι τράπεζες το κάνουν, θα προκαλέσουν δυσαρέσκειες. Έτσι κινούνται συντηρητικά, έχοντας παρουσιάσει πακέτα προμηθειών για συνήθεις τραπεζικές εργασίες κι εκμεταλλεύονται περισσότερο το όφελος από την άνοδο των ομολόγων και των μετοχών.

Στο εννεάμηνο, φέτος, οι τράπεζες είχαν αυξημένα έσοδα από αμοιβές και προμήθειες που προσέγγισαν τα 1,55 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι προσέθεσαν, στο τρίτο τρίμηνο, έσοδα 600 εκατ. ευρώ από την πηγή αυτή, αφού στο εξάμηνο, τα έσοδα αυτά ήταν 923,5 εκατ. ευρώ. Συνεπώς, στο τέλος του έτους, οι τράπεζες εκτιμάται ότι μπορεί να έχουν συνολικά έσοδα έτους από αμοιβές και προμήθειες πέριξ των 2 δισ. ευρώ, όσα δηλαδή είχαν οι ιρλανδικές τράπεζες στο πρώτο εξάμηνο. 

Αντίστοιχα, τα καθαρά έσοδα, από τόκους των 4 τραπεζών, έφθασαν στο εννεάμηνο τα 6,45 δισ. ευρώ, έναντι 4,2 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο φέτος. Αυξήθηκαν δηλαδή κατά 53%. Με το ρυθμό που κινούνται δεν θα ήταν παράλογο να αναμένονται έσοδα από τόκους κοντά στα 8,8 δισ. ευρώ ή και παραπάνω.

Βεβαίως, το νούμερο αυτό, σε ετήσιο επίπεδο, θα μπορούσε να επαναληφθεί, αν οι τράπεζες είχαν σημαντική πιστωτική επέκταση, δίνοντας νέα δάνεια. Μέχρι στιγμής, οι καταναλωτές και πελάτες λιανικής έχουν αρχίσει και κινούνται στα καταναλωτικά δάνεια, ενώ τα στεγαστικά είναι χαμηλά. Η τραπεζική αγορά αυξάνεται κυρίως με τα επιχειρηματικά δάνεια.

Ωστόσο, αν εξαιρεθούν οι εξοφλήσεις παλαιών δανείων, οι τράπεζες προχωρούν σε σημαντικές νέες εκταμιεύσεις. Αυτό έχει επηρεάσει την καθαρή πιστωτική επέκταση και το συνολικό υπόλοιπο των δανείων, αλλά έχει φέρει την επίπτωση στην καθαρή πιστωτική επέκταση, νωρίτερα του αναμενόμενου στις ελληνικές τράπεζες. Σε συνδυασμό με την προσπάθεια για επιχειρηματικά δάνεια, ώστε να γίνουν επενδύσεις, που θα ενταθεί, για να μη χαθούν προθεσμίες, οι ελληνικές τράπεζες εκτιμούν ότι μπορούν να δώσουν, του χρόνου, νέα δάνεια, άνω των 10 δισ. ευρώ. 

Ταυτόχρονα, έρχονται νωρίς, εντός του 2025, τρία μεγάλα κοινωνικά προγράμματα, κυρίως στεγαστικής πίστης, αλλά και καταναλωτικής φύσεως. Το πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» και τα δύο προγράμματα «Ανακαινίζω- Αναβαθμίζω» και «Ανακαινίζω-Νοικιάζω», υπό την αιγίδα του υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας. Οπότε, θα δοθεί ώθηση και στη λιανική τραπεζική. 

Σε συνδυασμό με τα αναμενόμενα φθηνότερα επιτόκια της ΕΚΤ, μετά το πρώτο εξάμηνο, η μείωση των εσόδων από τα περιθώρια επιτοκίου θα αρχίσει να καλύπτεται από αυξημένα έσοδα τόκων.

Τρίτον, οι τράπεζες μπορούν να καλύψουν απώλειες από τη μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ, από τις αντισταθμίσεις που έχουν φροντίσει να κάνουν, ασφαλίζοντας τις αποδόσεις τους στα επιτόκια. 

Τέλος, στο συν των τραπεζών είναι η μεγάλη ρευστότητα που διαθέτουν και δεν έχουν αξιοποιήσει. Με τα δάνεια να είναι περίπου το 60% των καταθέσεων, οι ελληνικές τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να πάρουν αποδόσεις από κοινοπρακτικά δάνεια στο εξωτερικό ή από επενδύσεις, σε ελληνικά και ξένα ομόλογα, ενισχύοντας έτσι τα έσοδά τους.