«Ταύρος» η JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες: Γιατί θα αυξηθούν έσοδα, κέρδη και μερίσματα

«Ταύρος» η JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες: Γιατί θα αυξηθούν έσοδα, κέρδη και μερίσματα

Οι τράπεζες θα εξακολουθήσουν να έχουν αυξημένα έσοδα και θα βγάλουν καλά κέρδη και τα επόμενα χρόνια. Αυτό είναι το βασικό μήνυμα από το roadshow της JP Morgan. Το μήνυμα αναλύεται σε πέντε θετικά συμπεράσματα που έβγαλε για τις ελληνικές τράπεζες η JP Morgan για την μελλοντική πορεία τους μέχρι το 2025 και εξακολουθεί να συστήνει αυξημένες θέσεις για το σύνολο του κλάδου, αναμένοντας ότι τα κέρδη μπορεί να οδηγήσουν σταδιακά σε μερίσματα 40%-50% επί των κερδών.

Εκτιμά, ότι τα έσοδα θα συνεχίσουν να αυξάνονται ακόμα και με μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ. Προβλέπει ειδικότερα, ότι τα σταδιακά αυξημένα μερίσματα για τους μετόχους μπορεί να φθάσουν και το 40%-50%, ξεκινώντας τώρα από 10% των κερδών για την Πειραιώς και πάνω από 25% για ΕΤΕ και Eurobank.

Το πλέον ενδιαφέρον συμπέρασμα είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να αυξάνουν τα έσοδά τους, παρά τη μείωση των επιτοκίων. Αυτό συμβαίνει καθώς οι τράπεζες μπορούν να αυξήσουν τα δάνεια που θα δώσουν, ενώ θα αυξηθούν τα έσοδα από άλλες πηγές, τραπεζοασφαλιστικά, προμήθειες, αμοιβές και θα μειωθούν τα κόστη τους.

Όπως διαπιστώνει ο οίκος τα δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια αποτελούν το 93% των δανείων στην Ελλάδα κι έτσι το ακριβό euribor πέρασε στα επιτόκια που αυξήθηκαν. Όμως το περιθώριο στα επιτόκια δεν ταυτίζεται με τα έσοδα, πράγμα που εντοπίζεται όταν αναφέρεται ότι τα μεν «περιθώρια των επιτοκίων NIM κορύφωσαν, αλλά δομικοί παράγοντες υποστηρίζουν μία αισιόδοξη προοπτική για τα καθαρά έσοδα από τόκους NII».

Έτσι ο οίκος βλέπει αύξηση καθαρών εσόδων NII 2,5% το 2025, όσο και στην Ιρλανδία και πάνω από τη μέση αύξηση 1,4% στην ΕΕ ή την Ιταλία όπου προβλέπει αύξηση 1,7%. Μέχρι το τρίτο τρίμηνο φέτος η αύξηση καθαρών εσόδων από τόκους έφθανε το 2,7% για τις ελληνικές τράπεζες.

Η JP Morgan προβλέπει συνολικά αύξηση των εσόδων κατά 3,2% το 2025, όσο και στην Ισπανία πάνω από τη μέση αύξηση 2,3% στην ΕΕ, περαιτέρω μείωση του κόστους 1,1% που θα στηρίξει τα κέρδη των τραπεζών, αύξηση αμοιβών και προμηθειών 0,6% από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, αλλά αρκετή για να τονώσει τα κέρδη και τελικά:

  • Αύξηση των προ φόρων κερδών κατά 1,7% το 2025 έναντι 1,6% στο τρίτο τρίμηνο του 2023
  • Διψήφια κερδοφορία με απόδοση κεφαλαίων RoE 12,7% το 2025 έναντι 9,5% μέσης απόδοσης στην ΕΕ. Αυτό θα επιτευχθεί, σύμφωνα με την JP Morgan, με μικρότερη μόχλευση απ' ό,τι φέτος δηλαδή με συντελεστή 10,4 έναντι μέσου συντελεστή δανεισμού κεφαλαίων (μόχλευσης) 20,5 στην ΕΕ. (σ.σ. Αυτό προκύπτει διότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεγάλο ανεκμετάλλευτο ποσοστό καταθέσεων και δεν είναι υπερδανεισμένες, ενώ πέραν της ασφάλειας που δημιουργεί, εξηγεί γιατί θα έχουν μικρότερο κόστος χρήματος άρα και καλύτερα περιθώρια κέρδους).

Όπως αναφέρει η JP Morgan οι οικονομικοί δείκτες αποκαλύπτουν σχετικά ανοδική προοπτική για το 2024, ιδιαίτερα σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ενώ οι τράπεζες βλέπουν ότι βρίσκονται σε καλή θέση για να υπερασπιστούν την απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROTE) παρά τις προοπτικές για χαμηλότερα επιτόκια, με αναμενόμενη ανάκαμψη στην αύξηση των δανείων, ισχυρή δημιουργία προμηθειών και χωρίς ενδείξεις υποβάθμισης της ποιότητας του ενεργητικού.

Ο οίκος επιβεβαιώνει επίσης σε όλα τα επίπεδα τις πληροφορίες που μετέδωσε την περασμένη εβδομάδα για το roadshow το Liberal.gr, καθώς αναφέρεται η εκτίμηση για επιχειρηματικά δάνεια 5 δισ. ευρώ συνδεόμενα με το RRF και περίπου 5% αύξηση της πιστωτικής επέκτασης φέτος. Επίσης επιβεβαιώνονται πλήρως και τα ισχυρά σημεία του ελληνικού τραπεζικού κλάδου που θα κάνουν τη διαφορά στο επόμενο διάστημα, με περισσότερα δάνεια που θα καλύψουν την όποια μείωση στο περιθώριο των επιτοκίων, έσοδα από προμήθειες, μείωση του κόστους κλπ.

Τα 5 συμπεράσματα της JP Morgan για τις τράπεζες, από το roadshow που οργάνωσε

Τα 5 βασικά συμπεράσματα του οίκου είναι:

1) Ανάκαμψη της αύξησης των δανείων: Μετά από μια δύσκολη χρονιά για την αύξηση των χορηγήσεων - με αιτία τα υψηλότερα επιτόκια και τις αποπληρωμές μεγάλων εταιρικών δανείων, μια ανάκαμψη βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη, με το 4ο τρίμηνο του 2023 να δείχνει πολλά υποσχόμενο. Οι τράπεζες προβλέπουν ετήσια αύξηση 4%-6% στα εξυπηρετούμενα δάνεια για τα επόμενα χρόνια, λόγω των εταιρικών επενδύσεων και της χρηματοδότησης που υποστηρίζεται από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), η οποία είναι σε γενικές γραμμές σύμφωνη με τις προηγούμενες εκτιμήσεις.

Η χρηματοδότηση που σχετίζεται με το RRF αναμένεται να φτάσει τα 5 δισ. ευρώ το 2024, ή περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ, που θα διατεθεί κυρίως σε έργα φιλοξενίας, πράσινης μετάβασης και ανάπτυξης υποδομών.

Οι Αμερικανοί επενδυτές εστίασαν πολύ στην αδύναμη αγορά στεγαστικών δανείων, με ετήσιες εκταμιεύσεις 1-1,2 δισ. ευρώ, που εξακολουθούν να βρίσκονται μόλις στο 10% των επιπέδων πριν από την κρίση. Οι προσπάθειες των τραπεζών να εξορθολογίσουν τις διαδικασίες, σε συνδυασμό με κυβερνητικές πρωτοβουλίες όπως το ψηφιοποιημένο κτηματολόγιο και τα προγράμματα επιδότησης στεγαστικών δανείων, αναμένεται να ενισχύσουν τον δανεισμό από το 2025.

2) Οι πιέσεις στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) από τα επιτόκια στις προθεσμιακές αναμένεται να είναι μέτριες: Οι προοπτικές για τα καθαρά έσοδα από τόκους NII των ελληνικών τραπεζών ήταν στο επίκεντρο των επενδυτών, καθώς ο κύκλος ανάπτυξης λόγω επιτοκιακού περιθωρίου (NIM) πλησιάζει στα τελικά του στάδια και οι ίδιοι παράγοντες που οδήγησαν στην απότομη άνοδο των NII (αύξηση 51% σε ετήσια βάση το 9μηνο του 2023) μπορεί να τα φέρει ξανά υπό πίεση, όταν ο κύκλος των επιτοκίων αλλάξει.

Το μήνυμα από τις τράπεζες είναι ότι οι επιπτώσεις θα είναι σχετικά μέτριες, κυρίως λόγω των προσπαθειών για μείωση της «ευαισθησίας», καλύτερη από την αναμενόμενη αύξηση των δανείων και ευνοϊκές τάσεις καταθέσεων. Οι τράπεζες επενδύουν σε προϊόντα σταθερού επιτοκίου και επανεπενδύουν περιουσιακά στοιχεία που λήγουν με υψηλότερα επιτόκια. Η Alpha έχει περίπου 5 δισ. ευρώ χρεογράφων που λήγουν έως το 2026, που θα επανεπενδύονταν με premium 1-2% pt σε σχέση με τις τρέχουσες αποδόσεις.

3) Η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και το bancassurance προσφέρουν σημαντική ευκαιρία στην αγορά: Οι ελληνικές τράπεζες είναι αισιόδοξες για την αύξηση των εσόδων από προμήθειες και ιδιαίτερη έμφαση στο φόρουμ δόθηκε στην αυξανόμενη διείσδυση στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και το bancassurance. Τα υπό διαχείριση ελληνικά περιουσιακά στοιχεία ανθούν με αξιοσημείωτη ετήσια αύξηση 10% τα τελευταία τρία χρόνια, ξεπερνώντας μεγάλο μέρος της Ευρώπης.

Πάντως το μέγεθος της αγοράς της Ελλάδας παραμένει μέτριο, μικρότερο από αντίστοιχες αγορές όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, για λόγους που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Τώρα η ανάπτυξη οδηγείται από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση και τη βελτίωση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τις τεχνολογικές εξελίξεις που διευρύνουν την προσβασιμότητα των προϊόντων και τις υποστηρικτικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Στον ασφαλιστικό τομέα, ένα παράδειγμα είναι η εισαγωγή της υποχρεωτικής ασφάλισης περιουσίας για ορισμένες επιχειρήσεις καθώς και οι φορολογικές εκπτώσεις για τα νοικοκυριά.

Η Alpha σημείωσε ότι παρά το υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας κατοικίας, 75%, μόνο το 15% των ελληνικών κατοικιών ήταν ασφαλισμένο, από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, αποκαλύπτοντας τις μακροπρόθεσμες δυνατότητες κάλυψης της αγοράς. Η Alpha τόνισε επίσης ότι πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη από τις τράπεζες για να αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία, ενώ η τράπεζα πρόκειται επίσης να επωφεληθεί από την τεχνογνωσία της UniCredit.

4) Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ανθεκτική: Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ισχυρή παρά τα υψηλότερα επιτόκια, υποστηριζόμενη από την ισχυρή μακροοικονομική δυναμική, τη χαμηλή εταιρική και οικιακή μόχλευση, καθώς και τα πλαφόν επιτοκίου που προσφέρονται σε ευάλωτα νοικοκυριά. Στο εταιρικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο περιλαμβάνει τα δύο τρίτα των συνολικών δανείων, οι τράπεζες ήθελαν να τονισθεί, ότι η κερδοφορία του εταιρικού τομέα βρίσκεται σε υψηλά πολλών ετών.

Από την πλευρά των στεγαστικών δανείων, η αύξηση της απασχόλησης και οι υψηλότεροι πραγματικοί μισθοί βελτιώνουν την οικονομική δυνατότητα των νοικοκυριών, ενώ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα στεγαστικά δάνεια είναι παλιά που έχουν επιβιώσει από την περίοδο της κρίσης και είναι διαρθρωτικά λιγότερο ευαίσθητα στις μεταβολές των επιτοκίων.

Οι θύλακες κινδύνου περιλαμβάνουν δάνεια μικρών επιχειρήσεων και στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου που εκταμιεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά την περίοδο 2018-2020, τα οποία, σύμφωνα με την ΕΤΕ, ανέρχονται στο 8% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων της τράπεζας, αν και με ισχυρή κάλυψη και μέχρι στιγμής χωρίς σημάδια προβλημάτων. Συνολικά, ακούσαμε από την Εθνική ότι το κόστος κινδύνου θα πρέπει να ομαλοποιηθεί περαιτέρω από τα σημερινά 70-80 bps σε κάτω από 50 bps.

5) Ισχυρό μήνυμα για ανάπτυξη κεφαλαίων και μερίσματα: Οι ελληνικές τράπεζες είναι αισιόδοξες για την επιστροφή κεφαλαίου από το 2024 με την έγκριση να αναμένεται από τον SSM για τα κέρδη του 2023. Οι αρχικοί δείκτες πληρωμής μερισμάτων αναμένονται σε μέτρια επίπεδα, που κυμαίνονται από 10% για την Πειραιώς έως πάνω από 25% για τη Eurobank και την Εθνική (σύμφωνα με τις προηγούμενες αναφορές), αλλά φαίνεται να αυξάνονται σταδιακά, φτάνοντας ενδεχομένως το 40%-50%.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου, ιδίως για την Εθνική και τη Eurobank, καθώς και την υψηλή οργανική δημιουργία κεφαλαίου που αναμένεται το 2023-2026, η αξιοποίηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου γίνεται όλο και πιο σημαντική.

Η Eurobank τόνισε τις συνεχιζόμενες εξαγορές στην Κύπρο, η Εθνική ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου ευκαιρίες συγχωνεύσεων και εξαγορών που να είχαν οικονομική λογική. Ως εκ τούτου, η τράπεζα θα επικεντρωθεί σε αγορές χαρτοφυλακίου καθώς και σε συνεργασίες για την ανάπτυξη κεφαλαίων.

Ένας βασικός τομέας εστίασης είναι τα δανειακά χαρτοφυλάκια που έγιναν πάλι εξυπηρετούμενα και βρίσκονται επί του παρόντος στα χέρια των servicers στους οποίους πουλήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων NPEs, καθώς και η χρηματοδότηση για ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων και την απόκτηση NPE, με το δυνητικό μέγεθος της αγοράς να εκτιμάται σε 20-40 δισ. ευρώ