Αυξάνει ελαφρώς το κόστος κάποιων ευρωπαϊκών τραπεζών (και τελικά το κόστος χρηματοδότησης), η ΕΚΤ για το 2024, ανεβάζοντας οριακά τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις των ευρωπαϊκών και ελληνικών τραπεζών επί των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων τους στο 15,5% από το 15,1%.
Kαι αυτό παρά το γεγονός ότι τα τεστ ήταν πολύ ισχυρά για τις τράπεζες γενικώς και τις ελληνικές ειδικότερα και παρουσιάστηκε και μείωση κόκκινων δανείων (ΜΕΑ) από το πρώτο εξάμηνο πέρυσι, σε Ευρώπη συνολικά κατά μέσο όρο στο 2,3% από 2,4% πέρυσι. Δεν προκύπτει όμως οριακή επιβάρυνση για τις ελληνικές τράπεζες.
Για τις ελληνικές τράπεζες η απαίτηση που προκύπτει στα συνολικά κεφάλαια από τον «εσωτερικό δείκτη» των απαιτήσεων του δεύτερου πυλώνα, είναι αμετάβλητη για όλες με εξαίρεση την «ελάφρυνση» της Εθνικής Τράπεζας η οποία για το 2024 υποχρεώνεται σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ σε P2R 2,75% από 3% φέτος. Για τις άλλες ελληνικές τράπεζες παραμένει το 3% με εξαίρεση τη Eurobank η οποία πέτυχε τη μείωση σε 2,75% από φέτος.
Τα παραπάνω οδηγούν τους ειδικούς της αγοράς στο συμπέρασμα ότι οι ειδικά οι ΕΤΕ και η Eurobank έχουν διασφαλίσει τη δυνατότητα να δώσουν μέρισμα, καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν αυξημένη απόδοση- κερδοφορία και οι συγκεκριμένες πέτυχαν και μείωση απαιτήσεων κεφαλαίων για τον δεύτερο πυλώνα.
Τι είναι ο δεύτερος Πυλώνας
Η απαίτηση του Πυλώνα 2 (P2R) είναι μια κεφαλαιακή απαίτηση που είναι συγκεκριμένη για κάθε τράπεζα και λειτουργεί συμπληρωματικά προς την ελάχιστη κεφαλαιακή απαίτηση (Πυλώνας 1).
Η απαίτηση P2R μιας τράπεζας καθορίζεται στο πλαίσιο της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) και είναι δεσμευτική.
Οι τράπεζες μπορούν να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις του Πυλώνα 2 με ελάχιστο ποσοστό 56,25% του κεφαλαίου κοινών μετοχών (CET1), αλλά οι επόπτες μπορούν να ζητήσουν πρόσθετα κεφάλαια αν το κρίνουν.
Να σημειωθεί, ότι μέση κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών με στοιχεία της ετήσιας έρευνας της EBA που προηγήθηκαν μία εβδομάδα των αντίστοιχων σημερινών στοιχείων της ΕΚΤ, δείχνουν αύξηση της μέσης απόδοσης-κερδοφορίας των τραπεζών στην Ευρώπη στο 11% (με το μέσο όρο των ελληνικών τραπεζών να είναι σημαντικά υψηλότερα φέτος).
Παρά ταύτα παρατηρείται μικρή αύξηση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μήνα με μήνα τελευταία στην Ευρώπη, ενώ μειώθηκαν στο εξάμηνο τα δάνεια με καθυστέρηση κάτω των 90 ημερών σύμφωνα με στοιχεία της EBA (επικίνδυνα δάνεια δεύτερου σταδίου).
Με βάση τις επιταγές των εποπτών της ΕΚΤ λοιπόν, οι τράπεζες που είναι κάτω του 15,5% επί της συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων θα πρέπει να αυξήσουν το ποσοστό αυτό. Όμως οι τράπεζες θα πρέπει να το επιτύχουν αυτό, με συγκεκριμένο τρόπο κι έτσι υποχρεώνονται τελικά στο μικρό κόστος οριακής αύξησης απαιτούμενων κεφαλαίων και αρκετές που υπερκαλύπτουν αυτό το ποσοστό, καθώς η άνοδος πρέπει να γίνει σε συγκεκριμένα τμήματα των συνολικών κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Για να γίνει κατανοητό αυτό, σημειώνεται ότι το 15,5% θυμίζει «οκταόροφο κτίριο» και κάθε όροφος πρέπει να διαθέτει ένα μίνιμουμ ποσοστό. Αυτά που αυξήθηκαν είναι τα κεφάλαια των απαιτήσεων του δεύτερου πυλώνα από 1,1% σε 1,2%. Για τις ελληνικές τράπεζες δεν υπάρχει μεταβολή με εξαίρεση την μικρή θετική μεταβολή για την ΕΤΕ.
Αυξήθηκαν επίσης οι απαιτήσεις επί των αντικυκλικών κεφαλαίων στο δείκτη επάρκειας CET1 και το ποσοστό ανέβηκε σε 0,6% από 0,2%. Οι επτά μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης επίσης έχουν οριακά μεγαλύτερη υποχρέωση σε σχέση με το δείκτη δανείων που έχουν δώσει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν τη σημερινή αξιολόγηση των εποπτικών αρχών της ΕΚΤ, είχε προηγηθεί μία εβδομάδα πριν η ετήσια αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για 123 τράπεζες από 26 χώρες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ).
Αυξημένη κερδοφορία - Συμπεράσματα και στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της EBA
Φυσικά τα στοιχεία και τα συμπεράσματα δείχνουν ακριβώς τα ίδια και ουσιαστικά προκύπτει ότι «ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ έχει αποδειχθεί ανθεκτικός στον απόηχο της τραπεζικής αναταραχής του Μαρτίου.
Τα βασικά συμπεράσματα είναι:
- Τα κεφάλαια παραμένουν μεγάλα με έναν μέσο δείκτη (CET1) στο υψηλότερο σημείο αναφοράς (15,9%). Η κερδοφορία (απόδοση κεφαλαίων) έχει στηρίξει τις πληρωμές των τραπεζών.
- Τα αυξημένα επίπεδα επιτοκίων έχουν υποστηρίξει μέχρι στιγμής τα διευρυνόμενα τραπεζικά περιθώρια, αλλά αυτό μπορεί να έχει φτάσει στο σημείο καμπής του.
- Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ισχυρή, ωστόσο η υποτονική οικονομική ανάπτυξη και τα υψηλά επίπεδα επιτοκίων δημιουργούν θύλακες κινδύνων.
- Η ρευστότητα παραμένει υψηλή αλλά άρχισε να ομαλοποιείται από τα υψηλότερα επίπεδα της πανδημίας.
- Το κόστος χρηματοδότησης της αγοράς έχει αυξηθεί σύμφωνα με τα επιτόκια, ωστόσο τα επιτόκια των καταθέσεων παρέμειναν συγκριτικά χαμηλά αλλά ενδέχεται να αυξηθούν στο μέλλον».
Όσον αφορά τα στοιχεία των τραπεζών στην Ευρώπη από την EBA δείχνουν μέση αύξηση του μεταβατικού δείκτη κεφαλαίων CET1 στο 16% στο πρώτο εξάμηνο φέτος από 15,2% πέρυσι τον Ιούνιο. Επίσης:
- ο μέσος δείκτης CET1 (fully loaded) αυξήθηκε φέτος στο 15,9% από 15%,
- ο μέσος δείκτης ρευστότητας μειώθηκε οριακά στο 160,9% από 164,9% πέρυσι,
- ο δείκτης μόχλευσης αυξήθηκε στο 5,7% από 5,3%
- ο μέσος δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) παρέμεινε στο 1,8%
- ο δείκτης καθυστερούμενων δανείων 2ου σταδίου υποχώρησε στο 9,1% από 9,5%
- και ο μέσος δείκτης απόδοσης-κερδοφορίας αυξήθηκε στο 11% τον Ιούνιο φέτος από 7,9% πέρυσι στο πρώτο εξάμηνο.