Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξετάζει τροποποίηση των κανόνων που διέπουν τις φθηνές χρηματοδοτήσεις τρισεκατομυρίων ευρώ στις τράπεζες, κίνηση που ενδεχομένως να αφαιρέσει δεκάδες δισ. ευρώ από τα κέρδη των πιστωτικών ιδρυμάτων της ευρωζώνης.
Η ΕΚΤ δάνεισε στις τράπεζες της ευρωζώνης γύρω στα 2,1 τρισ. ευρώ με πολύ χαμηλά έως αρνητικά επιτόκια στο πλαίσιο του προγράμματος TLTRO (Targeted Longer-Term Refinancing Operations) σε μια προσπάθεια να αναζωογονήσει την οικονομία των 19 χωρών-μελών του ευρώ, ποσότητα χρήματος που δεν έχει διοχετευτεί πλήρως στην οικονομία μέσω χρηματοδοτήσεων.
Oι δανειοδοτήσεις TLTRO ήταν σχεδιασμός του ευρωσυστήματος των κεντρικών τραπεζών με στόχο την παροχή χρηματοδότησης σε πιστωτικά ιδρύματα με ευνοϊκούς όρους, ώστε και αυτά με τη σειρά τους να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία. Το πρόγραμμα υποστήριξε τη διευκολυντική πολιτική της ΕΚΤ και τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία μέσω των κινήτρων στις τράπεζες να δανειοδοτούν.
Μετά την ταχεία άνοδο των επιτοκίων όμως, οι τράπεζες μπορούν σήμερα να «παρκάρουν» τη ρευστότητα αυτή ως καταθέσεις στην ΕΚΤ και να επωφελούνται με κέρδος από τη διαφορά επιτοκίων χωρίς να παίρνουν ρίσκο, τακτική που οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ δεν θεωρούν δίκαιη.
Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ εξετάζουν πέντε επιλογές για την αλλαγή των κανόνων που διέπουν τα TLTRO δάνεια, όλες εκ των οποίων είναι εν μέρει προβληματικές καθώς εγείρουν νομικά και πολιτικά εμπόδια ή συγκρούονται με άλλους στόχους της πολιτικής της ΕΚΤ, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το Reuters.
Oι πέντε επιλογές που εξέταζε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν καταλήξει σε τρεις και το τελικό σχέδιο αναμένεται σύντομα και θα έχει επίπτωση στα κέρδη των τραπεζών. Η απόφαση μπορεί να ανακοινωθεί μετά τη συνεδρίαση του συμβουλίου της ΕΚΤ στις 27 Οκτωβρίου.
Η επίπτωση στις τράπεζες μπορεί να φτάσει τα 30 με 40 δισ. ευρώ ετησίως, χωρίς να αποκλείεται και μεγαλύτερη επίδραση αν τα επιτόκια κινηθούν πολύ υψηλότερα.
Ο κεντρικός τραπεζίτης της Γαλλίας Villeroy de Galhau, ο οποίος καιρό τώρα υποστηρίζει τις αλλαγές στο κανονιστικό πλαίσιο των δανείων TLTRO, δήλωσε πρόσφατα οτι η ΕΚΤ πρέπει να αποφύγει «ακούσια κίνητρα» για την καθυστέρηση της αποπληρωμής των δανείων αυτών.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ που σήμερα βρίσκεται στο 0,75% θα αυξηθεί περαιτέρω, πιθανώς στο 2,0% προς το τέλος της φετινής χρονιάς και ίσως υψηλότερα το 2023. Αυτό θα αφήσει την ΕΚΤ έκθετη σε τεράστια κόστη τόκων.
Μεταξύ των τριών επιλογών που εξετάζει η ΕΚΤ, η απλούστερη θα ήταν να αλλάξει μονομερώς τους όρους των δανείων TLTRO ώστε τα μετρητά που έχουν «παρκάρει» οι τράπεζες σε αυτήν δεν θα εισπράττουν το καταθετικό της επιτόκιο. Με τον τρόπο αυτό όλες οι τράπεζες θα επηρεαστούν ομοιόμορφα και η ΕΚΤ δεν θα χρειαστεί να δείξει προτίμηση σε ορισμένες.
Ωστόσο, η επιλογή αυτή πιθανότατα θα αντιμετωπίσει νομικά εμπόδια καθώς οι τράπεζες μπορεί να ενάγουν την ΕΚΤ.
Μια άλλη επιλογή θα ήταν η ΕΚΤ να μεταχειριστεί τη ρευστότητα των δανείων TLTRO με τους ίδιους όρους που εφαρμόζει στις ελάχιστες υποχρεωτικές καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών σε αυτήν. Οι καταθέσεις αυτές σήμερα αποζημιώνονται με επιτόκιο 0,5% που είναι χαμηλότερο από το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ.
Μια τρίτη επιλογή θα ήταν να δημιουργηθεί ένα κλιμακωτό σύστημα που θα επιτρέψει στις τράπεζες να εισπράττουν ευνοϊκότερο επιτόκιο μέχρις ενός ορίου κατάθεσης, μετά από το οποίο το επιτόκιο θα μειώνεται.
Οι αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι είναι πολιτικά απαράδεκτο πως οι τράπεζες μπορούν να κερδίζουν ποσά ενώ η οικονομία βρίσκεται σε επιβράδυνση και ο μέσος πολίτης υποφέρει από την κρίση ακρίβειας. Επιπρόσθετα, ο μέχρι τώρα ευνοϊκός για τις τράπεζες χειρισμός δεν συνάδει με την επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ και τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Υπάρχει και ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα που έχει να κάνει με το ότι οι πληρωμές τόκων στις καταθέσεις αυτές μειώνει τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών και στερεί τα κράτη από έσοδα.