Με τις ελληνικές τράπεζες να έχουν επωφεληθεί από την αύξηση των επιτοκίων το προηγούμενο διάστημα καθώς αύξησαν τα περιθώρια των επιτοκίων δανεισμού, η συνεχιζόμενη υψηλή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, σε περιβάλλον μειούμενων επιτοκίων, είναι το μεγάλο στοίχημα, όχι μόνον μέχρι το τέλος της χρονιάς αλλά κυρίως για τον επόμενο χρόνο.
Αν και οι ελληνικές τράπεζες δεν έγιναν κερδοφόρες μόνον επειδή είχαν υψηλότερο περιθώριο margin, αλλά κυρίως επειδή έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν μεγάλα δάνεια, τα οποία αφορούν ως επί το πλείστον επενδύσεις των επιχειρήσεων και έργα υποδομών, η αγορά μοιάζει να θέτει ένα ερώτημα για τη συνέχιση της υψηλής κερδοφορίας τους σε αυτό το περιβάλλον, όπου η ΕΚΤ αναμένεται να συνεχίσει τις μειώσεις επιτοκίων, ενώ στην αμερικανική αγορά, μέσω των ομολόγων, ασκούνται τις τελευταίες ημέρες, πιέσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, λόγω του αυξανόμενου αμερικανικού χρέους.
Η πρώτη απάντηση των τραπεζών επί του ερωτήματος της κερδοφορίας, φέτος προετοιμάζεται αρμοδίως για τις επόμενες ημέρες με ανακοινώσεις του εννεαμήνου των ελληνικών τραπεζών και θα είναι σύμφωνα με τις πληροφορίες μας ισχυρή.
Το κλειδί είναι η επέκταση κι όχι το margin
Το «κλειδί» θα είναι κυρίως η πιστωτική επέκταση, με τις 4 συστημικές τράπεζες να έχουν ένα έξτρα μεγάλο δάνειο στο τρίμηνο, που από μόνο του βοήθησε, καθώς δανειοδότησαν με 600 εκατ. κάθε μία, τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ για την Αττική οδό, σε ένα σύνολο δανεισμού περί τα 2,6 δισ. ευρώ για την απόκτηση της παραχώρησης.
Η πιστωτική επέκταση είναι μέχρι τώρα, γενικότερα, ο βασικός μοχλός της κερδοφορίας των τραπεζών τα τελευταία χρόνια και ουσιαστικά είναι και το στοίχημα και για τα επόμενα χρόνια με πιο ελκυστικά επιτόκια και μικρότερο κόστος χρήματος από τη μείωση των επιτοκίων, ενώ επιμέρους στοιχεία θα είναι τα έσοδα και τα κέρδη από το εξωτερικό, τα έσοδα από προμήθειες, η αντοχή του margin, εφόσον ψαλιδίζεται με ικανοποιητικό ρυθμό κλπ.
Το στοίχημα για τις ελληνικές τράπεζες είναι να συνεχίσουν να δίνουν δάνεια ακόμα και με λίγο ή περισσότερο μικρά περιθώρια, τα οποία θα συνεχίσουν να αυξάνουν τα μελλοντικά έσοδά τους και τα μελλοντικά κέρδη τους, ενώ η μείωση του κόστους στην οποία πρωταγωνίστησαν πανευρωπαϊκά στο πρώτο εξάμηνο θα παίξει κι αυτή το ρόλο της.
Με την καλύτερη σχέση κόστους προς έσοδα (Cost to Income Ratio) 32,44%, οι 4 συστημικές ελληνικές τράπεζες πρωταγωνίστησαν στο πρώτο εξάμηνο σε όλη την Ευρώπη, με τις συστημικές της Πορτογαλίας να ακολουθούν με ποσοστό 34,39%. Είναι βασικός παράγοντας, που τα δικά του επιμέρους στοιχεία, μπορούν να βελτιωθούν περαιτέρω.
Η μείωση του κόστους και οι προμήθειες
Το πρώτο εξάμηνο φέτος οι ελληνικές τράπεζες (συνολικά), κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες 2,3 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 1,9 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Στην εξέλιξη αυτή, μας λέει η ΤτΕ, «συνέβαλαν καθοριστικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους, ως αποτέλεσμα των υψηλών βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και η μείωση των προβλέψεων για πιστωτικό κίνδυνο».
Όπως παρατηρεί η ΤτΕ, ρόλο έχει παίξει η μείωση του πιστωτικού κινδύνου κι εδώ οι 4 συστημικές τράπεζες έχουν μειώσει το κόστος CoR στο 0,46% στο εξάμηνο δηλαδή ακριβώς στα επίπεδα των γερμανικών τραπεζών, αλλά οι ιταλικές τράπεζες, με μέσο επίπεδο 0,30% και οι πορτογαλικές με αντίστοιχο συντελεστή 0,37% μπορεί και να δείχνουν το δρόμο.
Τα καθαρά κέρδη των 4 συστημικών τραπεζών στο εξάμηνο έφθασαν τα 2,27 δισ. ευρώ και τα καθαρά έσοδα από τόκους σε 4,20 δισ. ευρώ. Ήδη, ξεκίνησε η αύξηση των προμηθειών και χρεώσεων, που στο εξάμηνο συνέβαλε με ποσοστό 17,29% στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των συστημικών τραπεζών με 923 εκατ. ευρώ στο εξάμηνο.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 11,4%, καθώς ευνοήθηκαν από τη σημαντική αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 έως το Σεπτέμβριο του 2023, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο, αναφέρει η ΤτΕ. «Αντίστοιχα, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 15,9%, με θετική συμβολή των εσόδων από πράξεις πληρωμών και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων», σχολιάζει.
Τα έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν περισσότερο, λοιπόν, και σημαντικό ρόλο σε αυτά παίζουν τα Αμοιβαία Κεφάλαια και η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, όπου οι μικρές αποδόσεις των καταθέσεων έχουν οδηγήσει σε Αμοιβαία Κεφάλαια, με ομόλογα, μετοχές κλπ, μεγάλα και μεσαία βαλάντια, όπως γίνεται και στην Ευρώπη.
Στο μεταξύ, στο εξάμηνο, το μέσο margin των συστημικών τραπεζών βρέθηκε στο 3,32%. Αν εξαιρεθεί η Σλοβενία και οι 3 χώρες της Βαλτικής είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Είναι δίκαιο να μειωθεί κι έχει ξεκινήσει να μειώνεται, αλλά καθώς είναι ήδη σε υψηλά επίπεδα, δίνει την ευκαιρία για παραμονή κοντά στο 3% για αρκετό διάστημα ώστε να συντελεστεί η μετάβαση.
Σύμφωνα με τη JP Morgan «υποθέτουμε, ότι το επιτόκιο της ΕΚΤ θα είναι 2% για τα έτη 2025 και 2026. Μέχρι εκείνο το σημείο, θεωρούμε ότι η σταθερή αύξηση των δανείων (με ρυθμό αύξησης 5-7% το 2026), η ισχυρή απόδοση των προμηθειών (10% και παραπάνω ετησίως) και η βελτίωση του κόστους κινδύνου θα αντισταθμίσουν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις στα περιθώρια κέρδους και θα στηρίξουν τις κατώτατες γραμμές από τα υψηλά επίπεδα του 2024».
Το κόστος των καταθέσεων και οι μεγάλες δυνατότητες δανεισμού
Πρέπει όμως να προστεθούν τρεις παράγοντες ακόμα:
Ο πρώτος παράγοντας είναι τα περιθώρια δανεισμού που υπάρχουν, καθώς όσο φθηνότερα θα γίνονται τα επιτόκια, τόσο θα ανοίγει η αγορά για τους ιδιώτες και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Τα στεγαστικά δάνεια έφθασαν τα 593 εκατ. ευρώ στο εξάμηνο, όταν τη διετία 2005-2007 ήταν στα 12 δισ. ευρώ ετησίως. Προφανώς, και τα δύο αποτελούν μεγάλη υπερβολή, αλλά με φθηνότερα επιτόκια η ελληνική αγορά μπορεί να υποστηρίξει κάτι αρκετά καλύτερο από 1,2-1,5 δισ. ευρώ στεγαστικά δάνεια ετησίως.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, τα οποία αποτελούν μόλις το 15% των δανείων της Εθνικής Τράπεζας, σύμφωνα με τη Morgan Stanley, και το 20% των δανείων των Alpha Bank και Eurobank, με την Πειραιώς αντίστοιχα να έχει κυμαινόμενα επιτόκια στο 19% του συνόλου των δανείων. Υπάρχουν δυνατότητες βελτίωσης του μείγματος αυτού, με λογικά επιτόκια και θα μειώσει το ρίσκο.
Ο τρίτος και σημαντικότερος παράγοντας είναι οι καταθέσεις, ειδικά σε συνδυασμό με τον μειωμένο δανεισμό των εταιρειών και των ιδιωτών.
Οι προβλέψεις για τις μεταβολές των καταθέσεων σε προθεσμιακές με υψηλά επιτόκια, είναι πολύ μεγάλες και ιδιαίτερα συντηρητικές από τις ελληνικές τράπεζες. Είναι κόστος που θα μειωθεί σημαντικά έτσι κι αλλιώς στο επόμενο εξάμηνο και αν πρέπει να μειωθεί ταχύτερα ή περισσότερο, οι τράπεζες μπορούν να συνεχίσουν να προσφέρουν ομολογιακά προϊόντα με καλές αποδόσεις για τους πελάτες και καλές προμήθειες για τις ίδιες.
Πάντα σύμφωνα με στοιχεία της Morgan Stanley, το συνολικό beta των καταθέσεων είναι 20% στην ΕΤΕ, 24% στην Πειραιώς, 28% στην Alpha και 37% στην Eurobank. Συνολικά, πάντως, το κόστος των καταθέσεων είναι μικρό και δίνει μια μεγάλη ευκαιρία στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με τις καταθέσεις των νοικοκυριών ειδικότερα, να συμβάλλουν στο 59,33% της χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών!
Τέλος, να σημειωθεί ότι τα δάνεια των ελληνικών συστημικών τραπεζών αποτελούν το 60,32% των καταθέσεων και δίνουν ένα μέτρο για τις δυνατότητες της πιστωτικής επέκτασης που έχει η ελληνική οικονομία.