Έως 70 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση υπολογίζεται ότι χάνουν συνολικά οι ελληνικές τράπεζες από τις άτοκες καταθέσεις που επέβαλε στις ευρωπαϊκές τράπεζες η ΕΚΤ. Βεβαίως η δέσμευση δεν είναι ετήσια και μόνιμη, αλλά διατηρείται για περίοδο έξι- επτά εβδομάδων, άρα το κόστος δεν θα είναι 70 εκατ. ευρώ, αλλά αρκετά μικρότερο. Από την άλλη, αυτοί οι περίοδοι «τήρησης» ανανεώνονται.
Σε κάθε περίπτωση σημαίνει για τις τράπεζες, όχι μόνον ότι θα πρέπει να «παρκάρουν» υποχρεωτικά έως 2 δισ. ευρώ (μάξιμουμ) στην ΤτΕ αλλά επίσης δεν θα παίρνουν και τόκο από αυτά, από τις 20 Σεπτεμβρίου που ξεκινά η λειτουργία του μέτρου για τις άτοκες καταθέσεις των τραπεζών.
Αυτό επηρεάζει το κόστος των ευρωπαϊκών και ελληνικών τραπεζών και τα περιθώριά τους και θα τις υποχρεώσει τελικά να εξοφλήσουν πλήρως τα κεφάλαια TLTRO το συντομότερο δυνατό, αφού στο «δούναι και λαβείν» με την ΕΚΤ χάνουν από καιρό, αλλά τώρα πλέον ακόμα περισσότερο.
Αυτό εξηγεί επίσης γιατί οι ελληνικές τράπεζες έχουν εξοφλήσει σχεδόν 60% του δανεισμού τους από το μηχανισμό TLTRO της ΕΚΤ ήδη και συνεχίζουν να τον μειώνουν με ταχύτητα καθώς έχουν υψηλότατους δείκτες ρευστότητας (δείκτης ρευστότητας LCR άνω του 200% και δείκτης μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης NSFR 132% μεγαλύτερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου σύμφωνα με την έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος).
Να σημειωθεί, ότι με το μέτρο που έχει χαρακτήρα σύσφιξης (και ίσως υποκαταστήσει πιθανή παύση στις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο), οι εθνικές Κεντρικές Τράπεζες και φυσικά και η ΤτΕ βγαίνουν κερδισμένες. Γλιτώνουν τον τόκο που μέχρι τώρα κατέβαλαν στις υποχρεωτικές καταθέσεις που πλέον δεν θα καταβάλουν, γεγονός που ισοδυναμεί με ισόποση μείωση δαπανών από το κόστος των τραπεζών για την ΤτΕ.
Με αυτό τον τρόπο η ΕΚΤ ενισχύει τις Κεντρικές Τράπεζες που έχουν «αδυνατίσει» τους ισολογισμούς τους με τη ρευστότητα που παρείχαν επί χρόνια. Χάνουν οι εμπορικές τράπεζες, κερδίζουν οι Κεντρικές ενώ και η ρευστότητα μαζεύεται από την αγορά, αφού ακριβαίνει το χρήμα.
Πώς εφαρμόζεται το μέτρο των υποχρεωτικών άτοκων καταθέσεων
Η ΕΚΤ αποφάσισε να αναπροσαρμόσει τον τόκο των ελάχιστων αποθεματικών στο μηδέν τοις εκατό, όπως ανακοίνωσε. Τα ελάχιστα αποθεματικά των ευρωπαϊκών τραπεζών που πρέπει να τηρούνται στην εθνική Κεντρική Τράπεζα (και στην περίπτωσή μας στην ΤτΕ), είναι το 1% κυρίως των καταθέσεων (πάνω από 142 δισ. ευρώ οι καταθέσεις ιδιωτών και μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα και αρκετά πάνω από 43 δισ. ευρώ οι καταθέσεις μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων). Περιλαμβάνει και κάποια από τα τραπεζικά ομόλογα –όχι όλα- στον υπολογισμό του 1%. Τα τραπεζικά ομόλογα που έχουν εκδοθεί είναι συνολικά περίπου 11 δισ. ευρώ.
Με βάση την προηγούμενη σχετική απόφαση της ΕΚΤ την 27η Οκτωβρίου 2022, το επιτόκιο που έπαιρναν οι εμπορικές τράπεζες από τις Κεντρικές για την δεσμευτική κατάθεση, ήταν το επιτόκιο διευκόλυνσης καταθέσεων της ΕΚΤ.
Αυτό έχει ήδη προγραμματιστεί να αυξηθεί σε 3,75% στις 2 Αυγούστου ενώ από τις 26 Ιουνίου είναι 3,50%. Βεβαίως από τις 20 Σεπτεμβρίου και μετά μηδενίζεται. Η απόφαση για εξίσωση του επιτοκίου αυτού με το επιτόκιο διευκόλυνσης καταθέσεων εφαρμόστηκε και διήρκεσε από τις 21 του Δεκεμβρίου 2022, με αρχικό επιτόκιο τότε το 2% που άρχισε να ανεβαίνει εκθετικά κάθε έναν ή δύο μήνες ανάλογα με τις αυξήσεις της ΕΚΤ.
Πριν από αυτό οι υποχρεωτικές καταθέσεις είχαν επιτόκιο που συνδεόταν με τις πράξεις αναχρηματοδότησης και συνολικά, με δεδομένα και τα μηδενικά επιτόκια δανεισμού ήταν ένα ακόμα ευνοϊκότερο καθεστώς για τις τράπεζες και τους δανειολήπτες.
Όσον αφορά τις υποχρεωτικές καταθέσεις των τραπεζών η ΕΚΤ αναφέρει ότι «οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ πρέπει να διακρατούν ένα ορισμένο ύψος κεφαλαίων ως αποθεματικά στους τρεχούμενους λογαριασμούς που τηρούν στην οικεία εθνική κεντρική τράπεζα.
Αυτά τα κεφάλαια ονομάζονται υποχρεωτικά, ελάχιστα αποθεματικά. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διακρατούν ελάχιστα αποθεματικά για περίοδο έξι έως επτά εβδομάδων, η οποία αποκαλείται «περίοδος τήρησης». Το ύψος των κεφαλαίων που διακρατούνται υπολογίζεται με βάση τον ισολογισμό της τράπεζας πριν από την έναρξη της κάθε περιόδου τήρησης.
Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου τήρησης, οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίζουν ότι το μέσο ύψος των κεφαλαίων που διακρατούν ως αποθεματικά πληροί την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών. Δεν είναι υποχρεωμένες να διακρατούν συνεχώς ολόκληρο το ποσό στους λογαριασμούς τους στην εθνική κεντρική τράπεζα. Οι τράπεζες μπορούν έτσι να αντιδρούν στις βραχυχρόνιες μεταβολές στις αγορές χρήματος, προσθέτοντας ή αποσύροντας κεφάλαια από τα αποθεματικά τους. Αυτό, με τη σειρά του, συμβάλλει στη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος.
Οι τράπεζες πρέπει να διακρατούν σήμερα στην οικεία εθνική κεντρική τράπεζα τουλάχιστον το 1% συγκεκριμένων υποχρεώσεων, κυρίως καταθέσεις πελατών».
Σύμφωνα με το Reuters, η Goldman Sachs εκτίμησε ότι ο συνολικός αντίκτυπος στα καθαρά έσοδα από επιτόκια θα είναι σχετικά διαχειρίσιμος για τις τράπεζες. Κάνει αναφορά στα διαθέσιμα των τραπεζών στην ΕΚΤ και τις Κεντρικές Τράπεζες που είναι 165 δισ. ευρώ (αυτή την εβδομάδα).
Υπάρχουν, λέει, 165 δισ. ευρώ «ελάχιστα αποθεματικά στο σύστημα, οπότε η αφαίρεση 3,75% από αυτό ισοδυναμεί περίπου με 6,2 δισ. ευρώ».