Κορυφαίες πανευρωπαϊκά σε απόδοση κεφαλαίων, αύξηση ρευστότητας και ενεργητικού
Shutterstock
Shutterstock
Ελληνικές τράπεζες

Κορυφαίες πανευρωπαϊκά σε απόδοση κεφαλαίων, αύξηση ρευστότητας και ενεργητικού

Την ώρα που οι ελληνικές τράπεζες μειώνουν σταθερά τα κόκκινα δάνεια (ΜΕΔ) με εντυπωσιακό ρυθμό, τα οποία υποχώρησαν στο 6,15%, αυτά αρχίζουν και «τσιμπάνε» στις τράπεζες σε όλη την Ευρώπη, παραμένοντας βέβαια σημαντικά χαμηλότερα σε ποσοστό απ' ό,τι στην Ελλάδα, στο 1,86% στην ΕΕ και στο 1,87% στην Ευρωζώνη. Οι ελληνικές τράπεζες είναι πρωταθλήτριες και στην κερδοφορία το 2022 με 50% και πλέον μεγαλύτερη απόδοση από τη μέση ευρωπαϊκή.

Στην ΕΕ των 27, την Ευρωζώνη, τη Γερμανία,τη Γαλλία, την Ολλανδία και τις περισσότερες χώρες τα πρώτα ανοδικά «σκιρτήματα» σε ΜΕΔ τα τελευταία τρίμηνα και στο τέλος του 2022, είναι γεγονός και καταγράφονται από την ΕΚΤ. Το πιο σημαντικό είναι ότι η τάση είναι εντελώς αντίστροφη. Στην Ελλάδα έχουμε σταθερή και μεγάλη υποχώρηση ερχόμενοι από δείκτη ΜΕΔ στο 47,36% το 2016, ενώ στην Ευρώπη παρατηρούμε την πρώτη άνοδο, μετά την πανδημία. Αν εξαιρεθεί το 2020 και η πανδημία αυτή είναι πρώτη άνοδος σε ΜΕΔ στην Ευρώπη σε κάποιο τρίμηνο που καταγράφεται από το 2015 και μετά!

Πτωτική πορεία στα ΜΕΔ έχει και η Ιταλία, για να αποδειχθεί τελικά ότι ο Ηρακλής (που μελέτησε πρώτα το ιταλικό πρότυπο) έχει κάνει σημαντική δουλειά στη μείωσή τους.

Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά επίσης και η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών (απόδοση κεφαλαίων ROE) που είναι πολύ πάνω από αυτήν στις τράπεζες της ΕΕ της Ευρωζώνης, και κάθε ευρωπαϊκής χώρας με εξαίρεση μόνο 4 πρώην ανατολικών χωρών, της Κροατίας, της Ρουμανίας, της Τσεχίας και της Σλοβενίας. Όλες τις τράπεζες των άλλων χωρών τις έχει βάλει «από κάτω» το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με μεγάλη απόδοση κεφαλαίων 12,73% στο τέλος του 2022, μειώνοντας ταυτόχρονα τα κόκκινα δάνειά του. 

Οι ελληνικές τράπεζες αποδείχθηκαν πολύ προσεκτικές με τα νέα δάνειά τους έχοντας «καεί στο χυλό» σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες που έδωσαν απλόχερά δάνεια και καταγράφουν τις πρώτες αυξήσεις σε ΜΕΔ. Αυτά όταν άλλα παλαιότερα στοιχεία ήδη είχαν δείξει μεγάλη αύξηση των καθυστερήσεων σε δάνεια και αύξηση των επίφοβων δανείων στην Ευρώπη.

Αύξηση περιουσιακών στοιχείων

Στις ελληνικές τράπεζες επίσης καταγράφεται μεγάλη αύξηση ενεργητικού και περιουσιακών στοιχείων με συνεχή ανοδική πορεία μετά το 2018, ενώ στην ΕΕ η αύξηση του ενεργητικού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ισχνή. Το σύνολο του ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα την ΕΕ αυξήθηκε από 30,44 τρισεκατομμύρια ευρώ τον Δεκέμβριο του 2021 σε 30,85 τρισεκατομμύρια ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022, σημειώνοντας αύξηση 1,34%.

Έρχεται όμως από τα 34 τρισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2019 που σημαίνει ότι η αξία του ενεργητικού μετά την πανδημία δεν έφθασε εκείνα τα υψηλά. Αντίθετα, στην Ελλάδα οι τράπεζες έρχονται από τα 250,1 δισ. ευρώ ενεργητικού στο τέλος του 2018 να το αυξήσουν σταθερά κάθε τρίμηνο μέχρι τα 324,43 δισ. ευρώ στο τέλος του 2022.

Υψηλοί δείκτες ρευστότητας

Στους δείκτες σταθερής χρηματοδότησης οι ελληνικές τράπεζες καταγράφουν πρωτιές, διαφοροποιούμενες στην εξεύρεση κεφαλαίων κι έχουν υψηλότερο δείκτη σταθερής χρηματοδότησης από το μέσο δείκτη της ΕΕ και ακόμα περισσότερο της Ευρωζώνης και μίας σειράς χωρών κυρίως ανεπτυγμένων και η αιτία είναι το υψηλό ποσοστό των καταθέσεων που δίνουν την ευκαιρία στις τράπεζες να είναι πιο ανεξάρτητες, τώρα που η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια και βάζει «ποινή» στα δάνεια μέσω TLTRO.

Ο δείκτης των ελληνικών τραπεζών εδώ, είναι στο 132,84% στο τέλος του 2022. Στην Ευρωζώνη ήταν στο 125,06%. Οι ελληνικές τράπεζες είναι οριακά υψηλότερα από Ισπανία και Δανία και πολύ υψηλότερα από Γαλλία και Γερμανία. Έχουν επίσης υψηλότερο δείκτη σταθερής χρηματοδότησης, από την Αυστρία και το Βέλγιο και άλλες χώρες. 

Τι συμβαίνει με τα ίδια κεφάλαια

Σε ποιο τομέα πέραν των ΜΕΔ απαιτείται βελτίωση; Στα ίδια κεφάλαια και το δείκτη CET1, όπου οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται να βρίσκονται κάτω του μέσου ευρωπαϊκού όρου με μέσο δείκτη CET1 στο τέλος του 2022 στο 14,42 έναντι μέσου δείκτη 15,44 στην ΕΕ από την οποία απέχουμε 102 μονάδες βάσης. Επί της ουσίας οι ελληνικές τράπεζες είναι μόνον πάνω από τις ισπανικές.

Εδώ όμως θα πρέπει να τονισθούν τα εξής:

  • Πρώτον, οι δείκτες είναι απολύτως επαρκείς και πάνω από τα όρια ασφαλείας.
  • Δεύτερον, υπάρχει εξήγηση γιατί είναι ακόμα χαμηλά. Οι ελληνικές τράπεζες έρχονται από επικών διαστάσεων «κάψιμο» κεφαλαίων, αφού χρειάστηκε να προχωρήσουν σε μαζικές τιτλοποιήσεις και εξυγίανση κόκκινων δανείων γεγονός που έφερε τα κεφάλαιά τους χαμηλότερα. Ο δείκτης στο τέλος του 2019 ήταν στο 16,22 για παράδειγμα, αλλά τα κόκκινα δάνεια παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό.
  • Τρίτον, οι δείκτες της ΕΕ δεν είναι απόλυτα ξεκάθαροι και υπάρχει σχετική σημείωση της ΕΚΤ. Σε πολλές τράπεζες δεν έχουν περάσει ακόμα στα αποδεκτά διεθνή πρότυπα για τη μέτρησή τους. Κάπως έτσι μπορεί να εμφανίζονται στοιχεία για τράπεζες χωρών ότι έχουν μεγάλα ίδια κεφάλαια, αλλά είναι μετρημένα κάπως αισιόδοξα. Η ΕΚΤ θέσπισε αυστηρά ενιαία πρότυπα, αλλά ο βαθμός εφαρμογής τους σε διάφορες χώρες πλην της Ευρωζώνης και ανεπτυγμένων χωρών μπορεί να ποικίλλει.
  • Η ΕΚΤ αναφέρει συγκεκριμένα: «Τα στοιχεία καλύπτουν 314 τραπεζικούς ομίλους και 2.375 μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ (συμπεριλαμβανομένων ξένων θυγατρικών και υποκαταστημάτων), που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 100% του ισολογισμού του τραπεζικού τομέα της ΕΕ».

Περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα δεικτών για την κερδοφορία και την αποτελεσματικότητα, τη σύνθεση του ισολογισμού, τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση, την ποιότητα του ενεργητικού, το βάρος περιουσιακών στοιχείων, την κεφαλαιακή επάρκεια και τη φερεγγυότητα. Μεγέθη και δείκτες δημοσιεύονται για το πλήρες δείγμα.

Στις αναφορές εφαρμόζονται τα γενικά τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς και τα Εκτελεστικά Τεχνικά Πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για την Εποπτική Αναφορά. Ωστόσο, ορισμένοι μικρομεσαίοι από τους αναφέροντες ενδέχεται να εφαρμόζουν εθνικά λογιστικά πρότυπα. Αντίστοιχα, τα μεγέθη και οι δείκτες μπορεί να περιλαμβάνουν ορισμένα δεδομένα που βασίζονται σε εθνικά λογιστικά πρότυπα, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των υποκείμενων στοιχείων.