Ένα από τα χειρότερα ετήσια οικονομικά αποτελέσματα στην ιστορία της ανακοίνωσε η Credit Suisse καθώς δρομολογείται η «ριζική» αναδιάρθρωσή της.
Συγκεκριμένα, το τελευταίο τρίμηνο του 2022 ανέφερε ότι οι καθαρές ζημιές έφτασαν τα 1,51 δισ. δολάρια, δυσμενέστερες από τις αρχικές προβλέψεις των αναλυτών, με αποτέλεσμα οι συνολικές ζημιές για το 2022 να φτάσουν τα 7,3 δισ. ελβετικά φράγκα, ήτοι 7,3 εκατ. ευρώ.
Υπό την πίεση των επενδυτών η Credit Suisse ανακοίνωσε τον Οκτώβριο ένα σχέδιο μετασχηματισμού των δραστηριοτήτων της, σε μια προσπάθεια να επιστρέψει σε σταθερή κερδοφορία μετά από χρόνια υποαπόδοσης επενδυτικών ενεργειών.
Τον Νοέμβριο, η τράπεζα προέβλεψε ζημίες ύψους 1,5 δισ. ελβετικά φράγμα για το τέταρτο τρίμηνο εν μέσω μεγάλου κόστους αναδιάρθρωσης, ενώ οι μέτοχοι της Credit Suisse έδωσαν το «πράσινο φως» για αύξηση του κεφαλαίου κατά 4,2 δισ. δολάρια με στόχο τη χρηματοδότηση της αναδιάρθρωσης.
Η αύξηση κεφαλαίου περιελάμβανε την πώληση του 9,9% των μετοχών της στην Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας, καθιστώντας την έτσι τον μεγαλύτερο μέτοχο της τράπεζας.
Η Αρχή Επενδύσεων του Κατάρ έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της Credit Suisse μετά τον διπλασιασμό της συμμετοχής της στα τέλη του περασμένου έτους.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ελβετικής τράπεζας Ulrich Koerner δήλωσε στο CNBC, στο περιθώριο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο ότι η τράπεζα είδε μια απότομη μείωση των εκροών, λόγω ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων, μετά τις ανησυχίες για το επίπεδο ρευστότητάς της.
Το σχέδιο αναδιάρθρωσης της ελβετικής τράπεζας περιλαμβάνει πώληση μέρους του ομίλου τιτλοποιημένων προϊόντων (SPG) της τράπεζας στους αμερικανικούς επενδυτικούς οίκους PIMCO και Apollo Global Management, καθώς και μείωση του μεγέθους της επενδυτικής της τράπεζας μέσω της απόσχισης των κεφαλαιαγορών και της συμβουλευτικής μονάδας, η οποία θα μετονομαστεί σε CS First Boston.